της Αφροδίτης Κατσαδούρη
Είναι φορές που δεν χρειάζεται να λύσουμε τον κύβο του ρούμπικ για ν’ αναμετρηθούμε ηδυπαθώς με τη δυσκολία. Αρκεί μια βόλτα ή μια περιαστική ματιά σ’ ένα από τα γειτονικά τετράγωνα, αναποδογυρίζοντας χωρίς ιδιαίτερη στρατηγική τις εικόνες που περνάνε μπροστά από τα μάτια μας. Μόνοι, θλιμμένοι ακρίτες στα σύνορα της ακάλυπτης αυτοκρατορίας μας πνιγόμαστε στις μεσοτοιχίες, αφού οι ναυαγοσώστες έχουν πάει όλοι στα νησιά και τα ιατρεία είναι θρασύτατα κλειστά τέλη Ιούλη.
Ο απλωμένος ρουχισμός των αποπάνω με κάνει να φαντάζομαι ακατάβλητα κατάρτια πλοίων να σκίζουν τον αέρα των Κυκλάδων, όμως οι ανεμισμένες άδειες τσέπες τους με επαναφέρουν με τις πιο φθηνές μεταφορικά πίσω στο σπίτι.
Φέτος περισσότερο από ποτέ το Παγκράτι έχει γεμίσει με μικρές πήλινες δεξαμενές για τους αδέσποτους αυτού του κόσμου που, όσο και αν διψάμε, δεν πάμε διακοπές. Η ακρίβεια των ακτοπλοϊκών σκοτώνει το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι και τα μπολάκια με νερό λειτουργούν σαν μικρά συμβολικά νησάκια στα οποία επεμβαίνει μια δεύτερη σκέψη: αν κοιτάξεις από πολύ μακριά ένα αντικείμενο χάνει τις πραγματικές του διαστάσεις· αν δεις από το διαμέρισμά σου το αγαπημένο σου νησί μικραίνει· γίνεται ένα πήλινο μπολάκι με νερό – η καλοκαιρινή μας αυταπάτη.
Μια παρέα φίλων άθελά της με παρηγορεί. Στις φωτογραφίες που μοιράζονται αφειδώς στα σόσιαλ μίντια τα φίλτρα γράφουν «παραλία». Να που η τεχνολογία αποβαίνει χρήσιμη.
Μία γιαγιά ισιάζει προς τα κάτω με ντροπή το καλοκαιρινό της φουστάνι μπροστά απ’ τους καλεσμένους, κρύβοντάς μας για λίγο όλους κάτω από την πόδια της – ακόμα και τους τουρίστες που έρχονται ακάλεστοι να κοιμηθούν κάτω από το industrial κρεβάτι. Κάποιοι περαστικοί τρώνε χωνάκι παγωτό ξεχνώντας για όσο διαρκεί το σφυροκόπημα της γλώσσας πάνω στη λιωμένη εφηβεία τις πελαγώδεις υποχρεώσεις και ότι ο καθένας από εμάς φέτος θα βράσει δυστυχής στη Χιροσίμα του.
Επιστρέφω σπίτι. Ο απελπισμένος από τον καύσωνα και τους αβίωτους λογαριασμούς γείτονας φύτρωσε στο μπαλκόνι του εν απουσία δροσιάς μια ομπρέλα θαλάσσης. Η αγωνιώδης προσομοίωση των διακοπών καλά κρατάει. Στο μέγκα παίζει επανάληψη το «Ντόλτσε Βίτα» και η περιβόητη έξοδος του Σαββάτου οπισθοχωρεί μπροστά στις παιδικές αναμνήσεις μιας λιγότερο δυστυχισμένης γενιάς. Ένας στους δύο δεν θα πάει φέτος διακοπές αλλά, παρακολουθώντας κατεργάρικα την αγαπημένη σου σειρά, βρίσκεις έναν ζαβολιάρικο τρόπο να κάνεις διακοπές στα ευτυχισμένα χρόνια δεκαετιών, που νόμιζες πως θα τα καταφέρεις, όπως η Χριστίνα και ο Αντώνης.
Ξανά βγαίνω να πάρω τσιγάρα. Μόνο τα φωτάκια στα παπούτσια των παιδιών στις παιδικές χαρές εξακολουθούν να ελπίζουν – άκαμπτες πυγολαμπίδες της αφόρητης μας ζωής.
Τα αυτοκίνητα στο Παγκράτι δεν σε αφήνουν ν’ ανασάνεις. Αναβιώνουν με ακρίβεια το παραμύθι των διακοπών, κολλητά παρκαρισμένα σ’ όλο το μήκος του δρόμου, θυμίζοντας ειρωνικά μπαρουτοκαπνισμένο στομάχι πλοίου. Φέτος το κάπνισμα δεν σκοτώνει. Τώρα ειδικά που ο καπνός απ’ τα φουγάρα των blue star ferries μοιάζει a priori όνειρο θερινής νυκτός, οι αλληγορίες -χωρίς να ξέρουν- επιτελούν την αναπληρωματική τους ζέση και το αφιέρωμα της old holborn στα ελληνικά νησιά συνιστά μία ανέλπιστη παρηγορία στην καλοκαιρινή μας αυταπάτη. Φέτος, που ένας στους δυο δεν θα πάει διακοπές. Κι αν κοιτάξεις από μακριά το αγαπημένο σου νησί μικραίνει· γίνεται ένα μπολάκι με νερό έξω από τις διψασμένες εισόδους πολυκατοικιών στο άνυδρο άστυ.