Εξίσωση με πολλούς αγνώστους η απόπειρα συμβιβασμού στις Βρυξέλλες – Σε προληπτικά μέτρα 3,6 δισ. υποχρεώνεται η κυβέρνηση – Απροσδιόριστη η τελική στάση ΔΝΤ και Βερολίνου
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Έναν ακόμη μικρό θρίαμβο ετοιμάζεται να καταγάγει το άδηλο μέτωπο ΔΝΤ- Σόιμπλε –που επισήμως εμφανίζονται απατηλά ως στρατηγικοί αντίπαλοι–, καθώς η κυβέρνηση προτίθεται να αποδεχθεί την προληπτική νομοθέτηση μέτρων περίπου 2% του ΑΕΠ για τη μετά το 2018 περίοδο, προκειμένου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση. Το Euro Working Group της περασμένης Πέμπτης περιορίστηκε στο να διαπιστώσει απλώς τη «δυνατότητα να υπάρξει τεχνική συμφωνία μέχρι τις 20 του μηνός», οπότε συνεδριάζει το Eurogroup, και άφησε χώρο στους επικεφαλής του κουαρτέτου να αναλάβουν την «πολιτική πρωτοβουλία» διαμόρφωσης του συμβιβασμού.
Το περιεχόμενο του συμβιβασμού αποτέλεσε αντικείμενο της συνάντησης που έγινε χθες (Παρασκευή, 10/2) στις Βρυξέλλες μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Ε. Τσακαλώτου (και του αναπληρωτή Γ. Χουλιαράκη) και εκπροσώπων του κουαρτέτου (Ρέγκλινγκ του ESM, Κερέ της ΕΚΤ, Κοστέλο ως επί κεφαλής του κουαρτέτου, Βίζερ του Euro Working Group, Τόμσεν και Βελκουλέσκου του ΔΝΤ), με πρωτοβουλία και υπό την προεδρία του Ντάισελμπλουμ. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος του Eurogroup έχει και προσωπικό ενδιαφέρον να κλείσει η εκκρεμότητα και να την πιστωθεί ως «επιτυχία», καθώς στις 15 Μαρτίου, στις ολλανδικές εκλογές, κρίνεται το πολιτικό μέλλον και του ιδίου.
Οι άγνωστες παράμετροι
Τι μπήκε στο τραπέζι αυτής της διαπραγμάτευσης είναι λίγο πολύ γνωστό: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ καλείται να νομοθετήσει από τώρα μέτρα ύψους 3,6 δισ.– έναντι 4,2 δισ. που ζητεί το ΔΝΤ– για την περίοδο μετά το 2018, υπό την αίρεση να μην εφαρμοστούν εφόσον επιτευχθούν οι ονομαστικοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα*.
Οι άγνωστες παράμετροι αυτού του συμβιβασμού είναι οι εξής:
– Ποιο διάστημα θα καλύψουν τα προληπτικά μέτρα; Η συμφωνία του περασμένου Μαΐου μιλάει για πλεονάσματα 3,5% για μια δεκαετία, πράγμα που δεν πιστεύει κανείς, αλλά ακόμη κι αν το πίστευε, προληπτική νομοθέτηση για δεκαετία είναι ανέκδοτο, ακόμη και για προτεκτοράτα. Άρα, η διάρκεια περιορίζεται στα 3-4 χρόνια.
– Σε ποιο στόχο πλεονάσματος αντιστοιχούν αυτά τα μέτρα; Το ΔΝΤ δήλωσε κατηγορηματικά ότι το 3,5% του ΑΕΠ είναι… εξωγήινο, οι Ευρωπαίοι δανειστές το υπερασπίστηκαν με ευθείες βολές κατά της ευστοχίας του Ταμείου, άρα επιδιώκεται ένας συμβιβασμός που μπορεί να μειώνει την απαίτηση για τα μελλοντικά πλεονάσματα περί το 2,5% – 3% του ΑΕΠ. Το επιβεβαίωσε και o Ντάισελμπλουμ, προσδιορίζοντας αυτό ως βασικό θέμα της συνάντησης των Βρυξελλών. Θα ικανοποιήσει αυτό το ΔΝΤ, που κατεβάζει τον πήχη των πλεονασμάτων στο 1% – 1,5%; Άγνωστο.
– Για ποια προληπτικά μέτρα μιλάμε; Τη μείωση του αφορολογήτου, που μετ’ επιτάσεως ζητούσε το ΔΝΤ , η κυβέρνηση είναι έτοιμη να τη δώσει, με «τυράκι» την παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών και του ΦΠΑ, και τη «ρήτρα ακύρωσης» αν επιτευχθούν οι μνημονιακοί στόχοι. Η μεγαλύτερη δυσκολία αφορά τη νέα παρέμβαση στις συντάξεις, με κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, που υποτίθεται ότι θεσπίστηκε για να αποτρέψει περαιτέρω μείωση των συντάξεων. Το οικονομικό επιτελείο συζητά ως εναλλακτική να συνδέσει τη μελλοντική παρέμβαση στις συντάξεις με παράταση του ήδη νομοθετημένου δημοσιονομικού κόφτη.
– Κι είναι αυτά ικανά για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο Μνημόνιο, με δεδομένο ότι δυο τουλάχιστον κυβερνήσεις (Γερμανία, Ολλανδία) κατέστησαν σαφές ότι χωρίς ΔΝΤ το πρόγραμμα ακυρώνεται; Όχι. Το ΔΝΤ, παρά τον επιθετικό χαρακτήρα των εκθέσεών του που δημοσιοποιήθηκαν τις προηγούμενες μέρες, δεν έχει διατυπώσει δέσμευση ότι, εάν ψηφιστούν τα προληπτικά μέτρα, θα πάρει απόφαση συμμετοχής. Τουλάχιστον όχι χωρίς τον δεύτερο βασικό όρο, την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, έστω και στην εκδοχή των υπεσχημένων –αλλά για μετά το 2018– μεσοπρόθεσμων μέτρων. Άρα, το ερώτημα είναι αν αυτά τα περίφημα μεσοπρόθεσμα μέτρα έχουν μπει στο τραπέζι του παζαριού. Επισήμως ο Ντάισελμπλουμ το απέκλεισε.
Ένας εκβιασμός και μια προσδοκία
Ακόμη και στην περίπτωση που το «παζάρι» διευκολύνει μια «τεχνική συμφωνία» στις 20 Φεβρουαρίου, με στόχο οριστική απόφαση του Eurogroup τον Μάρτιο, το επόμενο ερώτημα είναι εάν αυτό είναι πολιτικά διαχειρίσιμο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η καινούργια γραμμή άμυνας της κυβέρνησης περιλαμβάνει έναν εκβιασμό και μια προσδοκία. Ο εκβιασμός διατυπώθηκε τελευταία και από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη (σε ομιλία του στο Λονδίνο), που υποστήριξε ότι αν δεν κλείσει η αξιολόγηση το τέταρτο μνημόνιο είναι αναπόφευκτο. Βεβαίως, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι περισσότερο θα προέβλεπε ένα τέταρτο μνημόνιο από τα πρόσθετα μέτρα που καλείται να νομοθετήσει τώρα η κυβέρνηση.
Η προσδοκία –σαφώς υπερεκτιμημένη– είναι η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η κυβέρνηση, και δια του πρωθυπουργού, έχει διαμηνύσει ότι οποιαδήποτε «λύση» στο αδιέξοδο πρέπει να οδηγεί οπωσδήποτε στο QE. Ο Ντράγκι κατέστησε σαφές πριν μερικές μέρες ότι για την ένταξη της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ πρέπει να έχει κλείσει η αξιολόγηση και να μπορεί η Φρανκφούρτη να εκτιμήσει «ανεξάρτητα» τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, συνυπολογίζοντας την επίπτωση των βραχυπρόθεσμων, αλλά και των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης. Θα διευκολύνει, άραγε, ο ESM στο πεδίο αυτό τόσο την ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ, στο πλαίσιο της εν εξελίξει «πολιτικής διαπραγμάτευσης»; Δεν είναι σαφές. Αλλά είναι προϋπόθεση για να πάρει οποιαδήποτε απόφαση η ΕΚΤ προς τα τέλη Απριλίου.
*Μέχρι την ώρα που γραφόταν αυτό το κείμενο δεν είχε γίνει γνωστό το αποτέλεσμα της συνάντησης στις Βρυξέλλες, για την οποία ήταν πιθανό να υπάρξει και ανακοίνωση.
Τα ραντεβού της Μέρκελ
Βεβαίως, το σημαντικότερο ζήτημα σ’ αυτό το αβέβαιο «παζάρι» είναι ότι εξελίσσεται με φόντο την ολική επαναφορά του Grexit, όχι μόνο στα σενάρια των αναλυτών, αλλά και στις επίσημες τοποθετήσεις του Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επέλεξε ν’ απαντήσει στο ΔΝΤ για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο: κούρεμα χρέους γίνεται μόνο με προϋπόθεση την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Προς το παρόν τη σχετική συζήτηση την «πάγωσε» η ίδια η Μέρκελ η οποία, αναιρώντας εν μέρει τη διακήρυξή της υπέρ μιας «Ε.Ε. πολλών ταχυτήτων», δήλωσε ότι η Ευρωζώνη είναι αδιάσπαστη και με κοινούς κανόνες για όλους. Η τοποθέτησή της ερμηνεύτηκε ως έμμεση αποδοκιμασία των σεναρίων Grexit, αλλά και των συστηματικών επιθέσεων του Β. Σόιμπλε κατά της ηγεσίας της ΕΚΤ, πράγμα που συμβολικά υπογραμμίστηκε και με τη συνάντηση Μέρκελ – Ντράγκι στο Βερολίνο. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή ίσως είναι βιαστική και πρόχειρη. Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμήσει κανείς για να αποκρυπτογραφήσει την τακτική της γερμανικής ηγεσίας, στο ελληνικό και άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, ενώ η φημολογούμενη συνάντηση Τσακαλώτου με Μέρκελ και Σόιμπλε διαψεύστηκε, η συνάντηση της καγκελαρίου με τον αρχηγό της ΝΔ Κυρ. Μητσοτάκη είναι προγραμματισμένη για τη Δευτέρα. Θα είναι εθιμοτυπική ή ουσίας; Από το περιεχόμενό της, πάντως, είναι πιθανό να μάθουμε αν η γερμανική ηγεσία, η οποία στα τέλη του 2014 με θεαματική ευκολία εγκατέλειψε στην τύχη της την κυβέρνηση Σαμαρά, είναι διατεθειμένη να κάνει το ίδιο με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, ευνοώντας μια εκλογική διέξοδο υπέρ της ΝΔ. Αν ισχύει αυτό, φυσικά, η αξιολόγηση και ο επιχειρούμενος συμβιβασμός για να κλείσει δεν θα έχουν καλή τύχη.