Οι άνθρωποι του πνεύματος αναζητούν σε κάθε εποχή το μέτρο. Όμως, το μέτρο δεν έχει σχέση με την μετριότητα, αλλά με την άριστη ποιότητα. Του π. Βασιλείου Καλλιακμάνη
Χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη φιλοσοφία, την τέχνη και τις επιστήμες. Εδώ ενδιαφέρει περισσότερο η φιλοσοφική και θεολογική διάσταση του θέματος, που μπορεί να επηρεάσει την πολιτική σκέψη και ευρύτερα την κοινωνία.
Ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα, όχι με τη μαθηματική έννοια του όρου –δηλαδή, το μισό του 100 είναι το 50–, αλλά την πρακτική φιλοσοφία. Μεσότητα ως ισορροπία ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Λ.χ. η αλαζονεία και η μικροπρέπεια ως ακρότητες είναι κακίες, ενώ η μετριοφροσύνη είναι μεσότητα-αρετή. Ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία βρίσκεται το θάρρος και η ανδρεία. Ανάμεσα στην παρόρμηση και την αδράνεια βρίσκεται η σύνεση.
Η μεσότητα υιοθετείται από την εκκλησιαστική παράδοση ως αρετή και τελειότητα. Γράφει Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ανάμεσα στις κακίες βρίσκεται η αρετή, όπως το τριαντάφυλλο ανάμεσα στ’ αγκάθια». Ο Μ. Βασίλειος ακολουθώντας την αριστοτελική σκέψη διδάσκει: «Η μεσότης και η συμμετρία είναι αρετή· οι υπερβολές και ελλείψεις καταντούν αμετρία και αίσχος». Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος που θεωρούνταν «ακραίος», υπολόγιζε πάντοτε χωρίς «ίδιον όφελος». Απέβλεπε στη σωτηρία ακόμη και των διωκτών του, διακρινόμενος από υπερβολή αγάπης και έλλειψη εκδικητικότητας!
Συναφής όρος στη Θεολογία και θεμελιώδης ποιμαντική αρχή είναι η διά¬κριση, η οποία ως διαυγής οφθαλμός της ψυχής συνδυάζει άριστα προσωπική και κοινωνική ευθύνη. Το ότι χάθηκε το μέτρο σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνεται εύκολα από τις ετήσιες εκθέσεις Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, όπου περιγράφονται τα δεινά της ανθρωπότητας. Και μπορεί στη χώρα μας να βιώνουμε έντονα την κρίση, αλλού όμως τα παιδιά πεθαίνουν από έλλειψη πόσιμου νερού, εμβολίων και γάλακτος!
Είναι επίσης εμφανέστατο ότι το μέτρο χάθηκε και σε εθνικό επίπεδο. Με τις ακρότητες στο δημόσιο βίο και την εύκολη αναπαραγωγή τους από τα λεγόμενα Μέσα Ενημέρωσης, όπου η είδηση γίνεται εμπόριο, είναι δύσκολο να επικρατήσει η κοινή λογική και το μέτρο. Αμετρία και ακρότητες παντού. Ακόμη και στον εκκλησιαστικό χώρο. Κι αυτό συμβαίνει διότι ο ακραίος λόγος διεγείρει το θυμικό του ανθρώπου και θέλει να εντυπωσιάσει. Προκαλεί πρόσκαιρο ενδιαφέρον και δημιουργεί οπαδούς. Δεν έχει ουσία και δεν λειτουργεί παιδευτικά αλλά ωφελιμιστικά και καταχρηστικά.
Όταν το 1842 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών όριζε την 30ή Ιανουαρίου ως Εορτή των Γραμμάτων, ήθελε προφανώς να αποτρέψει τις ακρότητες των νεότερων χρόνων. Διότι στη συνέχεια και κάτω από δυσχερείς ιστορικές συγκυρίες ο ελληνικός λαός βίωνε έναν ιδιότυπο πολιτιστικό διχασμό και αιωρούνταν ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τη βυζαντινή Ελλάδα.
Η άρχουσα τάξη και μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης θέλησαν, αν όχι να διαγράψουν, να υποβαθμίσουν τη βαθιά ριζωμένη στο λαό μας χριστιανική παράδοση από την παιδεία και να θεωρήσουν τους Νεοέλληνες ως κατευθείαν απόγονους των αρχαίων Ελλήνων, έτσι οδηγηθήκαμε σε πολλά από τα σημερινά αδιέξοδα. Άραγε, σε ποια σχολεία μαθήτευσαν όσοι επαγγέλλονται σήμερα τον νεοπαγανισμό, το δωδεκαθεϊσμό και την τυφλή βία; Σε ποια σχολεία διδάχτηκαν Ιστορία όσοι πρεσβεύουν το νεο-μηδενισμό και απαξιώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο; Μήπως τελικά χρειάζεται να αναστοχασθούμε το μήνυμα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για να βρούμε το μέτρο;