Τον Μίνω Ευσταθιάδη τον γνώρισα πριν λίγο καιρό στο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας στη Σάμο, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Σάμου, όπου συνομίλησε με την Έλενα Χουσνή για το νέο του βιβλίο «Τα σχέδια του χάους» (εκδόσεις Ίκαρος).

Η πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μου κέντρισε την περιέργεια και έσπευσα να προμηθευτώ τα τελευταία τρία του βιβλία – τα προηγούμενα είναι «Ο δύτης» και το «Κβάντι» που κυκλοφορούν επίσης από τον «Ίκαρο». Ανακάλυψα έτσι έναν πολύ ξεχωριστό συγγραφέα, έξω από τα συνηθισμένα.

Ο ήρωάς του, ο Κρις Πάπας είναι από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες ντετέκτιβ, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ελληνική, αλλά και την ξένη αστυνομική λογοτεχνία.

Η πλοκή είναι περίτεχνη, χωρίς αν ακολουθεί τον συρμό, και γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές που δεν γίνονται για να εντυπωσιάσουν τον αναγνώστη, αλλά δένουν αρμονικά με το θέμα που επιλέγει κάθε φορά ο συγγραφέας να καταπιαστεί.

Ο «Δύτης» μάς οδηγεί πίσω στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, αλλά τα όσα διαδραματίστηκαν τότε αφήνουν βαριά τα χνάρια τους και στο σήμερα. Στο «Κβάντι» –κβάντι είναι μια διάλεκτος της Αφρικής που χάθηκε– μας μεταφέρει στην Αφρική και καταφέρνει να μας δώσει την ατμόσφαιρά της με πραγματικά ξεχωριστό τρόπο, άλλωστε έχει βιώσει κι ο ίδιος καταστάσεις μακριά από τις «τουριστικές» διαδρομές.

Στα «Σχέδια του χάους» – ξεκινά σχεδόν σαν οικολογικό μυθιστόρημα για να γίνει πολλά μυθιστορήματα στη συνέχεια. Οι επιρροές από τον Κουροσάβα δεν είναι μόνο εμφανείς, αλλά δηλώνονται ευθέως και από τον τίτλο του πρώτου μέρους: Ikiru (ο ιαπωνικός τίτλος της ταινίας που στα ελληνικά γνωρίζουμε ως «Ο καταδικασμένος» –1952). Μου θύμισε και το «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου.

Η πραγματικότητα που μας μεταφέρεται ως παζλ αποδεικνύεται παραπλανητική. Μέχρι το τέλος δεν μπορούμε να συλλάβουμε τι ακριβώς έχει συμβεί και ως αναγνώστες παρασυρόμαστε να βγάλουμε αυθαίρετα συμπεράσματα…

Μπορείς να μας παρουσιάσεις ένα βιογραφικό του ήρωά σου, του Κρις Πάπας; Ποια δικά σου χαρακτηριστικά έχει; Γιατί διάλεξες να έχει δύο πατρίδες – τη Γερμανία και την Ελλάδα;

Ο Κρις Πάπας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αίγιο, πέρασε για λίγο από τα γερμανικά πανεπιστήμια μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι είναι άνθρωπος της δράσης. Του αρέσει να διαβάζει ποίηση στη Μπέτι-Μπλου (τη σκυλίτσα του) και να βλέπει παλιές ταινίες. Κάνει συχνά τσουλήθρα και βόλτες δίπλα στη θάλασσα.

Μοιράζομαι πολλά μαζί του, όπως την αχαλίνωτη περιέργεια και την πίστη πως το χιούμορ είναι ένα πυρηνικό όπλο.

Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που φεύγουν –είτε εξ ανάγκης είτε από επιλογή– από τον τόπο τους. Όσοι δεν έχουν μόνο μία πατρίδα, κι ακόμα περισσότερο όσοι δεν έχουν καμία. Θέλω να πλησιάσω εκείνους που βγαίνουν έξω από το περίφημο comfort zone. Όλοι αισθανόμαστε πιο δυνατοί και σίγουροι εντός ενός ορισμένου τοπικού/κοινωνικού κύκλου. Τι γίνεται όμως όταν χαθούν οι προστατευτικές γραμμές;

Γράφεις στα «Σχέδια του χάους» ότι οι «πραγματικές ιστορίες, από τη στιγμή που θα γραφτούν, μετατρέπονται σε φανταστικές. Και φυσικά το αντίστροφο». Στη δική σου μυθοπλασία ποια θέση έχει η πραγματικότητα;

Η πραγματικότητα και η φαντασία αποτελούν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι – τουλάχιστον στη μυθοπλασία. Ούτως ή άλλως, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους συνεχώς μεταβάλλεται. Για παράδειγμα: έχεις μια τρελή ιδέα (για μια μελωδία, ένα βιβλίο, ένα application κ.λπ.), τη δοκιμάζεις, αρχίζει να λειτουργεί και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι έχεις περάσει σε μια άλλη κατάσταση. Αυτό που πριν από λίγο ήταν καθαρή φαντασία, σου έχει αλλάξει πλέον τη ζωή.

«Αποφεύγω τα ηθικοπλαστικά μηνύματα και τις ανθρωπιστικές παραινέσεις εκ του ασφαλούς, δηλαδή από τον καναπέ»

Ο «Δύτης» φέρνει τον ήρωά σου στο Αίγιο, όπου και τελικά εγκαθίσταται. Υπάρχει χώρος για έναν ντετέκτιβ στο Αίγιο;

Στο Αίγιο δεν υπάρχουν ντετέκτιβ και έτσι αποφάσισα να «φέρω» έναν. Γενικά μιλώντας, είναι ένα επάγγελμα που φθίνει, κάτι σαν τους παλιότερους λούστρους ή τους πεταλωτές. Δεν φλερτάρω με τα κατάλοιπα κάποιου ρομαντισμού, αλλά προσπαθώ να καταγράψω τα σημάδια ενός κόσμου που αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα πια.

Ποιος θέλει σήμερα να κυνηγήσει την αλήθεια; Για παράδειγμα: οι ντετέκτιβ και οι δημοσιογράφοι αυτό (υποτίθεται ότι) έκαναν, ο καθένας τους σε διαφορετικό βέβαια επίπεδο. Τώρα προσφέρονται αφειδώς τόσες εικονικές πραγματικότητες και ο καθένας μπορεί να διαλέξει αυτή που του ταιριάζει καλύτερα. Ακόμα κι αν πιστεύεις ότι η γη είναι κούφια και μέσα της κυκλοφορούν ανθρωπάκια, θα βρεις αρκετούς φανατικούς συνοδοιπόρους.

Κάποιοι προσπαθούν, ακόμα και σήμερα, να σταθούν στο ύψος της αλήθειας, να φέρουν ανταποκρίσεις από τα φλεγόμενα σημεία. Ο αγώνας φαίνεται όμως ήδη χαμένος, καθώς η εικόνα καταπίνει τα πάντα. Και φαίνεται τόσο εύκολο πια να διαμορφώσεις την εικόνα όπως ακριβώς σε βολεύει.

Ειδικά στο «Κβάντι» δείχνεις μια ιδιαίτερη γνώση της Αφρικής. Τι σημαίνει αυτή η –εν πολλοίς άγνωστη– ήπειρος για σένα;

Δεν ξέρω αν μπορεί ο οποιοσδήποτε να ισχυριστεί ότι έχει μια ιδιαίτερη γνώση της Αφρικής. Ας πούμε ότι έχω «πάρει μια μικρή μυρωδιά», γιατί νομίζω ότι το πρώτο πράγμα που σε χτυπάει σ’ αυτή την ήπειρο είναι οι ιδιαίτερες οσμές της.

Αποφεύγω τα ηθικοπλαστικά μηνύματα και τις ανθρωπιστικές παραινέσεις εκ του ασφαλούς, δηλαδή από τον καναπέ. Η ζημιά όμως που έχουμε προκαλέσει –και συνεχίζουμε να προκαλούμε– στην Αφρική είναι αδιανόητη. Σ’ αυτό το πάρτι της καταστροφής συμμετέχει βέβαια και ένας συρφετός από ντόπιους παράγοντες: έκπτωτους (και μη) βασιλιάδες, ατσαλένιους μονάρχες, διεφθαρμένους φυλάρχους, οργανωμένες μαφίες και νταβατζήδες κάθε είδους. Η Αφρική, εδώ και 2-3 αιώνες, παραμένει το πολυτιμότερο και φτηνότερο ρεζερβουάρ του δυτικού κόσμου: από εκεί αντλούμε το μεγαλύτερο μέρος του ορυκτού (και όχι μόνο) πλούτου που χρειαζόμαστε για να απολαμβάνουμε τις καθημερινές μας ανέσεις: ενέργεια, κατασκευαστικά υλικά, προϊόντα τεχνολογίας κ.λπ. Ταυτόχρονα είναι και το απόλυτο αποχωρητήριο: εκεί πετιούνται και θάβονται πλέον σχεδόν όλα τα χημικά και ραδιενεργά απόβλητα.

Τα βιβλία σου έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό. Πώς μπορεί η ελληνική λογοτεχνία να βρει μια καλύτερη θέση διεθνώς;

Πρόκειται, προφανώς, για ένα πολυπαραγοντικό θέμα. Τα ελληνικά είναι μια «μικρή γλώσσα» και, ως τέτοια, αντιμετωπίζουν πολλαπλά εμπόδια. Πώς να διαβάσουν και κυρίως να αξιολογήσουν οι ξένοι εκδότες ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά; Είναι δυνατόν ο οποιοσδήποτε εκδότης να διαθέτει επαγγελματίες αναγνώστες υψηλού επιπέδου που μιλούν εκατοντάδες διαφορετικές γλώσσες;

Σίγουρα θα βοηθούσε αν υπήρχε μια οργανωμένη κρατική πολιτική προώθησης στο εξωτερικό. Οι Σκανδιναβοί, για παράδειγμα, έχουν επενδύσει σοβαρά χρηματικά ποσά για τη μετάφραση, διαφήμιση και «εξαγωγή» των βιβλίων τους.

Να μην τα ρίχνουμε όμως όλα στους εκδότες και στο κράτος. Υπάρχουν και οι συγγραφείς, δηλαδή εμείς οι ίδιοι. Συχνά πέφτουμε σε μια ομφαλοσκόπηση – λες και προσπαθούμε να χωνέψουμε (με τεράστια καθυστέρηση) ρεύματα και τεχνικές, που στον υπόλοιπο κόσμο θεωρούνται ξεπερασμένες εδώ και δεκαετίες. Έχεις να πεις μια ιστορία; Ε πες την! Βρες τον τρόπο να συγκινήσεις τον αναγνώστη. Δεν χρειάζεται να μάθουμε τα εσώψυχα του συγγραφέα, το πονεμένο του παρελθόν και την αγάπη του για τον εσωτερικό μονόλογο του Τζόις.

Υπάρχουν όμως και καλά νέα: τα τελευταία χρόνια μεταφράζονται όλο και περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς. Προσκαλούνται σε διεθνή φεστιβάλ, κερδίζουν βραβεία σε διάφορες χώρες και διαβάζονται με ενθουσιασμό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!