Για την αστυνομική παραλογοτεχνία. Γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης.
Δεν πάνε πολλοί μήνες αφότου σχολιαστής καλός και ενημερωμένος του Τύπου, εγκωμιάζοντας την αστυνομική λεγόμενη λογοτεχνία, εξηγούσε τους λόγους που, κατά τη γνώμη του, «ακυρώνουν εξαρχής οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής σε μία, ούτως ή άλλως παρωχημένη, συζήτηση περί «παραλογοτεχνίας»». Και συνέχιζε με επιχειρήματα ικανά, όπως έγραφε, «για να πείσει κανείς και τον πλέον δύσπιστο περί του αντιθέτου».
Τώρα, διαλέξτε. Είτε κάθε συζήτηση περί «παραλογοτεχνίας» είναι πλέον αδύνατη, οπότε ματαιοπονούμε όσοι από μας τυχαίνει να πιστεύουμε ότι η παραλογοτεχνία ζει και βασιλεύει και, μάλιστα, κοντεύει να καταπιεί συγκόκαλη τη σοβαρή λογοτεχνία. Είτε πέρα απ’ τους πλέον δύσπιστους υπάρχουν και οι πεισματικά αμετάπειστοι που ό,τι και να τους πει κανείς χάνει τα λόγια του. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια συζήτηση στην Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει και πολύ μέλλον. Θα συμφωνήσω, πάντως, ότι είναι στις μέρες μας παρωχημένη. Ο Νίτσε θα την έλεγε, πιο κομψά, «παλιομοδίτικη». Μήπως όμως, όπως πίστευε ο Νίτσε, όλα τα ουσιώδη ερωτήματα είναι εντέλει τέτοια;
Στα μάτια μου, τα αστυνομικά αφηγήματα όχι απλώς ανήκουν αυτονοήτως στην παραλογοτεχνία, είναι ο ορισμός της. Για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ό,τι θα ονόμαζα υπερβάλλουσα τυποποίηση. Ο αναγνώστης που έχει τριφτεί με κάμποσα δείγματα του είδους και δεν συγχέει την ανακούφιση που προξενεί ο εθισμός, με την καθαυτό λογοτεχνική τέρψη, είναι σαν να ’χει διαβάσει κι όλα τα υπόλοιπα. Σε αντίθεση με τον σοβαρό συγγραφέα που επιδιώκει πάντα να εξατομικεύσει τους ήρωές του, να τους προσδώσει την εντελώς δική τους απαραγνώριστη φυσιογνωμία, ο αστυνομικός συγγραφέας πορεύεται ανάστροφα. Κρύβει τις άπειρες αποχρώσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας πίσω από κλισέ.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την εικόνα του κόσμου που η αστυνομική λογοτεχνία μάς παρουσιάζει, με τον τρόπο που κατανοεί τον εαυτό της και τα πράγματα γύρω της. Απ’ ευθείας απόγονοι του θετικισμού και επιστημονισμού του 19ου αιώνα, οι συνεχιστές του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ δεν απαλλάχθηκαν ποτέ, στην ουσία, απ’ τα κουσούρια του: την πίστη ότι οι άνθρωποι και οι πράξεις τους είναι εργαλεία, την ανεξέταστη εμμονή στη «μέθοδο», τη λατρεία για τα «φαιά κύτταρα» του εγκεφάλου.
Last but not least, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι εμπορικό κατασκεύασμα, πραγματικό προϊόν. Φτιαγμένο στο φασόν, βολεύει τους πάντες: εκδότες, συγγραφείς, διαφημιστές.
Όπως οι γρίφοι ή τα σταυρόλεξα παράγει μαζικά οπαδούς της ρηχής διασκέδασης, της κόπιας, της μηχανικής πλοκής. Και όλους αυτούς, από αναγνώστες, τους κάνει εντέλει «φαν». Πάει να πει, τους κάνει καταναλωτές πιστούς.
Τώρα, διαλέξτε. Είτε κάθε συζήτηση περί «παραλογοτεχνίας» είναι πλέον αδύνατη, οπότε ματαιοπονούμε όσοι από μας τυχαίνει να πιστεύουμε ότι η παραλογοτεχνία ζει και βασιλεύει και, μάλιστα, κοντεύει να καταπιεί συγκόκαλη τη σοβαρή λογοτεχνία. Είτε πέρα απ’ τους πλέον δύσπιστους υπάρχουν και οι πεισματικά αμετάπειστοι που ό,τι και να τους πει κανείς χάνει τα λόγια του. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια συζήτηση στην Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει και πολύ μέλλον. Θα συμφωνήσω, πάντως, ότι είναι στις μέρες μας παρωχημένη. Ο Νίτσε θα την έλεγε, πιο κομψά, «παλιομοδίτικη». Μήπως όμως, όπως πίστευε ο Νίτσε, όλα τα ουσιώδη ερωτήματα είναι εντέλει τέτοια;
Στα μάτια μου, τα αστυνομικά αφηγήματα όχι απλώς ανήκουν αυτονοήτως στην παραλογοτεχνία, είναι ο ορισμός της. Για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ό,τι θα ονόμαζα υπερβάλλουσα τυποποίηση. Ο αναγνώστης που έχει τριφτεί με κάμποσα δείγματα του είδους και δεν συγχέει την ανακούφιση που προξενεί ο εθισμός, με την καθαυτό λογοτεχνική τέρψη, είναι σαν να ’χει διαβάσει κι όλα τα υπόλοιπα. Σε αντίθεση με τον σοβαρό συγγραφέα που επιδιώκει πάντα να εξατομικεύσει τους ήρωές του, να τους προσδώσει την εντελώς δική τους απαραγνώριστη φυσιογνωμία, ο αστυνομικός συγγραφέας πορεύεται ανάστροφα. Κρύβει τις άπειρες αποχρώσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας πίσω από κλισέ.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την εικόνα του κόσμου που η αστυνομική λογοτεχνία μάς παρουσιάζει, με τον τρόπο που κατανοεί τον εαυτό της και τα πράγματα γύρω της. Απ’ ευθείας απόγονοι του θετικισμού και επιστημονισμού του 19ου αιώνα, οι συνεχιστές του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ δεν απαλλάχθηκαν ποτέ, στην ουσία, απ’ τα κουσούρια του: την πίστη ότι οι άνθρωποι και οι πράξεις τους είναι εργαλεία, την ανεξέταστη εμμονή στη «μέθοδο», τη λατρεία για τα «φαιά κύτταρα» του εγκεφάλου.
Last but not least, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι εμπορικό κατασκεύασμα, πραγματικό προϊόν. Φτιαγμένο στο φασόν, βολεύει τους πάντες: εκδότες, συγγραφείς, διαφημιστές.
Όπως οι γρίφοι ή τα σταυρόλεξα παράγει μαζικά οπαδούς της ρηχής διασκέδασης, της κόπιας, της μηχανικής πλοκής. Και όλους αυτούς, από αναγνώστες, τους κάνει εντέλει «φαν». Πάει να πει, τους κάνει καταναλωτές πιστούς.
Σχόλια