Της Τζίνας Πολίτη *.

Η ευφυέστατη, επικοινωνιακή καραμέλα περί της «επάρατης» Δεξιάς που εισήγαγε στη μεταπολιτευτική κονίστρα ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου, προκειμένου να υφαρπάξει τις ψήφους της τραυματισμένης κομμουνιστικής ψυχής, εξακολούθησε να πιπιλίζεται διαχρονικά από το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και στις μέρες μας.

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι την εποχή που υιοθετήθηκε η επικοινωνιακή αυτή στρατηγική, η «επάρατος» Δεξιά είχε μεταλλαχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αείμνηστος Κ. Καραμανλής να έχει αναγνωρίσει ως κοινοβουλευτικό κόμμα το ΚΚΕ, να έχει βγάλει την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, να έχει θέσει σε δημοψήφισμα το θεσμό της Βασιλείας και να έχει κρατικοποιήσει την Τράπεζα Ανδρεάδη. Κινήσεις, οι οποίες είχαν τόσο θορυβήσει τη μεγαλοαστική τάξη, ώστε έφτασε στο σημείο να αποκαλεί τον Καραμανλή «κομμουνιστή» και να εξάγει έντρομη τα χρήματά της στις ελβετικές τράπεζες, όπου και παραμένουν ακόμα!
Η επικοινωνιακή αυτή στρατηγική του ΠΑΣΟΚ εξυπηρετούσε ποικίλους στόχους: πρώτα και κύρια άλωνε τις δυνάμεις της Αριστεράς, δεύτερο, διατηρούσε άσβεστη τη φλόγα του δικομματισμού, τρίτο, συγκάλυπτε τη διαπλοκή του ΠΑΣΟΚ με τα συμφέροντα του κεφαλαίου, τέταρτο, διευκόλυνε την άλωση του κράτους με τους αθρόους διορισμούς «προοδευτικών» πρασινοφρουρών στο Δημόσιο.
Η μικροαστική τάξη σαγηνεύτηκε και εύκολα αντικατέστησε στο πρόσωπο του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου εκείνο του «λαϊκού» ηγέτη «Ανδρέα» – μετάθεση η οποία την απάλλασσε επιπλέον και από τη φιλοχουντική ρετσινιά. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στο πολιτισμικό επίπεδο το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν έκανε απολύτως τίποτα για να ξεριζώσει ή, τουλάχιστον, να μετριάσει την πολιτισμική καρακατσουλιά που μας κληροδότησε η επταετής χούντα, αλλά αντίθετα υπέθαλψε με κάθε δυνατό λαϊκίστικο μέσο την αλαζονεία της!
Κι έτσι φτάνουμε στο «σήμερα». Όπως είναι σε όλους μας γνωστό, η βασική μετάλλαξη που χαρακτήρισε τα αντίπαλα κόμματα εξουσίας στην Ευρώπη, μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, ήταν ότι και τα δύο ενστερνίστηκαν και εφάρμοσαν, ανεπιφύλακτα, το δόγμα της «ελεύθερης αγοράς», το οποίο προϋπέθετε τη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και την κατάργηση όλων των εργατικών δικαιωμάτων που είχαν κερδηθεί μέσα στα χρόνια με αιματηρούς αγώνες.
Προκειμένου, ωστόσο, να διατηρηθεί ζωντανό το κοινοβουλευτικό παιχνίδι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και να μη χάσει κάθε αξία η έννοια της «ψήφου» (μήπως το επόμενο στάδιο στους χαλεπούς καιρούς μας θα είναι και η κατάργηση αυτού του δικαιώματος;), τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να πρέπει να εφεύρουν εκ νέου τις «διαφορές» τους από τα δεξιά κόμματα, τον «τρίτο» ή, ακόμα, τον «τέταρτο» δικό τους δρόμο! Ωστόσο, καθώς οι «διαφορές» δεν μπορούσαν πλέον να εντοπιστούν στο επίπεδο του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, επιστρατεύτηκε από τη λεγόμενη σοσιαλδημοκρατία ο λόγος της «Ηθικής». Οι «θετικοί» όροι που μπήκαν σ’ αυτό το ιδεολογικό παιχνίδι πολιτικού ανταγωνισμού ήταν: «δικαιοσύνη», «αξιοκρατία», «κάθαρση», «διαφάνεια», «φιλανθρωπία». Οι αρνητικοί: «αδικοκρισία», «διαφθορά», «συγκάλυψη», «διαπλοκή», «αναλγησία».
Με βάση, λοιπόν, αυτή την «ηθικοποίηση» της πολιτικής, είναι, νομίζω, πρόδηλο ότι ο βαθύτερος στόχος των εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών που στήνονται, κατ’ εξακολούθηση, στις μέρες μας, δεν είναι η «κάθαρση» αυτή καθαυτή και η τιμωρία των «ενόχων», αλλά η εναγώνια προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να επινοήσει, με βάση τον κώδικα της «ηθικής», τη διαφορετικότητά του από τη Ν.Δ. κι έτσι να συγκαλύψει, από τους ψηφοφόρους του, την ομοιότητα των πολιτικών ταυτοτήτων τους! Το πρόβλημα, ωστόσο, εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι πολίτες έχουν πλέον αρχίσει να υποψιάζονται ότι η «διαφθορά» και η «διαπλοκή» δεν αφορούν ούτε το δικό τους αμοραλισμό («μαζί τα φάγαμε»), ούτε στην αδιαμφισβήτητη παρακμή του πολιτικού μας συστήματος, αλλά στο ότι τα φαινόμενα αυτά είναι σύμφυτα με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα!
Θα ήταν, πιστεύω, μεγάλη προσφορά αν κάποιο αριστερό κόμμα αναλάμβανε τη μετάφραση και δωρεάν διανομή στους εργαζόμενους του πονήματος: Ο Μύθος των Μελισσών του Β. Mandeville, που γράφτηκε το 1705, δηλαδή, στην εποχή του πρώιμου καπιταλισμού. Εκεί, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι μια ενάρετη κοινωνία, νομοτελειακά, οδηγείται στην απάθεια και το μαρασμό, αφού οι «αρετές» είναι καταστροφικές για την πρόοδο και την άνθηση των εμπορικών και χρηματικών υποθέσεων του κράτους. Αντίθετα, η ανηθικότητα και οι εγωιστικές πράξεις είναι αυτές που βοηθούν την εφευρετικότητα, την κυκλοφορία του κεφαλαίου και τον πλουτισμό της κοινωνίας… Η κοινωνική πρόοδος και ευμάρεια, βασίζεται κατά τον Μάντεβιλ στο εξής αξίωμα: «Οι ιδιωτικές κακίες είναι τα δημόσια αγαθά». Όσοι πολιτικοί διατείνονται ότι προάγουν την «αρετή», είτε αναπαράγουν ένα μύθευμα είτε ελέγχονται ως υποκριτές.
Εν κατακλείδι, αφήνουμε στην κρίση των αναγνωστών να αποφασίσουν ποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας διακρίνεται ως προς τον βαθμό ειλικρίνειας που κατέχει σχετικά με την ανάλγητη, νεοφιλελεύθερη, οικονομικοκοινωνική πολιτική που πρεσβεύει και ποιο για τα ασύστολα ψεύδη του, αμοραλιστική ιδιότητα η οποία, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία του Μάντεβιλ, ίσως εξηγεί και τη μακρόχρονη παραμονή του στην εξουσία!
Όμως, «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα». Η 7η Νοεμβρίου είναι η μέρα αυτή! Στην ψήφο του Λαού εναπόκειται να πέσει η μάσκα και να φανεί το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης αυτής, που λεηλατεί τα φτωχά εισοδήματα των εργαζομένων και τα παραδίδει ως λάφυρα στις τράπεζες και τα μεγάλα συμφέροντα.
Σε ό,τι αφορά την Αριστερά, αν δεν αποβάλλει το μικροαστικό συντηρητισμό με τον οποίο τη μπόλιασε το ΠΑΣΟΚ, αν δεν συνειδητοποιήσει ότι από τα κομματικά γραφεία δεν πρόκειται ποτέ να συναντηθεί με το ανατρεπτικό, συλλογικό υποκείμενο, το οποίο προϋποθέτει και επιτάσσει η θεωρία της, τότε, καλύτερα «να πάει στο σπίτι της» κι εκεί να περιμένει! Η εργατική τάξη κάποτε θα ανασυνταχθεί και θα διεκδικήσει και πάλι τα δίκια της. Άλλωστε, ιστορικά, έτσι πήγε το πράγμα: ανάδυση της εργατικής, ταξικής συνείδησης, αυτο-οργάνωση και ακούραστοι, ματωμένοι αγώνες, υπολογίσιμος εχθρός στην πολιτική και κοινωνική κονίστρα. Τα κόμματα εκπροσώπησής της ακολουθούν, συμπαραστέκονται, συμπορεύονται. Θα αναλάβουμε κάποτε τις πραγματικές ευθύνες μας;

* H Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!