Και ενώ διαρκώς παγιώνεται η ονλάιν διεξαγωγή των κινηματογραφικών φεστιβάλ, παρά τα ανοιχτά ζητήματα που έχουν προκύψει, καθώς παρακάμπτονται οι κινηματογραφικές αίθουσες, αυτή την εβδομάδα, όσοι έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο μπορούν να παρακολουθήσουν με απλή εγγραφή, ονλάιν και δωρεάν, το 14ο Docfest Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας (24-29/11/2020), το 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού κινηματογράφου (25/11-4/12/2020) και το 11ο Ethnofest φεστιβάλ εθνογραφικού ντοκιμαντέρ (26/11-6/12/2020).
Σήμερα ξεκινά και το 23ο Φεστιβάλ Ολυμπίας ταινιών για παιδιά και νέους (28/11-5/12/2020), επίσης ονλάιν, με δωρεάν θέαση μετά από απλή εγγραφή, ενώ κάθε ταινία που επιλέγετε παραμένει διαθέσιμη για 30 ώρες.
Ξεχωρίσαμε τρεις εξαιρετικές ταινίες του Διαγωνιστικού Προγράμματος.
Στην αναθεωρημένη και προσαρμοσμένη στα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα «Αντιγόνη», της γαλλόφωνης Καναδής Σοφί Ντεράσπ, την ηρωίδα υποδύεται μια αέρινη 16χρονη Αλγερινή, που μετά τη δολοφονία των γονιών της στην Καμπυλία, μια φτωχική βερβερική επαρχία, μετανάστευσε στον Καναδά, με τη γιαγιά και τα αδέρφια της, στα πολυτάραχα αραβόφωνα προάστια-γκέτο του Κεμπέκ. Εκεί, πυροβολείται θανάσιμα από αστυνομικό ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Ετεοκλής, ενώ συλλαμβάνεται ο μικρότερος, ο Πολυνείκης. Και ενώ ξεκινούν συμπλοκές, η Αντιγόνη βρίσκεται η ίδια στη φυλακή, μεταμφιεσμένη σε Πολυνείκη. Αντιμετωπίζοντας 5ετή κάθειρξη για συμμετοχή στην απόδρασή του, δηλώνει ένοχη στο δικαστήριο και γεμάτη πάθος, βγάζει πύρινους λόγους ανυπακοής για αντίσταση. Ως ένδειξη αγάπης και συμπαράστασης, το αγόρι της ο Αίμονας ζωγραφίζει το πρόσωπό της με κόκκινη μπογιά, σε αφίσα με το σλόγκαν «η καρδιά μου, μου λέει», που γίνεται σύμβολο αντίστασης απέναντι σε κάθε θεσμοθετημένη εξουσία, με πλήθη νεαρών να σπεύδουν να φωτογραφηθούν μπροστά από την αφίσα.
Παρουσιάζοντας στυλιστικές συγγένειες τόσο με το μύθο της ετοιμοπόλεμης έφηβης Ζαν ντ’ Αρκ, όσο και με την κινηματογράφηση του προσώπου της σε σειρά κοντινών σύμφωνα με «Τα πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ» (1928/Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ), η σύγχρονη κοντοκουρεμένη Αντιγόνη αναζητά τη δική της ταυτότητα. Δεν εγκαταλείπει τον ισλαμισμό, αναπόσπαστο στοιχείο της Αλγερινής της καταγωγής, ενώ υιοθετεί ανδρόγυνη εμφάνιση, υποστηρίζοντας την έμφυλη διάσταση ενός γνήσιου αντιεξουσιαστικού χαρακτήρα, που δεν χωράει σε κανένα καλούπι. Στο κέντρο κράτησης έφηβων κοριτσιών, η Αντιγόνη κερδίζει το σεβασμό, εμπνέοντας ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης, με σύνθημα «Ελευθερώστε την Αντιγόνη», που μπολιάζει μια μεταδοτική διάθεση εξέγερσης, εφιάλτη για κάθε εξουσία.
Βασισμένη στην «Αντιγόνη» του Μπέρτολτ Μπρέχτ (1947), η σκηνοθέτρια διατηρεί τις αρχαιοελληνικές ονομασίες των χαρακτήρων, από το «Θηβαϊκό κύκλο», που ενέπνευσαν τόσο τον Σοφοκλή, όσο και τον Αισχύλο, όπως η ηλικιωμένη τυφλή ψυχίατρος σε αντιστοιχία με τον μάντη Τειρεσία.
Χωρίς γραμμική αφήγηση, η έξυπνη χρήση φλασμπάκ λειτουργεί πότε ως πένθιμη ανάμνηση, συνοδεία ατονικών εγχόρδων ή πνευστών και πότε ως βιντεοκλίπ, με γρήγορο μοντάζ και ρυθμική χιπ χοπ, όπου εμβόλιμες εικόνες του αδικοχαμένου Ετεοκλή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπλέκονται με πλάνα της κηδείας του, ενώ η γενικευμένη οργή εκφράζεται με ταραχές στους δρόμους. Αντίστοιχα λειτουργει και η συμπαράσταση του Αίμονα, με την εικόνα της Αντιγόνης ως νεολαιίστικο εξεγερσιακό σύμβολο, αναμειγνύοντας γκράφιτι και χίπ χοπ στοιχεία της σύγχρονης νεανικής κουλτούρας των γκέτο και των μεταναστών στα προάστια των μεγαλουπόλεων, με τη διαχρονικότητα ενός τολμηρού χαρακτήρα που και εδώ επικαλείται τον ιδεαλισμό απέναντι στους όποιους ανθρώπινους νόμους, προτάσσοντας το ηθικό χρέος της αντίστασης, με όποιο τίμημα.
Η ταινία «Λουνάνα, ένα γιακ μες στην τάξη» του Πάβο Τσόνινινγκ Ντόρτζι, έρχεται απ’ το μακρινό βασίλειο του Μπουτάν, μεταξύ Θιβέτ και Ινδίας στα Ιμαλάια.
Ένας επιπόλαιος νεαρός δάσκαλος, ο Ουγκιέν, τραγουδάει με την κιθάρα του τα βράδια στα μπαρ αγγλόφωνες μπαλάντες, με μακρινό όνειρο να γίνει ροκ τραγουδιστής στην Αυστραλία. Το όνειρό του απομακρύνεται, όταν διορίζεται δάσκαλος στην ακριτική Λουνάνα, οικισμό χωρίς ηλεκτρικό, με διψήφιο αριθμό κατοίκων, σε υψόμετρο 4800 μ. στα υψίπεδα των Ιμαλαΐων, που αποκλείεται κάθε χειμώνα ως την άνοιξη. Στην πόλη Γκάσα, όπου φτάνει με λεωφορείο, τον υποδέχονται δύο βοσκοί γιακ -δασύτριχο βοοειδές των Ιμαλαΐων- για να συνεχίσουν ως τη Λουνάνα με τα πόδια, σε ένα ταξίδι έξι ημερών, μέσα από κακοτράχαλα ορεινά μονοπάτια. Αμάθητος ο Ουγκιέν παραπονιέται, ενώ περιφρονεί τα παραδοσιακά τραγούδια των βοσκών συνοδοιπόρων του, γύρω απ’ τη φωτιά, ακούγοντας ηλεκτρονική μουσική με ακουστικά. Αδιαφορώντας για την ομορφιά του τοπίου και τις δοξασίες που του εξιστορούν οι βοσκοί, προσπερνά τις συμβολικές προσφορές του κάθε ταξιδιώτη, στο επιβλητικό πέρασμα του Καρτσούνγκ Λα, σε υψόμετρο 5.240 μ. Δυο ώρες πριν τον προορισμό, τους προϋπαντούν οι χωρικοί, παραταγμένοι στο λόφο, για να τους συνοδεύσουν μέχρι το χωριό. Η θέα της εγκαταλελειμμένης, σκονισμένης τάξης δίχως πίνακα και το δωμάτιο που θα διαμείνει με εξωτερική τουαλέτα και παράθυρα δίχως τζάμια, καλυμμένα με χοντρό χαρτί, αποκαρδιώνουν τον νεαρό δάσκαλο, που δηλώνει πως επιθυμεί να φύγει, ενώ ενημερώνεται πως βοσκοί και γαϊδουράκια πρέπει να ξεκουραστούν κάποιες μέρες, πριν την επιστροφή. Σ’ αυτό το διάστημα, ο Ουγκιέν, με βοηθό του την αρχηγό της τάξης, την έξυπνη Πεμ Ζαμ, αλλάζει σιγά-σιγά στάση, βλέποντας το σεβασμό των κατοίκων, που τον ταΐζουν από το δικό τους υστέρημα και κυρίως, βλέποντας την αφοσίωση των μαθητών του, που διψούν για γνώση. «Θέλω να γίνω δάσκαλος, γιατί οι δάσκαλοι αγγίζουν το μέλλον» του λέει ένας μικρούλης, ανάμεσα στους εννιά μαθητές του. Καταλυτικός παράγοντας αυτής της μεταμόρφωσης και η καλλίφωνη βοσκοπούλα Σάλντον, που κάθε απόγευμα τραγουδάει ψηλά στο λόφο «Το τραγούδι των γιακ». Μαθαίνοντας να εκτιμάει παραδόσεις και συνήθειες της περιοχής, ο Ουγκιέν προσπαθεί να γίνει ο δάσκαλος που όλοι περιμένουν. Σε αντίστροφη πορεία από τον νεαρό δάσκαλο στην αριστουργηματική σοβιετική ταινία «Ο πρώτος Δάσκαλος» (1965/Αντρέι Κοντσαλόφσκι), ο Ουγκιέν συνειδητοποιεί το λειτούργημα του δασκάλου, παρά τις αντίξοες συνθήκες, ενώ συγκινείται από την αρμονική συνύπαρξη της κτηνοτροφικής αυτής κοινότητας με τη φύση.
Γνωστός από τα αξιόλογα ντοκιμαντέρ του, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος επανέρχεται στο μυθοπλαστικό σινεμά, με την νέα του νεανική ταινία «Ντάνιελ ’16».
Πρόκειται για την ιστορία ενός παραβατικού έφηβου με πανκ κούρεμα, του Ντάνιελ (Νικόλα Κίσκερ), που έχει δικαίωμα να εκτίσει εναλλακτικά την ολιγόμηνη ποινή του, δουλεύοντας σε ελληνική φάρμα, όπως προβλέπεται από άγνωστο για το ευρύ κοινό θεσμό του γερμανικού κράτους, επί ελληνικού εδάφους. Μονίμως οργισμένος, ο δυνατός και μεγαλόσωμος Ντάνιελ βρίσκεται το 2016 εγκλωβισμένος σε μια εγκαταλελειμμένη επαρχία, αίσθηση που ο σκηνοθέτης είχε αναπτύξει στην παλιότερη ταινία του «Ο γιος του φύλακα» (2006), σε μια παρηκμασμένη φάρμα στον Έβρο, που τη διαχειρίζονται ο Σταύρος (Βασίλης Κουκαλάνι), με την Γερμανίδα σύζυγό του Άννα (Μαρλένε Καμίνσκι), όπου φιλοξενείται και άλλο ένα μικρότερο αγόρι. Αποφασισμένος να γυρίσει με κάθε τρόπο στη Γερμανία, ο Ντάνιελ αναζητά σχέδιο διαφυγής, ώσπου γνωρίζει έναν μικρό Σύριο μετανάστη, που ο πατέρας του κανονίζει να περάσουν λαθραία στην Ευρώπη. Οι επικίνδυνες συναλλαγές με τον υπόκοσμο αλλάζουν τα δεδομένα, σε μια εποχή που πληθαίνουν οι ανώνυμοι νεκροί μετανάστες. Ο αρχικά σκληρόπετσος Ντάνιελ μαλακώνει στη θέα ενός αδέσποτου πεινασμένου σκύλου, ενώ αλλάζει ριζικά μόλις νιώσει υπεύθυνος για το αγόρι από τη Συρία.
Με βασικό σεναριακό εύρημα ιρανικής επιρροής την αγωνία του πρωταγωνιστή για τον σκύλο του, παρουσιάζεται ένας εκρηκτικός εφηβικός χαρακτήρας που θυμίζει και ταινίες ρουμάνικου ρεαλισμού, περιγράφοντας μια σκληρή ενηλικίωση σε δύσκολες συνθήκες. Μπλέκοντας αρμονικά το τραγικό αποκορύφωμα του υπαρκτού μεταναστευτικού ζητήματος, μόλις λίγα χρόνια πριν, ο σκηνοθέτης, μέσα από τα μάτια του δυναμικού Ντάνιελ, περιγράφει σε μικρότερες ηλικίες μια δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα, πλάι στο δυσβάσταχτο αίσθημα εγκλεισμού, ενώ μέσα από το συμβολισμό των γρήγορων και μεγαλόσωμων εμού, πτηνών που εκτρέφουν στη φάρμα, δημιουργεί και μια παραβολή για την ελευθερία και τη δύσκολη αφηρημένη έννοια των συνόρων, μεταφέροντας στο σήμερα τα αγγελοπουλικά διδάγματα από το «Μετέωρο βήμα του Πελαργού» (1991). Στο πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα, πέρα από όλες τις εξαιρετικές ερμηνείες, συμβάλλει και η πρωτότυπη μουσική κιθαριστικών ηχοχρωμάτων του Βαγγέλη Φάμπα, στενού συνεργάτη του σκηνοθέτη.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]