Ο δρόμος προς τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία. Του Μάικλ Χάντσον.

Κατ’ αρχάς τίθεται το προφανές ερώτημα: Εάν οι κυβερνήσεις διατηρούν χρέη, όταν εφαρμόζουν προγράμματα που ήδη έχει εγκρίνει το Κογκρέσο, γιατί το Κογκρέσο πρέπει να έχει την επιλογή να παύει αυτές τις εγκεκριμένες κυβερνητικές δαπάνες, αρνούμενο να αυξήσει την οροφή του Χρέους;
Η απάντηση είναι, επίσης, προφανής αν εξετάσει κανείς γιατί εφαρμόζεται αυτός ο αποτυχημένος έλεγχος σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Στη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας ο πόλεμος ήταν η βασική αιτία αύξησης των εθνικών χρεών. Στις περιόδους ειρήνης οι περισσότερες κυβερνήσεις λειτουργούν με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, χρηματοδοτώντας τις δαπάνες τους και τις επενδύσεις τους με τους φόρους και τη χρέωση αμοιβών χρήσης. Οι έκτακτες ανάγκες του πολέμου δημιουργούν ελλείμματα – κάποτε για αμυντικούς πολέμους, άλλες φορές για επιθετικούς.
Στην Ευρώπη, οι κοινοβουλευτικοί έλεγχοι επί των κυβερνητικών δαπανών υιοθετήθηκαν για να εμποδίζουν φιλόδοξους κυβερνήτες να διεξάγουν πολέμους. Αυτό ήταν το βασικό επιχείρημα του Άνταμ Σμιθ κατά των κρατικών χρεών και αυτό αφορούσε η προτροπή του να χρηματοδοτούνται οι πόλεμοι κατά τη διάρκειά τους. Έγραψε ότι αν οι άνθρωποι βίωναν άμεσα τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, αντί να αναβάλλονται για το μέλλον μέσω του δανεισμού, θα ήταν λιγότερο πρόθυμοι να υποστηρίξουν πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς.
Είναι φανερό πως δεν ήταν αυτή η θέση του Tea Party ούτε και των Ρεπουμπλικάνων. Το αξιοσημείωτο με την κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ, σχετικά με την αύξηση του ορίου του κρατικού Χρέους, είναι η φαινομενική αποσύνδεσή της από τις αμερικανικές πολεμικές δαπάνες. Βέβαια, πάνω από το ένα τρίτο (350 δισ. δολάρια) των περικοπών στις τρέχουσες δαπάνες (917 δισ.) αφορά τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου. Αλλά αυτό δείχνει απλώς τη μεγάλη κλιμάκωση αυτών των δαπανών από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν μέχρι τον πόλεμο στη Λιβύη.
Το πιο αξιοσημείωτο είναι πως τον περασμένο μήνα ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ντένις Κούσινιτς και ο Ρεπουμπλικάνος Ρον Πολ επιδίωξαν να υποχρεώσουν τον πρόεδρο Ομπάμα να υπακούσει στο Νόμο Περί Εξουσιών για την Κήρυξη Πολέμου και να ζητήσει έγκριση του Κογκρέσου για τον πόλεμο στη Λιβύη, όπως απαιτείται όταν ο πόλεμος υπερβαίνει τη χρονική διάρκεια των τριών μηνών. Η προσπάθειά τους απέτυχε. Ο Ομπάμα υποστήριξε ότι το να βομβαρδίζεις μια χώρα δεν είναι πόλεμος. Πόλεμος είναι μόνο όταν σκοτώνονται οι δικοί σου στρατιώτες. Ο βομβαρδισμός της Λιβύης γίνεται από μεγάλο ύψος και πιθανώς με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Συνεπώς, είναι πραγματικά πόλεμος ένας μη αιματηρός -για τον επιτιθέμενο- πόλεμος;
Όμως, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο υιοθετήθηκε το 1917 ο κανόνας περί ορίου του κρατικού χρέους. Ο πρόεδρος Ουίλσον οδήγησε τη χώρα στον Μεγάλο Πόλεμο, παραβιάζοντας την προεκλογική του υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν οι ΗΠΑ στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι οπαδοί της μη ανάμειξης επιδίωξαν να περιορίσουν τις εξωτερικές δεσμεύσεις της Αμερικής, επιβάλλοντας εποπτεία και έγκριση του Κογκρέσου, όσον αφορά το ανώτατο όριο του χρέους.

Δύο είδη πολέμου
Η παρούσα αύξηση του χρέους των ΗΠΑ προκύπτει από δύο είδη πολέμου. Πρώτον, από τον ανοιχτά στρατιωτικό πόλεμο για το πετρέλαιο στην Εγγύς Ανατολή, από το Ιράκ μέχρι το Αφγανιστάν (δυνητική δίοδο πολλών αγωγών) μέχρι την πλούσια σε φθηνό πετρέλαιο Λιβύη. Αυτοί οι τυχοδιωκτισμοί θα κοστίσουν τελικά από 3 έως 5 τρισ. δολάρια. Δεύτερον, από τον ακόμη πιο ακριβό οικονομικό πόλεμο της Γουόλ Στριτ (του χρηματιστικού κεφαλαίου) εναντίον όλης της υπόλοιπης οικονομίας, που απαιτεί να μεταφερθούν οι απώλειες των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό (στους φορολογούμενους). Οι διασώσεις τραπεζών και η δωρεάν διάθεση κονδυλίων στην Γουόλ Στριτ -οι παράγοντες της οποίας, όχι τυχαία, αποτελούν τους σημαντικότερους χρηματοδότες των προεκλογικών εκστρατειών των μελών του Κογκρέσου- θα κοστίσουν 13 τρισ. δολάρια.
Είναι αξιοσημείωτο ότι βασικό μέλημα του κ. Ομπάμα, ως προς το ανώτατο όριο του χρέους, είναι να προειδοποιήσει πως πρέπει να μειωθεί η χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως και της ιατρικής περίθαλψης για τους άνω των 65 ετών (Medicare) και άλλων κοινωνικών προγραμμάτων. […]
Στις δημοκρατίες υπάρχουν, λοιπόν, δυο μέτρα και δυο σταθμά. Οι επενδυτές της Γουόλ Στριτ δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν βεβαίως. Στην πραγματικότητα, τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων μειώθηκαν τον περασμένο μήνα και ειδικά την περασμένη εβδομάδα. Συνεπώς, οι κάτοχοι του κρατικού χρέους θα πληρωθούν. Μόνο στους αποταμιευτές της Κοινωνικής Ασφάλισης επιδείχθηκε πυγμή – ή μήπως ο κ. Ομπάμα απλώς προσπαθεί να τους απειλήσει, έτσι ώστε να παρουσιαστεί ως ήρωας που έρχεται να σώσει την Κοινωνική Ασφάλισή τους, διαπραγματευόμενος μια Μεγάλη Συμφωνία;
Η Γουόλ Στριτ είχε δίκιο. Δεν υπήρξε πραγματική κρίση. Η έγκριση για την αύξηση του ορίου του δημόσιου Χρέους δεν είναι η κατάλληλη περίσταση για να συζητηθεί η μακροπρόθεσμη φορολογική πολιτική. Από το 1962, αμέσως μετά την κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ, έχει αυξηθεί 74 φορές. Δηλαδή, μία φορά κάθε οχτώ μήνες, κατά μέσο όρο. Είναι πιθανόν να παραπεμφθεί σε ένα δημόσιο συμβολαιογραφείο, απλώς για να βεβαιωθεί ότι ο πρόεδρος δεν κάνει κάτι κακό. Ο πρόεδρος Ομπάμα θα μπορούσε να ζητήσει περιορισμένη ψηφοφορία επ’ αυτού, χωρίς ειδικές ρήτρες. Ποτέ πριν δεν υπήρξαν ρήτρες παρόμοιες μ’ αυτές που επισυνάφθηκαν. Και είναι αξιοσημείωτο το ότι δεν έγινε προσπάθεια να επιβληθεί ρήτρα που να περιορίζει την κυβέρνηση να δαπανήσει περισσότερα κονδύλια στη Λιβύη, χωρίς να υπάρξει επίσημη κήρυξη πολέμου από το Κογκρέσο.

Περικοπές με πρόσχημα το χρέος
Ο κ. Ομπάμα θα μπορούσε να επικαλεστεί την 14η τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος (που δίνει στον πρόεδρο τη μονομερή αρμοδιότητα να αυξήσει ή να αγνοήσει το όριο του Χρέους)  για να πληρώσει. Θα μπορούσε να κόψει λίγα νομίσματα του 1 τρισ. και να πληρώσει την Κεντρική Τράπεζα για κρατικά χρεόγραφα, προκειμένου να τα αποσύρει. Αλλά ο κ. Ομπάμα προτίμησε να ανοίξει αυτή τη συζήτηση περί Χρέους, μετατρέποντάς τη σε μια συζήτηση για περικοπές των κονδυλίων της Κοινωνικής Ασφάλισης και της ιατρικής περίθαλψης, σε έναν ταξικό πόλεμο που διεξάγεται σήμερα στις ΗΠΑ, αλλά όχι, φυσικά, να την επεκτείνει στον πόλεμο του πετρελαίου που διεξάγεται στη Β. Αφρική.
Η πρώτη μεγάλη νίκη του χρηματοπιστωτικού τομέα στον εσωτερικό ταξικό πόλεμο της Αμερικής ήταν οι «προσωρινές» φορολογικές περικοπές του Μπους για τους πλούσιους. Αυτή η επιθετική πολιτική δεν ακυρώθηκε, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. Ούτε οι προσωρινές μειώσεις φόρων ανακλήθηκαν, ούτε τα παραθυράκια φοροδιαφυγής έκλεισαν. Το βάρος της ισοσκέλισης του προϋπολογισμού φορτώθηκε ακόμη ευρύτερα στη βάση των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος: στην εργατική τάξη των πόλεων, στις φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες, στις παράκτιες περιοχές των ανατολικών και δυτικών ΗΠΑ. Και όμως. Οι Δημοκρατικοί διασπάστηκαν (95 υπέρ και 95 κατά) στην ψηφοφορία για την αύξηση του ορίου του Χρέους, με αντάλλαγμα περικοπές κοινωνικών προγραμμάτων που θίγουν το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους βάσης.
Αυτούς που τους ψηφίζουν, όχι αυτούς που χρηματοδοτούν τις πολιτικές καμπάνιες τους. Ιδού η ουσία για το πώς ξεδιπλώθηκε η κρίση του Χρέους.[…] Η ουσία των κλασικών οικονομικών της ελεύθερης αγοράς ήταν ο περιορισμός των εκτελεστικών εξουσιών – σε μια εποχή που η πολεμική ισχύς αποτελούσε τη μέγιστη κατάχρηση των εθνικών συμφερόντων. Ακριβώς όπως η Κάτω Βουλή στα διπλά νομοθετικά σώματα απέκτησε την εξουσία να δεσμεύει τις χώρες με μόνιμο εθνικό χρέος -αντί των βασιλικών χρεών που έσβησαν μαζί με τους βασιλιάδες , όπως ήταν ο κανόνας πριν από τον 16ο αιώνα- έτσι τα Κοινοβούλια διεκδίκησαν το δικαίωμά τους να μπλοκάρουν τον πόλεμο.
Τώρα, όμως, που τα οικονομικά του κράτους είναι η νέα μορφή εσωτερικού πολέμου, πού είναι η αρμοδιότητα εκείνη που θα μπορούσε να περιορίζει την εξουσία του υπουργείου Οικονομικών και της Κεντρικής Τράπεζας να επιβάλουν στους φορολογούμενους τη διάσωση των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων που βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας; Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες ισχυρίζονται ότι η πολιτική «ανεξαρτησία» τους είναι το «έμβλημα της δημοκρατίας».
Μάλλον πρόκειται για μετάβαση προς τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία.

Πηγή: Global Research, τμήματα του άρθρου με τίτλο: The Debt Ceiling Debate that Didn’ t Happened

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!