Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής
Γράφει ο Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Ἡ ἀφήγηση ποὺ ἀκολουθεῖ, γράφεται σὲ πρῶτο πρόσωπο, ἐπειδὴ στηρίζεται σὲ προσωπικὲς διαδρομὲς μὲ τὴν παρηγορητικὴ συνοδία τοῦ Ρίλκε (Rainer Maria Rilke, 1875-1926), γεννημένου στὴν Πράγα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Κάφκα (Franz Kafka, 1883-1924), μοιρασμένου σὲ τομίδια, βιβλιάρια ἤ, ἀλλιῶς, βιβλία τσέπης.
Ἀπὸ τὸ 2003, καὶ γιὰ δέκα περίπου χρόνια, ταξίδευα, σχεδὸν κάθε ἑβδομάδα, μὲ τὸ τραῖνο, ἀπὸ τὴν Λιψία στὴν Νυρεμβέργη κι ἀπὸ ἐκεῖ σὲ μιὰ πολίχνη τῆς Βάδης-Βυρττεμβέργης. Μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τὸ ταξίδι διαρκοῦσε 12-13 ὧρες, γι’ αὐτὸ φρόντιζα νὰ ἔχω μαζί μου βιβλία μικροῦ σχήματος καὶ μολυβάκια μὲ ξυσμένη μύτη. Ἔτσι γνώρισα, ἂν καὶ ἀκατάστατα, πλευρὲς τῆς γερμανικῆς λογοτεχνίας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Προηγουμένως, εἶχα ὁλοκληρώσει μία ἐργασία μὲ θέμα τὴν ἀναμέτρηση τοῦ Χαίλντερλιν (Friedrich Hölderlin, 1770-1843) μὲ τὸν Σοφοκλῆ καὶ τὴ μετάφραση τῆς Ἀντιγόνης. Εἶχα πέσει ἐξαρχῆς στὰ βαθιά, μὲ τοὺς Γερμανοὺς μυστικοὺς ποιητές, τὸν κύκλο τῆς Ἰένας καὶ τὴν ἰδεαλιστικὴ φιλοσοφία. Πολλὰ πράγματα δὲν καταλάβαινα, ἢ ἁπλῶς ὑποψιαζόμουν˙ ἀπωθοῦσα ὅ,τι προσέκρουε στὴν ἀνεπάρκειά μου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ μοῦ ἔμεινε πολύτιμη μαγιά, ὥστε νὰ τολμήσω νὰ διαβάσω στὴ γλώσσα του τὸν ἄλλο μυστικὸ ποιητή, τὸν Ρίλκε. Καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς ἁμαξοστοιχίες ποὺ ὀπισθοβατοῦν (ὅταν καθόμαστε ἀνάποδα), διάβασα τὸν Ρίλκε ἀπὸ τὴν ἀνάποδη, ἀρχίζοντας σχεδὸν ἀπὸ τὸ τέλος.
Ἡ ἕδρα μου ἦταν ἡ Λιψία. Γνώριζα ὅτι ἦταν καὶ ἡ ἕδρα τοῦ Ἄντον Κίππενμπεργκ (Anton Kippenberg, 1874-1950), ἱδρυτῆ τοῦ περίφημου ἐκδοτικοῦ οἴκου Insel, διὰ βίου φίλου καὶ ἐκδότη τοῦ Ρίλκε. Σὲ παλαιοβιβλιοπωλεῖο τῆς πόλης ἀγόρασα ἀνυποψίαστος τομίδιο τοῦ 1980, τοῦ οἴκου Insel, μὲ θέμα τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Ρίλκε, 1921-1922, μὲ τὸν ἄγνωστό μου Ρὸλφ Οὖνγκερν-Στέρνμπεργκ (Rolf Ungern-Sternberg, 1880-1943). Τὸ δέμα μὲ τὶς ἐπιστολές τους βρέθηκε μετὰ τὸν θάνατό τους καὶ ἐκδόθηκε τὸ 1980. Ταξιδιωτικὸ ἀνάγνωσμα ἀλλὰ καὶ πρώτη σημαντικὴ ἀνακάλυψη, ἄγνωστη προφανῶς στὴ Γραμματεία μας: ὁ Ρίλκε μυεῖται ἀπὸ τὸν ἀλληλογράφο του στὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moréas, 1856-1910). Διαβάζει στὰ γαλλικὰ τὶς Στροφὲς (Les Stances) καὶ ἀνακαλύπτει ἕναν «μεγάλο ποιητή» (ἐπιστολὴ τῆς 26ης Ἰουλίου 1921). Ἀμέσως μεταφράζει στὰ γερμανικὰ δύο (ἀπὸ τὶς 93 συνολικά) Στροφὲς καὶ συστήνει ἀνεπιφύλακτα στοὺς ὁμοτέχνους του τὸν Ἕλληνα συμβολιστὴ ποιητὴ ποὺ ἔζησε στὸν κύκλο τοῦ Μαλλαρμέ (Stéphane Mallarmé, 1842-1898) (1). Ἀναρρωτιέμαι πόσο ἔχει βοηθήσει τὸν Ρίλκε αὐτὴ ἡ ἀνακάλυψη, ὅταν ἀποφασίζει, λίγους μῆνες ἀργότερα, νὰ καταπιαστεῖ ἐκ νέου καὶ νὰ ὁλοκληρώσει, μέσα σὲ ἑπτὰ ἡμέρες, τὶς Ἐλεγεῖες ἀπὸ τὸ Ντουΐνο (ἀνολοκλήρωτες ἀπὸ τὸ 1912), ἐνῶ παράλληλα γράφει καὶ ὁλοκληρώνει, στὸ θαυμαστὸ ἔτος 1922, τὰ Σονέττα στὸν Ὀρφέα (2). Τὸ ἀποκαλυπτικὸ αὐτὸ βιβλιάριο μὲ ὁδήγησε ἀσφαλῶς σὲ ἕνα ἄλλο βιβλίο τσέπης, πάντοτε τοῦ οἴκου Insel, αὐτὸ τῶν Ἐλεγειῶν: ἔτος ἔκδοσης 1948, ἔναντι 5 εὐρώ (καὶ σὲ μεταγενέστερη ἔκδοση μαζὶ μὲ τὰ Σονέττα, ἔναντι 3,5 εὐρώ. Ἡ χρηματιστηριακὴ ἀξία ὀπισθοβατεῖ καὶ αὐτὴ ἀντιστρόφως ἀνάλογα πρὸς τὴ λογοτεχνική).
Οἱ Ἐλεγεῖες ἀπὸ τὸ Ντουΐνο συγκλίνουν στὴν ἀνθρώπινη μοίρα, στὸν κόσμο, ὅπως τὸν συλλαμβάνουν παρθενικὰ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ παιδιοῦ, στὴν ἀπελπισμένη ἀναμέτρηση τοῦ ἀκροβάτη μὲ τὸν νόμο τῆς βαρύτητας
Οἱ Ἐλεγεῖες μὲ συντρόφευσαν στὸ ἑπόμενο ταξίδι γιὰ τὴν Νυρεμβέργη. Τότε προσπάθησα, μὲ ἔντονη συναισθηματικὴ φόρτιση, νὰ ἀποδώσω στὴ γλώσσα μου τὸν ἐναρκτήριο στίχο τῆς Πρώτης Ἐλεγείας:
«Wer, wenn ich schriee, hörte mich denn aus der Engel / Ordnungen?»(3)
Δύσκολα πράγματα. Δὲν γνώριζα ἂν τὸ ἔργο εἶχε μεταφραστεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἀπὸ ποιούς. Ἀργότερα θὰ ἀνακάλυπτα δώδεκα τουλάχιστον ἀποδόσεις. Ἔνδειξη τῆς πολυσημίας, τῆς σπουδαιότητας ἀλλὰ καὶ τῆς σκοτεινότητας τῶν Ἐλεγειῶν. Ὡς ὁδηγὸ ἀνάγνωσης χρησιμοποίησα τὴν πραγματεία τοῦ Romano Guardini Τὸ νόημα τοῦ Dasein στὸν Ρ.Μ. Ρίλκε – Μία ἑρμηνεία τῶν Ἐλεγειῶν… Σελίδες οὐκ ὀλίγες, 376 (Matthias-Grünewald-Verlag, 1996). Μία στιχηδὸν συνοδοιπορία μὲ τὸν ποιητή. Σήμερα, δέκα πέντε χρόνια ἀργότερα, δὲν εἶμαι βέβαιος ὅτι ἔχω βρεῖ τὸν «μίτο τῆς Ἀριάδνης» (ὅπως λένε καὶ στὴν Γερμανία): Ὅλα συγκλίνουν στὴν ἀνθρώπινη μοίρα, στὸν κόσμο, ὅπως τὸν συλλαμβάνουν παρθενικὰ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ παιδιοῦ, στὴν ἀπελπισμένη ἀναμέτρηση τοῦ ἀκροβάτη μὲ τὸν νόμο τῆς βαρύτητας. Ταυτόχρονα, ὅλα ἀποκλίνουν στὰ διάχυτα συναισθήματα τοῦ ἔρωτα, τῆς μάταιης προσδοκίας, τοῦ περιστρεφόμενου καρουσὲλ τῶν ὀνείρων, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τὴ Μοίρα μας τὴν λένε Ὀδύνη. Στὴν τελευταία Ἐλεγεία «ἡ κορδελιάστρα κυρία Lamorte ἑτοιμάζει τὰ φτηνὰ καπέλα τῆς μοίρας».
Ὁ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν μυστικισμὸ τοῦ Χαίλντερλιν, ἀποκτᾶ χῶρο καὶ χρόνο στὰ Σονέττα στὸν Ὀρφέα. Ὅταν τὰ γράφει, ὁ Ρίλκε πιθανότατα δὲν γνωρίζει τὴν Ἔρημη χώρα τοῦ Θ.Σ. Ἔλιοτ (T.S. Eliot), οὔτε τὸν Ὀδυσσέα τοῦ Τζ. Τζόυς (J. Joyce) ἢ τὸ πολύτομο μυθιστόρημα Ἀναζητώντας τὸν χαμένο χρόνο τοῦ Μ. Προύστ (M. Proust). Τὰ ἔργα αὐτὰ γράφονται καὶ κυκλοφοροῦν ταυτόχρονα, τὸ 1922, εἰσηγοῦνται τὸν εὐρωπαϊκὸ μοντερνισμό, ἐνῶ, κατὰ ἕνα ὀξύμωρο σχῆμα, εἰκονίζουν τὴν ἅλωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐπιφέρουν ἡ μηχανοκρατία, ἡ τραπεζιτικὴ λογικὴ καὶ ἡ ἰδεοκρατικὴ ἀπολυταρχία. Οἱ Ἐλεγεῖες, ποὺ πρέπει νὰ διαβάζονται παράλληλα μὲ αὐτά, γίνονται τὸ «ρέκβιεμ» τῆς ἐρημωμένης ἀπὸ ἰδανικὰ Εὐρώπης. Κλῖμα Μεσοπολέμου. Τὸ μέλλον, ὅπως εἰπώθηκε σοφά, οὔτε κι ἐκεῖνο δὲν θὰ εἶναι στὴ θέση του. Τὸ σημαίνουν, ὡς κώδων κινδύνου, καὶ τὰ Σονέττα στὸν Ὀρφέα: ἡ ὑπέρβαση («Übersteigung») τοῦ Ὀρφέα-ποιητῆ εἶναι ἡ ἀναγκαία πράξη, γιὰ νὰ ἀκουστοῦν ἡ λύρα καὶ ἡ φωνή του. Τὴν προσδοκία τῆς Ἀνάστασης πρέπει νὰ ἀντικαταστήσει ἡ διανοητικὴ ἐνατένιση. Ἡ Εὐρυδίκη θὰ μείνει στὸν Ἅδη, σύμβολο μιᾶς ἄλλης ζωῆς πέρα ἀπὸ τὰ γήινα.
Ἡ ὀπισθοβατοῦσα στὸν χρόνο ἁμαξοστοιχία σταθμεύει τώρα πίσω στὸ ἔτος 1907. Τὸ ἑπόμενο βιβλιάριο τῆς διαδρομῆς Λιψία-Νυρεμβέργη εἶναι τὰ Ἐμπράγματα ποιήματα (Dinggedichte): ποιήματα ἁπτά, ὑλικά, σὰν πράγματα. Ποιήματα-ἀντικείμενα ὁρατά. Ἔργο τομῆς στὶς αἰσθητικὲς ἀντιλήψεις τοῦ Ρίλκε, τὸ ὁποῖο μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε τοὺς κρίσιμους σταθμοὺς στὴ διαμόρφωση τῆς ποιητικῆς του.
Ὁ Ρίλκε, ὁ Ἔλιοτ, ὁ Τζόυς, ὁ Προὺστ εἰκονίζουν τὴν ἅλωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐπιφέρουν ἡ μηχανοκρατία, ἡ τραπεζιτικὴ λογικὴ καὶ ἡ ἰδεοκρατικὴ ἀπολυταρχία
Στὸ Παρίσι, τὸ 1902, ὁ Ρίλκε ἐπισκέπτεται τὸν Ροντέν (Auguste Rodin, 1840-1917). Τὸν ἑπόμενο χρόνο γράφει μονογραφία γιὰ τὸν γλύπτη καὶ δάσκαλό του (4). Θὰ μείνει κοντά του πέντε χρόνια ὡς ἄτυπος γραμματέας του. Ἐκεῖ μαθαίνει νὰ βλέπει, νὰ παρατηρεῖ. Εἶναι ἡ κορύφωση τῆς μύησης στὸν χῶρο τῆς παραστατικῆς Τέχνης ὡς ὑλικῆς, δομικῆς ὀργάνωσης καὶ σμίλευσης τοῦ ποιήματος, ὅρων ποὺ συγκροτοῦν τὴν «ἠθικὴ» τῆς Ποίησης. Τὸ ποίημα μεταφέρεται στὸ ἐργαστήριο τοῦ γλύπτη, ἀποκτᾶ πλαστικότητα, γίνεται ἄγαλμα, διαμελισμένο ἢ ἀκέφαλο, μιλᾶ ὅπως μιλᾶ ἡ σμιλεμένη πέτρα. Μὲ ὀφειλὲς ἀκόμη καὶ στὸν ὑπαρξισμὸ τοῦ Κίρκεγκωρ (Søren Kierkegaard), τὸ ἀντικείμενο τοῦ ποιήματος ἀποκτᾶ φωνὴ καὶ ὑπόσταση, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζει τὴ συνείδηση τοῦ δημιουργοῦ του. Εὐθεῖα ἀντίδραση στὴ μηχανοκρατία καὶ τὸν ὑποβιβασμὸ τοῦ ὑποκειμένου τῆς ἱστορίας. Μὲ ἀνάλογη διάθεση καὶ ἀνησυχία ὁ Ρίλκε ἐπισκέπτεται λίγο ἀργότερα τὸν Λοῦβρο. Στέκεται περιδεὴς ἐμπρὸς στὸν ἐντυπωσιακὸ «Ἀρχαϊκὸ κορμὸ τοῦ Ἀπόλλωνα» (480 π.Χ.). Γράφει τὸ ὁμώνυμο σονέττο, «Archaischer Torso Apollos», μὲ τὸν καταληκτικὸ στίχο «Καιρὸς ν’ ἀλλάξουμε ζωή». Δὲν εἶναι ὁ θεατὴς ποὺ παρατηρεῖ τὸ γλυπτό, ἀλλὰ ὁ ἀκέφαλος κορμὸς ποὺ βλέπει τὸν θεατὴ μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς πόρους τοῦ πλαστικοῦ σώματός του: (5)
Ἀρχαϊκὸς κορμὸς τοῦ Ἀπόλλωνα
Δὲν τὸ γνωρίσαμε τὸ ἀνάκουστο κεφάλι
ποὺ μέστωναν οἱ κόρες τῶν ματιῶν. Μὰ ὁ κορμὸς
ἁπλώνει ἀκόμη γύρω φῶς
μὲ τὴ ματιὰ ποὺ ἀνάφτει, σβηεῖ καὶ πάλι
ὁλοῦθε γύρω της φωτᾶ. Ἀλλιῶς, πῶς θὰ μᾶς τύφλωνε
τοῦ στέρνου ἡ χαρακιά, καὶ στοῦ ποδιοῦ
τὸ σκίρτημα τ’ ἀχνὸ ἕνα μειδίαμα τοῦ ἀνθοῦ
στὴν ἥβη ἐκεῖ καταμεσῆς πῶς θὰ σκαρφάλωνε.
Ἀλλιῶς, ἡ πέτρα αὐτὴ θά ’ταν παράταιρη, μισὴ
κάτω ἀπ’ τὴ διάφανη τῶν ὤμων
ἀπουσία,
καὶ σὰν προβιὰ ἁρπαχτικοῦ δὲ θ’ ἄστραφτε χρυσή˙
σὰν ἄστρου δὲ θὰ ξέσπαγε τόση φωτοχυσία:
γιατὶ καμιὰ δὲν εἶναι ’δῶ θέση ἀδειανή,
ποὺ νὰ μὴ μᾶς θωρεῖ. Καιρὸς ν’ ἀλλάξουμε ζωή. (6)
Εἶναι ἡ «στροφὴ» τοῦ ποιητῆ στὴ «στροφὴ» τοῦ αἰώνα. Εἰκαστικὴ ἐκδοχὴ τῆς «Νέας Ἀντικειμενικότητας», τῆς «réalisation» ποὺ πρεσβεύει τὸ ἑπόμενο πρότυπο τοῦ Ρίλκε, ὁ Πὼλ Σεζάν (Paul Cézanne, 1839-1906). Συμβουλεύοντας τὸν ἑαυτό του, συμβουλεύει «ἕναν νεαρὸ ποιητὴ» μὲ γενναιόδωρες ἐπιστολὲς (1903-1908) ποὺ πρέπει νὰ διαβαστοῦν παράλληλα μὲ τὶς ἐπιστολὲς πρὸς τὴ σύζυγο τοῦ Σεζάν, ἀφοῦ ὁ ζωγράφος δὲν εἶναι πιὰ στὴ ζωή. (7)
Πρὶν ἐπισκεφτεῖ τὸ ἐργαστήριο τοῦ Ροντέν, ὁ Ρίλκε ἔχει περιηγηθεῖ τὴν Φλωρεντία καὶ τὴν ἰταλικὴ Ἀναγέννηση. Κρατᾶ ἡμερολόγιο (Τὸ Φλωρεντινὸ Ἡμερολόγιο) καὶ γράφει τὸ –σαράντα εἰκόνων- ποιητικὸ δοκίμιο Σημειώσεις γιὰ τὴ μελωδία τῶν πραγμάτων (1898). Εἶναι πλέον ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν εἰκαστικὴ πρωτοπορία τοῦ νέου αἰώνα, νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὰ διδάγματα τοῦ ἰμπρεσιονισμοῦ. Διαισθάνεται ὅτι ἡ διανοητική του ἀκμὴ συμπίπτει χρονικὰ μὲ τὴν παρακμὴ τοῦ Fin de Siècle, τοῦ τέλους τοῦ αἰώνα. Τὸ εἰκαστικό του βλέμμα προοικονομεῖ τὴν πολυπρισματική, εἰκονιστικὴ ποίηση τοῦ Πάουντ, τοὺς μουσικοὺς πειραματισμοὺς τοῦ Στραβίνσκυ. Εἶναι καιρὸς γι’ αὐτὸν νὰ σπάσει τὸν αὐστηρό, ὁμοιοκατάληκτο στίχο, νὰ δοκιμάσει τὶς δυνάμεις του σὲ μεγαλύτερες, ἐπικὲς συνθέσεις.
Τὸ 1921 ὁ Ρίλκε μυεῖται στὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moréas, 1856-1910). Διαβάζει στὰ γαλλικὰ τὶς Στροφὲς (Les Stances) καὶ ἀνακαλύπτει ἕναν «μεγάλο ποιητή»
Ἄφιξη στὴν Νυρεμβέργη. Τὸ ταξίδι θὰ συνεχιστεῖ, γιὰ δύο ὧρες περίπου, μὲ τὴν τοπικὴ ἁμαξοστοιχία ποὺ δὲν προσφέρει τὶς ἀνέσεις τῆς ταχείας. Εἶναι ἡ στιγμὴ νὰ ξεφυλλίσω τὸ μοναδικὸ μυθιστόρημα ποὺ ἔγραψε ὁ Ρίλκε: Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε (1910). Τὸ διάβασα, ἔφηβος, στὴ γλώσσα μου, καὶ μάλιστα στὴν ἱστορικὴ ἔκδοση τοῦ Γαλαξία (1965): Ἕνας ἀριστοκράτης παρακμιακὸς περιφέρεται ἀνέστιος στὸ Παρίσι τοῦ Fin de Siècle. Εἰκόνες ἀσχήμιας, πόνου καὶ φτώχειας στὴν πόλη ποὺ δόξασαν ὁ Ροντέν, ὁ Σεζάν, καὶ λίγο ἀργότερα ὁ Πικάσσο, ὁ Μοντιλιάνι, ὁ Ἀπολλιναίρ… Τὸ ἔργο προαναγγέλλει τὸν ὑπαρξισμὸ καὶ τὴν καφκικὴ ἀλληγορία. Ἐκεῖ σπαργανώνονται οἱ μεγαλειώδεις Ἐλεγεῖες ἀπὸ τὸ Ντουΐνο, ἐλεγεῖες τῆς ἀνεπίστρεπτης παιδικῆς ἡλικίας καὶ τῶν διαψεύσεων, ἐνῶ ἀκούγονται ἤδη ὁ θόρυβος τῆς μηχανῆς καὶ οἱ οἰμωγὲς ποὺ θὰ φέρουν τὸν Μεγάλο Πόλεμο. Τέλος διαδρομῆς. Καὶ ἀρχὴ μιᾶς νέας. Σκέφτομαι νὰ καταπιαστῶ πάλι μὲ τὴν ἀπόδοση ἐκείνου τοῦ πρώτου, δύσβατου στίχου τῶν Ἐλεγειῶν. Ἂν τὸν δαμάσω, ἴσως ἀνοίξει ὁ δρόμος γιὰ τοὺς ἑκατοντάδες στίχους ποὺ ἀκολουθοῦν. (8)
Ὁ Ρίλκε πέθανε στὶς 29 Δεκεμβρίου 1926, στὰ πενήντα δύο του χρόνια, ἀπὸ λευχαιμία, σὲ σανατόριο τῆς Ἑλβετίας. Πρόλαβε νὰ ὁλοκληρώσει τὰ μεγάλα του ἔργα, νὰ συμπληρώσει τὶς δέκα Ἐλεγεῖες μὲ μία ἑνδέκατη, ἀφιερωμένη στὴν Μαρίνα Τσβετάγιεβα, καὶ νὰ γράψει τὸ ἐπιτύμβιό του ποίημα:
Ρόδο, (9)
ἀντίφαση
ἀκέραιη ἐσὺ
καὶ ἡδονή,
τοῦ Κανενὸς
νὰ εἶσαι
ὕπνος
κάτω ἀπὸ τόσα
βλέφαρα.
(1) Στὴ Διαθήκη του ὁ Ρίλκε ἔθεσε ὡς motto τὸν στίχο τοῦ Moréas «Κατηγορῶ ἐκεῖνον ποὺ ἀντιδικεῖ μὲ τὴν ἴδια του τὴ θέληση».
(2) Βλ. σχετικὰ Σ. Γρ. Σταμπουλοῦ, «Ὁ Ράινερ Μαρία Ρίλκε συναντᾶ, σχολιάζει καὶ μεταφράζει ποιήματα τοῦ Ζὰν Μορεάς», περ. Νέα Ἑστία, τχ. 1800, Μάιος 2007, 909-923.
(3) «Ποιός, ἂν κραύγαζα, θὰ μ’ ἄκουγε τάχα ἀπ’ τῶν Ἀγγέλων / τὰ τάγματα;» (μτφρ. Ἄρης Δικταῖος, 1957).
(4) Ρ.Μ. Ρίλκε, Αὔγουστος Ροντέν. Μτφρ. Εὔη Μελᾶ. Ἐκδ. Ν.Δ. Καραβίας, χ.χ.
(5) Βλ. σχετικὰ Γ. Ρηγόπουλος, «Ὁ Rainer Maria Rilke καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη», ἐφημ. «Ἑρμῆς», Ζάκυνθος, 29.04.2010, 11, καὶ W. Schadewaldt,«Βίνκελμανν καὶ Ρίλκε. Δύο περιγραφὲς τοῦ Ἀπόλλωνα». Pfullingen 1968, 24-29.
(6) Πρῶτος μᾶς γνωστοποίησε τὸ ποίημα, τὸ 1936, ὁ μυθικὸς ἀρχαιολόγος καὶ θεωρητικὸς Χρῆστος Ἰ. Καροῦζος, ἀποδίδοντάς το θαυμάσια σὲ πεζὸ λόγο. Στὸ δοκίμιο «Ἀκρωτηριασμένα ἀρχαῖα, ἰμπρεσιονισμός, ἐξπρεσιονισμός», στοῦ ἰδίου: Μικρὰ κείμενα. Ἐκδίδονται ὑπὸ Β.Χ. Πετράκου, Ἀνατύπωση 2013, 129-132: 130.
(7) Ράινερ Μ. Ρίλκε, Ἐπιστολὲς γιὰ τὸν Σεζάν. Ἐπιμέλεια Ἀναστασία Ἀντωνοπούλου. Ἐκδ. Σοκόλης 2004.
(8) Ρ.Μ. Ρίλκε, Ἐλεγεῖες ἀπὸ τὸ Ντουΐνο. Μτφρ. Συμεὼν Σταμπουλοῦ. Ἐκδ. Στιγμὴ 2013.
(9) Λέγεται ὅτι ὁ ποιητὴς μολύνθηκε θανατηφόρα ἀπὸ ἀγκάθι τριανταφυλλιᾶς.