Μετά το Miss Sloane (2016), του Άγγλού Τζον Μάντεν, η εντυπωσιακή 40χρονη κοκκινομάλλα Τζέσικα Τσαστέιν ενσαρκώνει πειστικά άλλον ένα δυναμικό γυναικείο ρόλο στο Mollys Game, πρώτη σκηνοθετική δουλειά του 56χρονου οσκαρικού σεναριογράφου Άαρον Σόρκιν, σε δικό του σενάριο που βασίζεται στο βιβλίο της υπαρκτής Μόλυ Μπλουμ, γνωστής ως «Πριγκίπισσας του πόκερ».

Υποδυόμενη μια ασυνήθιστα έξυπνη και όμορφη ηρωίδα, η Τσαστέιν, τυλιγμένη σε μια αισθησιακή εκδοχή της με μπλε μεταλλιζέ καμπαρντίνα, αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο τις ζουμερές καμπύλες της, μέσα από προκλητικά ντεκολτέ. Με όνομα εμπνευσμένο από χαρακτήρα του Τζέιμς Τζόυς, ομολογεί πως φρόντισε να γίνει η μοιραία γυναίκα που όλοι οι άντρες ονειρεύονται, στον αντίποδα της συζύγου, κάνοντας αναφορά στην πλανεύτρα Κίρκη, που διοργάνωνε, όπως και η Μόλυ, πλούσια συμπόσια.

Η φιλόδοξη πρωταγωνίστρια, με εμφάνιση που κόβει την ανάσα, απεικονίζεται με κολλητά φορέματα σε έντονα χρώματα, πράσινο μέντας, κερασί, αλλά και μαύρο κλασικής κομψότητας, με γνώσεις μαθηματικών, λογιστικής αλλά και τις σωστές διασυνδέσεις, για να ζήσει ως αυτοδημιούργητη Σταχτομπούτα, που από σκληρά προπονούμενη πρωταθλήτρια σκιέρ, έγινε μετά από μια κακοτυχία στους Ολυμπιακούς σέξι σερβιτόρα με παχυλά φιλοδωρήματα, ενώ σε σύντομο διάστημα κατάφερε να ελιχθεί σε φημισμένη διοργανώτρια παιχνιδιών πόκερ, στα σαλόνια της μεγαλοαστικής ελίτ, προσελκύοντας και την προσοχή του FBI, που την κατηγόρησε για διασυνδέσεις με τη ρώσικη μαφία. Στην ταινία, που επικεντρώνεται στη χρονική περίοδο της δικαστικής διαμάχης της, ξεκαθαρίζεται εξαρχής πως η σύλληψή της έγινε δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου της.

* * *

Σε μια μη γραμμική αφήγηση, το παρόν αποτελεί η προετοιμασία της Μόλυ με τον συνήγορό της, μέχρι την ακροαματική διαδικασία, όπου εισβάλλουν ανάκατες αναδρομές του παρελθόντος, τόσο από σημαντικές λεπτομέρειες στις παρτίδες πόκερ, σε πρώτο επίπεδο, όσο και προσωπικές στιγμές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της, σε δεύτερο επίπεδο, όταν ο αυστηρός πατέρας της, καθηγητής ψυχολογίας, την ωθούσε στον πρωταθλητισμό, καταλήγοντας σε απλοϊκή ψυχαναλυτική προσέγγιση, για την ιδιαίτερη σχέση αγάπης-μίσους ανάμεσά τους.

Η καταιγιστική ταχύτητα της σπιρτόζικης σεναριακής πλοκής αποτυπώνεται σκηνοθετικά με την εκτός κάδρου αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο της ηρωίδας, που παραπέμπει στα φιλμ νουάρ του ’40, ενώ παράλληλα προσδίδει και έναν αξεπέραστο γρήγορο ρυθμό μπιτ ποίησης στην εκφορά του λόγου που μεταφέρει τη διαύγεια πνεύματος. Καταφέρνοντας να αναπτύξει δεξιοτεχνική σκηνοθετική σβελτάδα, χωρίς πρωτοτυπίες, ο Σόρκιν παρεμβάλλει στο στιβαρό και γρήγορο μοντάζ ακόμα και διαφημιστικές εικόνες, με απότομα κοψίματα που ακολουθούν ρυθμούς βίαιης εναλλαγής φωτορυθμικών, τέχνασμα του πειραματικού κινηματογράφου, οξύνοντας την ταχύτατη αλληλουχία πλάνων.

Η διακοπή της ροής με το στιγμιαίο πάγωμα κάποιων εικόνων, που υπογραμμίζει λεπτομέρειες, συνδυάζεται με προφορικές εκτός κάδρου επεξηγήσεις της χαρακτηριστικής για τους μυημένους ορολογίας του πόκερ, θυμίζοντας τον γρήγορο σκηνοθετικό ρυθμό του Μάρτιν Σκορτσέζε στις γεμάτες ειρωνεία γκανγκστερικές ταινίες του.

Οι γραφιστικά δοσμένες αριθμητικές παραστάσεις, που επεξηγούν τεχνικές περιγραφές του κόσμου των σπορ, όπως η κλήση 52ο των αιγυπτιακών πυραμίδων, που τηρείται και στο άθλημα του ελεύθερου σκι, αποτελούν σκηνοθετικά τεχνάσματα που μεταφέρουν μια ακριβολογία στο σινεμά, όπως στον Σέρλοκ Χολμς (2009), του Γκάι Ρίτσι, όπου στην οθόνη εμφανίζεται η γραφική παράσταση δύναμης γροθιάς και γωνίας ρίψης που υπολόγιζε ο ευφυής ήρωας, προκειμένου να νικήσει έναν σωματώδη αντίπαλο.

* * *

Η Τσαστέιν, πλάι στις Κέιτ Μπλάνσετ και Μέριλ Στρίπ, αποτελεί μια από τις λιγοστές ηθοποιούς που ερμηνεύουν ηγετικούς και δυναμικούς γυναικείους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ωστόσο, η ταινία δεν αποφεύγει να αναπαράγει έμφυλα κλισέ, διαμορφώνοντας και χειραγωγώντας εντυπώσεις, με μια ηρωίδα που από τη μια καταρρίπτει τη ρατσιστική αντίληψη πως οι όμορφες δεν μπορούν να είναι και έξυπνες, ενώ αφήνει να εννοηθεί πως εκτός από έξυπνη και ετοιμόλογη, μια γυναίκα που τολμάει να τα βάλει με την ανδροκρατούμενη κοινωνία, θα πρέπει φυσικά να είναι και ευπαρουσίαστη. Η δραματουργική δόμηση ενός δυναμικού αισθησιακού γυναικείου χαρακτήρα δεν γλιτώνει όμως την ταπείνωση και την κατάθλιψη, επιμένοντας στα χολιγουντιανά στερεότυπα, που θέλουν την ανέλιξη μιας γυναίκας στην εξουσία, ως υποκατάστατο κάποιου φροϋδικού κατάλοιπου, εδραιώνοντας έτσι την αντίληψη, πως το κυνήγι της εξουσίας είναι έμφυτο χαρακτηριστικό του ανδρικού φύλου και όχι ευρύτερα της σκληρής ανθρώπινης φύσης.

Άλλο ένα κλισέ που ξεπετά στα γρήγορα η ταινία, είναι το στοιχείο της έλλειψης ύπνου και του εθισμού της ηρωίδας σε ουσίες, ως υποβόσκουσα έλλειψη ψυχικού σθένους, που τονιζόταν και στην ταινία Miss Sloane, όπου μια δυναμική γυναίκα, που την υποδύεται η ίδια ηθοποιός, πληρώνει τις επιπτώσεις της εμπλοκής της στο ανδροκρατούμενο πολιτικό παρασκήνιο.

Παράλληλα, σε μια ψυχαγωγική κινηματογραφική μυθοπλασία επιχειρείται να παρουσιαστεί ως αυτονόητη η αθωότητα της πραγματικής πρωταγωνίστριας, μιας αμφιλεγόμενης ηθικά ηρωίδας, θολώνοντας τα γεγονότα μιας υπόθεσης δικαιοσύνης, που εμπλέκει υπόκοσμο και αστρονομικά κέρδη από εθιστικά παιχνίδια. Χωρίς να εξετάζεται αν κάτι νόμιμο είναι και ηθικό, η πάντα άτεγκτη αμερικάνικη δικαιοσύνη απεικονίζεται αδιαμφισβήτητη, με έναν γοητευτικό αφροαμερικάνο συνήγορο και έναν σοφό δικαστή ινδιάνικης καταγωγής να προσδίδουν επίφαση δημοκρατικού προοδευτισμού.

Η ταινία εξαίρει το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού, ως συναρπαστικό παιχνίδι και όχι ως εθιστικό τζόγο, ενώ χαρακτήρες που θέλουν να κερδίσουν κυρίως για να καταστρέψουν τον άλλον, προβάλλουν ανήθικη κυνικότητα, ταυτόσημη με την φιλευλεύθερη αρχή ότι καθένας μπορεί να φτάσει στην κορυφή, πατώντας επί πτωμάτων, αμοραλισμός που συχνά καλλιεργείται στο χολιγουντιανό σινεμά, εδραιώνοντας ως θέσφατο μια πλήρη αντιστροφή νοημάτων. Αντίστοιχα λειτουργούν και οι κοφτερές ατάκες που προσπαθούν να πείσουν ότι αντανακλούν μια κοινώς αποδεκτή αλήθεια, δίχως περεταίρω σκέψη και επαλήθευση.

Τη στιγμή που ακόμα και στην ελληνική τηλεόραση περνάνε αδιαμαρτύρητα διαφημίσεις ιστότοπων για τυχερά παίγνια, σε μια ταινία που κινηματογραφεί μέσα από κοντινά πλάνα αρκετά δελεαστικά την πράσινη τσόχα και την τράπουλα, παρουσιάζεται η μεμονωμένη περίπτωση της καταστροφικής ψυχολογίας ενός παίκτη, που χάνει ολόκληρη περιουσία από τη μια στιγμή στην άλλη, τονίζοντας κυνικά τη «νεκρολογία» ενός τζογαδόρου, με τη φράση «πρέπει να ισοφαρίσω», όταν καταρρίπτεται κάθε έλεγχος, μπρος στη μανία για ρεβάνς.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!