Της Μαρίας Θ. Μάρκου

 

Θα θυμάστε το Rethink Athens. Ενώ γραφόταν το πρώτο μνημόνιο, είχαμε μια νέα υπουργό ΠΕΚΑ με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, που αγαπούσε το ποδήλατο και τα γυμναστήρια, όπως όλη εκείνη η παρέα που για κακή μας τύχη ήξερε ακριβώς την έννοια της φράσης «έχουμε ακόμα λίπος να κάψουμε». Ποιος είναι καταλληλότερος να «ξανασκεφτεί» την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου; Έργο «βιώσιμης κινητικότητας, πρασίνου και πολιτισμού» που θα έκανε, επιτέλους, την Αθήνα ευρωπαϊκή πόλη, σαν αυτές που απώθησαν στα προάστιά τους τη συμφορά της παγκοσμιοποίησης κάνοντας το ιστορικό τους κέντρο πόλο επιχειρηματικότητας και πολυτελών υπηρεσιών. Έργο οραματικό, που θα πρόσθετε στο αρχαιολατρικό brand της πόλης μια καλή δόση revisited νεοκλασικισμού και «κοινωνικής συνοχής» για την προσέλκυση επισκεπτών και επιχειρήσεων.

Με νωπό τον ολυμπιακό οίστρο για το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό, με έτοιμους τους μηχανισμούς για ιδιωτικοποιήσεις, για ΣΔΙΤ και για fast-track στρατηγικές αρπαχτής, η Αθήνα θα κυνηγούσε το όνειρο της ανταγωνιστικότητας, ποντάροντας στην «επιστροφή στο ιστορικό κέντρο», μαζί με τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Το κέντρο της πόλης ήθελε όμως δημόσιο χρήμα για το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την ασφάλεια (μ’ όλο τον «μη υγιή πληθυσμό» και τις διαμαρτυρίες που το υποβαθμίζουν), ήθελε εργολαβίες με «πνεύμα καινοτομίας». Έτσι λανσαρίστηκε, το 2010, η επιχείρηση για την «Πολεοδομική Ανασυγκρότηση του Κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».

Την άνοιξη του 2011, ενώ η πόλη πνιγόταν στα δακρυγόνα, «κλήθηκε» το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης (ΚΙΑΣΩ) να συνδράμει την επιχείρηση χορηγώντας ευγενικά, με δικές του απευθείας αναθέσεις, τις μελέτες για το διεθνή διαγωνισμό που απαιτεί ένα τέτοιο έργο. Χρειάστηκε ειδική, για την περίπτωση, νομοθετική πρόβλεψη, αλλά ο χορηγός αγκάλιασε την επιχείρηση αναλαμβάνοντας, πέρα από τις μελέτες, μια επικοινωνιακή καταιγίδα για να «ξανασκεφτούμε» τα προβλήματα και το μέλλον της Αθήνας, με επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και «δράσεις», με βομβαρδισμό των Μέσων Ενημέρωσης (από τα κυρίαρχα μέχρι τα εναλλακτικά) και με τον ακροβολισμό των ανθρώπων του από το αυτοδιοικητικό μέχρι το κυβερνητικό επίπεδο Διοίκησης. Μαζί με μια νέα μεγάλη ιδέα είχε γεννηθεί κι ένας νέος «εταίρος του σχεδιασμού» που δεν έπαψε, έκτοτε, να διεκδικεί ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία πολιτικών για την Αθήνα.

Η παρουσίαση του έργου Rethink Athens και η προκήρυξη του διαγωνισμού έγινε το Μάρτη του 2012, σε ανοιχτή εκδήλωση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, υπό την αιγίδα του ΚΙΑΣΩ που, αμέσως μετά, υπόγραψε σύμφωνο συνεργασίας με τα συναρμόδια υπουργεία και τους αυτοδιοικητικούς φορείς. Η Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων (UIA) αρνήθηκε να συμμετάσχει στο διαγωνισμό που έκρινε παράτυπο αφού «συνιστάται όλες οι παρεμβάσεις σε σημαντικούς και ιστορικούς αστικούς δημόσιους χώρους να έχουν υποβληθεί σε δημόσια διαβούλευση και (σε διαγωνιστικές διαδικασίες που) υπόκεινται στους κανονισμούς της UIA-UNESCO». Αλλά ο «διεθνής» αρχιτεκτονικός διαγωνισμός έγινε «ευρωπαϊκός» και, στις 27 Φεβρουαρίου 2013, έγινε (πάλι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών) η διακομματική φιέστα για την έκθεση των προτάσεων και την ανακοίνωση του νικητή.

Ένα χρόνο μετά, εκτέθηκαν στο κοινό (αυτή τη φορά, σημαδιακά, στη Στοά Αρσακείου) και οι οριστικές μελέτες που χρηματοδότησε ο χορηγός και ενέκρινε ο υπουργός με τους «περιβαλλοντικούς όρους» του έργου. Παράλληλα (18 Νοεμβρίου 2013-28 Φεβρουαρίου 2014), το ΚΙΑΣΩ οργάνωσε κι ένα «διεθνές» εργαστήριο ιδεών, το Reactivate Athens 101 ιδέες που αγκάλιασε ο δήμαρχος της Αθήνας και θα συγκροτούσε «ένα νέο στρατηγικό όραμα» για την επαν-ενεργοποίηση του κέντρου της, με βάση το Rethink. Τη διεύθυνσή του είχε ο Alfredo Brillembourg, αρχιτέκτονας εξειδικευμένος στο να συνεφέρνει τις νοσούσες μητροπόλεις του παγκόσμιου νότου με έξυπνες και φτηνές ιδέες. Ο αθεόφοβος έφτασε να εισηγείται μέχρι και να εγκαταστήσουμε μακίλλες στα εγκαταλειμμένα κτίρια του ιστορικού κέντρου για να δουλέψουν οι μετανάστες αφού «έτσι αναπτύσσεται το Μεξικό». Τούτο το πανηγύρι συμμετοχικότητας και δημιουργικότητας, μετά από τον δέοντα σαματά στα free press, έκλεισε μέσα στη γενική ανυποληψία χωρίς να προσκομίσει κάποια εργολαβία στον καθηγητή. Άφησε βέβαια ένα τεύχος προτάσεων που κανείς δεν είδε αλλά κάτι μου λέει ότι θα τις συναντάμε λίγο-λίγο μπροστά μας όταν θα βρίσκονται τίποτε χρηματοδοτήσεις.

Το δίλημμα ανάμεσα σε μια πράσινη και ελεύθερη ή μια ασφαλτοστρωμένη και μποτιλιαρισμένη Πανεπιστημίου μοιάζει με κείνο ανάμεσα στο «να είστε πλούσιος και υγιής ή πτωχός και ασθενής». Προφανές. Ήταν η βιαιότητα της οικονομικής κρίσης που εμπόδισε την πλήρη εμπέδωσή του. Υπήρχαν κι εκείνοι οι «μίζεροι αριστεροί» που γκρίνιαζαν για το ρεβανσισμό, τον ολοκληρωτισμό και τον τυχοδιωκτισμό των πακέτων «αστικής αναγέννησης» που οι developers εφαρμόζουν οπουδήποτε στον κόσμο ο όλεθρος των πολλών προσφέρει προνομιούχα οικόπεδα και δημόσιο χρήμα στους λίγους. Αμφισβητούσαν την κυκλοφοριακή λύση, την κατασταλτική λειτουργία, την προτεραιότητα του έργου έναντι πολιτικών για την κοινωνική προστασία και την απασχόληση. Άφηναν κι αιχμές για συμφέροντα που, όσο μιλούσαμε για την ποιότητα ζωής, «αναβάθμιζαν» τα τραπεζικά ακίνητα στην Πανεπιστημίου.

Πενήντα τέσσερις πολίτες έφτασαν κιόλας, τον Απρίλη του 2014, να καταθέσουν προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς το έργο εγκρίθηκε χωρίς προηγούμενη μελέτη περιβαλλοντικών και κυκλοφοριακών επιπτώσεων. Η προσφυγή έγινε δεκτή τον Ιούνη του 2015, βάζοντας τέλος στην επιχείρηση Rethink, καθώς ήδη από το Νοέμβρη του 2014, η Κομισιόν είχε ζητήσει την απένταξή της από τα προγράμματα χρηματοδότησης ως «διακοσμητικό έργο» σε περίοδο έλλειψης πόρων. Ακόμα θρηνούν στα Μέσα. Δεν μας αφήνουν να προκόψουμε σ’ αυτό τον τόπο. Αθηναίοι, ακόμα μια προσπάθεια να γίνουμε Ευρωπαίοι.

Αυτή η προσπάθεια πρόφτασε, όμως, ν’ αφήσει παρακαταθήκες. Δεν μιλώ μόνο για τ’ άλλα οικόπεδα, τα παραλιακά. Μιλώ για την εδραίωση ενός τύπου σχεδιασμού του δημόσιου χώρου, στον οποίο έχουν την πρωτοβουλία τα ποικίλα ιδιωτικά ιδρύματα, δίκτυα συμφερόντων και ομάδες δημιουργικής έμπνευσης, που διεκδικούν προνομιακή πρόσβαση στους θεσμούς και μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, ορίζοντας τι είναι προφανές, τι αναγκαίο και τι προτεραιότητα για την πόλη. Με τα δικά τους μέτρα. Την Ιστορία, έλεγε ο Γκράμσι, δεν την κινεί μόνο η αναγκαιότητα αλλά και η ιδιοτέλεια.

Θα μου πείτε, διδακτικά είναι όλα αυτά, αλλά παλιά. Γιατί τα ξαναπιάνουμε σε μια συγκυρία που θέτει άλλα ζητήματα, πιο κρίσιμα; Υπάρχει λόγος. Πρόκειται για μια δραστηριότητα του ΚΙΑΣΩ που έμεινε σχετικά αφανής μέσα στο επικοινωνιακό πανηγύρι και δείχνει τη φρικαλέα πίσω πλευρά των πράσινων οραμάτων που τη λένε κερδοσκοπία. Πρόκειται για την υποστήριξη της επεξεργασίας μιας πολιτικής για τη διαχείριση ακινήτων σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η οποία γινόταν παράλληλα με τις αρχιτεκτονικές μελέτες. Δεν ευοδώθηκε νομοθετικά ούτε αυτή η επεξεργασία – κάτι θα θυμάστε. Παραδόξως, όμως, φαίνεται να εκκρεμεί σ’ όλα τα πολεοδομικά σχέδια που έχει έκτοτε επεξεργαστεί ο Δήμος Αθήνας. Επανέρχεται, μάλιστα, στη συζήτηση με πρόσχημα την προσφυγική κρίση. Ίσως να τη δούμε και στο τραπέζι της επόμενης διαπραγμάτευσης. Αλλά, γι’ αυτό, θα χρειαστούμε ένα ακόμα σημείωμα.

 

Δείτε εδώ το 2ο μέρος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!