Για τη νέα ταινία του Ολιβιέ Ασαγιάς Personal Shopper: Η Βοηθός

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Μετά τα Σύννεφα του Σιλς Μαρία (2014), o Γάλλος Ολιβιέ Ασαγιάς φανερά γοητευμένος από την νεαρή Αμερικανίδα σταρ Κρίστεν Στιούαρτ, την προάγει σε μούσα του και πρωταγωνίστρια της νέας επίσης αγγλόφωνης ταινίας του Personal Shopper: Η Βοηθός.

Φανατική καπνίστρια η ανορεξική Αμερικανίδα Μορίν, με ανδρόγυνο ατημέλητο λουκ και ανάκατα καρέ καστανά μαλλιά με ξανθές ανταύγειες, πηγαινοέρχεται Παρίσι-Λονδίνο, μπαινοβγαίνει σε ονομαστούς γαλλικούς οίκους μόδας και αγοράζει πανάκριβα κοσμήματα στου Καρτιέ, έχοντας την ευθύνη της γκαρνταρόμπας ενός τοπ μόντελ. Μόνιμη διαμονή της είναι το Παρίσι, όπου με τον πρόσφατα πεθαμένο δίδυμο αδερφό της μοιράζονταν το χάρισμα επικοινωνίας με τα πνεύματα και είχαν δώσει υπόσχεση όποιος φύγει πρώτος να στείλει σημάδι από τον άλλον κόσμο, με την Μορίν να ανιχνεύει παρουσίες πνευμάτων σε στοιχειωμένα αρχοντικά στη γαλλική ύπαιθρο, με βρύσες που ανοίγουν ξαφνικά, μυστηριώδεις γρατζουνιές σε σχήμα σταυρού στους τοίχους και ποτήρια που σπάνε.

Διαρκώς με ένα τσιγάρο στο στόμα και ένα κινητό στο χέρι, μετακινείται στους πολυσύχναστους δρόμους του νυχτερινού Παρισιού με το μοτοσακό της ή ταξιδεύει με το τρένο, μονίμως υπ’ ατμόν, δίχως να σταματάει να πληκτρολογεί μηνύματα στο κινητό, ενώ επικοινωνεί μέσω σκάιπ με το αγόρι της, που βρίσκεται σε άλλη ήπειρο. Στα μηνύματα ενός άγνωστου, που την προκαλεί να δοκιμάσει η ίδια τα πανάκριβα σέξι φορέματα που κουβαλάει, απαντάει «No desire if it is not forbidden/ δεν υπάρχει επιθυμία αν δεν είναι απαγορευμένη», φράση που αποκαλύπτει το φετιχισμό μιας συναισθηματικά ανικανοποίητης και αυτοαναφορικής νεολαίας, εθισμένης στην εικόνα. Βιώνοντας μοναξιά και απομόνωση, η πρωταγωνίστρια ξεκινά ένα δι’ αποστάσεως και κυρίως δίχως σαρκική υπόσταση, ερωτικό παιχνίδι σαγήνης και αισθησιασμού.

Παρότι δίνεται αρχικά η εντύπωση φάρσας, σαν εξευρωπαϊσμένο Γκοσμπάστερς, ωστόσο, σε προσεκτικότερη ανάγνωση αποκαλύπτεται ένα ατμοσφαιρικό και ερωτικό θρίλερ μεταφυσικών προεκτάσεων, αρχικά ρεαλιστικά κινηματογραφημένο σε μονοπλάνα διαρκείας, που ουσιαστικά καλύπτει με πρωτότυπο τρόπο μια υπόθεση φόνου. Με στοιχεία από όλο το φάσμα του σινεμά είδους, από θρίλερ μεταφυσικής θεματολογίας, ταινίες τρόμου, ώς και αστυνομικά φιλμ νουάρ, ο Ασαγιάς επινοεί μια περιέργως πετυχημένη ιστορία φαντασμάτων, με πρωταγωνίστρια το απόλυτο αμερικάνικο γκόθικ εφηβικό ίνδαλμα στο σινεμά, την σταρ της σειράς ταινιών Λυκόφως (2008-2012), σε μια ταινία που μπορεί να θεωρηθεί ως εκλεπτυσμένο ριμέικ της Έκτης Αίσθησης (1999/ Νάιτ Σιάμαλαν).

Ο Ασαγιάς παίζει με αναφορές στη γοτθική λογοτεχνία τρόμου του 19ου αιώνα, με φαντάσματα σε στοιχειωμένα αρχοντικά στην εξοχή, καθώς το μεταφυσικό στοιχείο εκδηλώνεται στη φύση, με μια διάθεση ακόμα και παρωδίας, ανακαλώντας το Φάντασμα του Κάντερβιλ (1887) του Όσκαρ Ουάιλντ, με μια «περιπαικτική» αναφορά στον Ουγκό, μέχρι τον Αόρατο Άνθρωπο (1897) του Χ. Τζ. Γουέλς. Αντιθέτως, στο φιλμ νουάρ έχει την τιμητική του το βραδινό αστικό τοπίο, μέσα στο οποίο απεικονίζεται διαρκώς να κινείται η πρωταγωνίστρια, πορευόμενη, όμως, μέσα στη «σοφία της μοναξιάς της» (Γ. Ρίτσος) και όχι ως άλλη Φλοράνς, στο Ασανσέρ για δολοφόνους (1958) του Λουί Μαλ, όπου η Ζαν Μορό γύρναγε στα παριζιάνικα μπαρ ψάχνοντας τον αγαπημένο της Ζουλιέν.

Εξαιρετικά ευφυής αποδεικνύεται και η αναφορά στην αινιγματική πρωτοπόρο Σουηδέζα ζωγράφο αφηρημένης τέχνης και μυστικίστρια, Χίλμα Αφ Κλιντ, που επιχείρησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα να συνδέσει τη μεταφυσική σκέψη με τον πνευματισμό και την αφηρημένη τέχνη, πολύ πριν από τον Μάλεβιτς.

Η επιλογή του μακάβριου ηχοχρώματος μιας σόλο βιόλα ντα γκάμπα σε θλιμμένες μπαρόκ κυρίως μελωδίες, κατά τις σκηνές μετακίνησης, υπογραμμίζει τόσο την πένθιμη διάθεση της μοναχικής ηρωίδας, όσο και την αίσθηση μιας γενικευμένης ματαιότητας γύρω από το αναπόφευκτο του θανάτου, που αντανακλά τη σκέψη της μπαρόκ εποχής, που συνταιριάζεται και με την νταρκ εφηβική υπόσταση της πρωταγωνίστριας. Η απεικόνισή της να ζωγραφίζει τους χώρους που ονειρεύεται με πενάκι και σινική μελάνη υποδηλώνει ευαισθησία, ενώ το πένθος για το χαμό του δίδυμου αδερφού εκφράζεται μέσα από το μυστικισμό και τη μεταφυσική επικοινωνία.

Επηρεασμένος από το ηδονοβλεπτικό σινεμά του δαιμόνιου Χίτσκοκ και με αναφορές στους Πολάνσκι, Μπονιουέλ και Ντε Πάλμα, ο Ασαγιάς θίγει το θέμα ενός φετιχιστικού ερωτισμού, με την πρωταγωνίστρια να καταναλώνει το χρόνο της ζώντας μια κοσμική, εικονική καθημερινότητα και μια ζωή που δεν είναι δική της, παραπέμποντας στην εξάρτηση με την κοινωνική δικτύωση, ενώ η ίδια επιθυμεί να γίνει κάποια άλλη, αλλάζοντας προσωπικότητα μέσα από την αμφίεση, ιδίως στις σκηνές που ως μοιραία παρουσία με καπαρντίνα και ψηλά τακούνια διασχίζει τους διαδρόμους ενός ξενοδοχείου, όπως στα φιλμ νουάρ.

Σχολιάζοντας τον καταναλωτισμό στην αγορά ρούχων, που καλλιεργήθηκε στις γυναίκες, ο Ασαγιάς δείχνει την πρωταγωνίστρια να αυτο-φωτογραφίζεται, προβάροντας φορέματα μπρος στον καθρέφτη, σε ένδειξη άκρατου ναρκισσισμού, με διάθεση ηδονοβλεπτικού ερωτισμού.

Σε εποχή έξαρσης της επικοινωνίας με το διαδίκτυο και τα κινητά και με δεδομένη την εκμηδένιση αποστάσεων, με την προσιτή στο κοινό ευκολία ταχύτατης μετακίνησης, ο Ασαγιάς σκαρώνει ένα ερωτικό παιχνίδι σε μια ιστορία φαντασμάτων, για να θέσει υπό συζήτηση την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας των σύγχρονων νέων και τη σύναψη διαπροσωπικών διά ζώσης σχέσεων, σε πραγματικό χρόνο και τόπο. Στην προσπάθειά του να υπογραμμίσει το παράδοξο της προσωπικής απομόνωσης, όταν όλα «ποστάρονται», άρα δημοσιοποιούνται, ενώ ο τρόπος συνεύρεσης ακολουθεί ανταγωνιστικούς κανόνες ριάλιτι τηλεπαιχνιδιών, ο Ασαγιάς σχολιάζει τα πολλαπλά επίπεδα της σύγχρονης επικοινωνίας, ακόμα και στην ακραία μεταφυσική διάσταση ώς τον… άλλο κόσμο, καταδεικνύοντας την ταυτόχρονη ακύρωσή της.

 

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!