από τον Δημήτρη Ουλή
Μεγάλο Σάββατο βράδυ, ένα τέταρτο πριν το «Χριστός Ανέστη», ο ιερέας αναφωνεί το «Δεύτε λάβετε φως». Κάθομαι στην περίβολο του Αγίου Γεωργίου Καρέα, μεγάλη εκκλησία με θαυμάσιες αγιογραφίες, και περιμένω υπομονετικά το άγιο φως να φτάσει ως εμένα. Οι λαμπάδες φωτίζουν σιγά-σιγά ίσαμε το μπροστινό μου πηγαδάκι, ιεροπρεπής συγκίνηση και, παρά την πολυκοσμία, το κλίμα παραμένει κατανυκτικό. Μέχρις ότου ο κύριος μπροστά μου βγάζει από την τσέπη του ένα στριφτό τσιγάρο. Και το ανάβει από το φως της λευκής του λαμπάδας. Το πρώτο άγιο τσιγάρο του φετινού Πάσχα.
Είναι εντυπωσιακές οι διαρροές μετά το «Χριστός Ανέστη». Στην αρχή, μία συγκρατημένη κινητικότητα για τους ασπασμούς και τις ευχές – κάτι σαν ένα αμήχανο σημειωτόν. ΄Οσο όμως περνάει η ώρα, οι φυγόκεντρες δυνάμεις αυξάνουν, το βάδισμα ανοίγει, στα βλέμματα του πλήθους διακρίνει κανείς ανάγλυφο το άγχος της φυγής. Ο ελληνικός λαός θρησκεύει περισσότερο από ποτέ άλλοτε στη μαγειρίτσα. Ανήμερα Πάσχα δε, η παραπάνω συνθήκη καθίσταται ακόμα προδηλότερη. Από τον τέταρτο όροφο του σπιτιού μου, είχα φέτος τη χαρά να απολαύσω και πάλι την εορτάσιμη πασχαλινή τσικνομίχλη. Αρνιά και κοκορέτσια, φωνακλάδικες παρέες, Γωγώ Τσαμπά και καγκέλια να καλύπτουν ολόκληρο τον ηχητικό μου ορίζοντα. Ενώ στα μάτια μου, ένα διαρκές τσούξιμο: λίγο έλειψε να καταφύγω στο Μαλόξ.
Είναι τυχαίο, άραγε, ότι η «διακαινήσιμος εβδομάδα», που οφείλει την ονομασία της στον υποτιθέμενο αγώνα των πιστών για την υπαρξιακή τους ανακαίνιση εν Χριστώ – είναι τυχαίο ότι εκβάλλει στην Κυριακή του «άπιστου» Θωμά; Του μαθητή, δηλαδή, που δεν πίστεψε παρά μονάχα εφόσον εψηλάφησε; Δεν μοιάζει η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας σαν να υπαινίσσεται ότι μπορεί μεν το κενοτάφιο να συνιστά μια συναρπαστική αφορμή χαράς, έναν έξοχο υπαινιγμό ελπίδας – όμως η πραγματική πίστη, δηλαδή η υπέρβαση της απιστίας, δεν κερδίζεται παρά μονάχα ύστερα από μία απτή και πραγματική ψηλάφηση; Και δεν θα όφειλε μία τέτοια συνειδητοποίηση να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς ψηλαφήσαμε όλες αυτές τις άγιες μέρες – πέρα από σπληνάντερα και μπριζολίδια;
Πολλοί φίλοι μού καταλογίζουν – καλόπιστα – ένα είδος θεολογικής υποχονδρίας. Καθώς άλλωστε κι έναν ορισμένο πουριτανισμό, που με εμποδίζει να το «ρίξω έξω» μια φορά κι εγώ, βρε αδελφέ, σαν φυσιολογικός άνθρωπος. ΄Ισως για όλα τελικά να φταίει η μάνα μου (που ούτε γύφτισσα ήταν, αλλά ούτε και με βύζαξε αρκετά). Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό της ιδέας ότι οι νεοέλληνες έχουμε καταφέρει να εξυφάνουμε μια ιδιότυπη διαλεκτική ανάμεσα στον άδειο τάφο και το γεμάτο στομάχι. Με την πλησμονή του δεύτερου προσπαθούμε να αναπληρώσουμε την κενότητα του πρώτου.
Είναι κι αυτή μια στάσις – νιώθεται . Πολλώ δε μάλλον, αν λάβουμε υπόψη ότι είκοσι χρόνια τώρα, τα τηλεοπτικά μας κανάλια δεν δείχνουν τίποτε άλλο πέρα από συνταγές μαγειρικής.