Αναζητώντας το καινούριο μπροστά στο δεύτερο γύρο άγριας επίθεσης και λεηλασίας. Του Νίκου Γαλάνη.
Υπάρχει μια συνήθεια στο χώρο της Αριστεράς που ταυτίζεται με την αντίστοιχη των αστικών επιτελείων. Μετά τις εκλογές γίνεται μια μεγάλη συζήτηση (το πόσο ουσιαστική, είναι ζητούμενο) όπου αναλύονται τα όποια εκλογικά αποτελέσματα ανιχνεύοντας τάσεις – που πολλές φορές, με ευκολία, μετατρέπονται σε καταστάσεις. Δυστυχώς, εύκολα διολισθαίνουν σε μια όχι και τόσο διαλεκτική σχέση που ίσως να έχουν τα πράγματα. Το πριν, το τώρα και το αύριο ιδωμένα μέσα από διαδικασίες και μετασχηματισμούς (ποιοτικούς και ποσοτικούς) αντικαθίστανται από τη λογική του αποτελέσματος. Στις μέρες μας, μάλιστα, προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά, ακόμα δεν έχουν βγει συμπεράσματα και δεν έχουν γίνει απολογισμοί γι’ αυτό που έγινε στην Ελλάδα ένα τουλάχιστον χρόνο τώρα, για το κίνημα, την Αριστερά και τις σχέσεις τους.
Ο καθένας άνετα απολογίζει τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά μέσα σε ποιο πλαίσιο, σε ποιο φόντο, με ποια σχέση με την πραγματικότητα και την επικαιρότητα γίνεται αυτή η αξιολόγηση και αποτίμηση; Υπάρχει έλλειψη δύο σημαντικών απολογισμών που έχουν αλληλεξάρτηση. Είναι χρήσιμος και αναγκαίος ο απολογισμός του κινήματος και η αντιπαράθεση με τρόικα-Μνημόνιο-μέτρα και είναι απαραίτητος ο απολογισμός της Αριστεράς, σε σχέση με το κίνημα και τις ανάγκες του, αλλά και σε σχέση με τα πεπραγμένα της. Ελλείψει, λοιπόν, αυτών των απολογισμών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικά όπλα και εργαλεία ανίχνευσης της σημερινής πραγματικότητας, ας επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένους προβληματισμούς ελπίζοντας ότι θα υπάρξει διάλογος, όχι κουφών νικητών και βουβών νικημένων, αλλά διάλογος με αποτελέσματα, τέτοια που να οδηγούν σε πραγματικές και πιο μόνιμες και σταθερές νίκες ή τουλάχιστον ελπίδες.

 

Αποχή: πολιτική έκφραση της απαξίωσης

Παρατηρείται και αναπτύσσεται -εδώ κι ένα χρόνο, τουλάχιστον- μια κρίση αναξιοπιστίας και ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, στο πολιτικό προσωπικό και στο σύνολο των κομμάτων. Η 5η του Μάη ήταν μια καθοριστική ημερομηνία που επιτάχυνε το «όλοι ίδιοι είναι». Σ’ αυτό το «κοινωνικό» σλόγκαν διεξάγεται η όποια πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση. Ειδικά η νεολαία δίνει τον τόνο, συμπεριφέρεται γυρνώντας την πλάτη της στην «ίδια» πολιτική και στους «ίδιους» πολιτικούς, ψάχνοντας και δοκιμάζοντας είτε άμεσες κοινωνικές καθημερινές απαντήσεις (εναλλακτικός τρόπος ζωής, διαφορετική ηθική κ.λπ.), είτε άμεσες πολιτικές αντιδράσεις και αντιστάσεις. Αυτή η νίκη του κοινωνικού απέναντι στο πολιτικό καταγράφεται «πολιτικά» με τη συμπάθεια προς τους οικολόγους και με την ψυχολογία του αντιεξουσιαστή, του αναρχικού, του παραβατικού, του εξεγερμένου. Ζητήματα καθημερινής ζωής, τρόπου σκέψης, συμπεριφοράς, μορφών δημιουργίας, εθελοντισμού, ηθικής και άλλα πολλά που ορισμένοι απλά τα θεωρούν μεταμοντέρνα και εναλλακτικά –παγώνοντας τη σκέψη και απορρίπτοντας τη σχέση με τη νεολαία– δημιουργούν την απομάκρυνση και την αδιαφορία της νεολαίας προς την ξύλινη πολιτική με όποιες μορφές κι αν έχει, προς την πολιτική που κολλάει στην οικονομία και την τάξη και δεν αντιλαμβάνεται τον ολοκληρωτισμό της οικονομίας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.  

Η ενεργοποίηση της νεολαίας δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στα ζητήματα της οικονομίας, ούτε στις κομματικές συγκροτήσεις. Η ενεργοποίηση της νεολαίας αφορά, πρωτίστως, τις συνέπειες που έχει η καπιταλιστική οικονομία στο σύνολο της ζωής. Ας μελετήσουμε τους χιλιάδες ποδηλάτες που, κάθε Παρασκευή, έχουν το δικό τους κομματικό ραντεβού. Κάτι λένε, κάτι θέλουν να πουν. Ίσως τότε να συζητήσουμε καλύτερα για το φαινόμενο Αμυράς ή για το αντίστοιχο της Δ. Ελλάδας, φαινόμενο Παπακωνσταντίνου.

Η μία όψη της απαξίωσης είναι η πολιτική ηθική (εμπιστοσύνη, αξιοπιστία, συνέπεια). Η άλλη όψη είναι αν υπάρχει πολιτική εξυπηρέτησης συμφερόντων, όχι κομματικών αλλά ταξικών. Αυτή η όψη ενδιαφέρει περισσότερο όσους βρίσκονται μέσα στην παραγωγή και έχουν μεγάλες κοινωνικές ευθύνες και υποχρεώσεις.  

Να σημειώσουμε εδώ κάτι που θα χρειαστεί και παρακάτω: Ο κόσμος -και δικαίως- κρίνει πιο αυστηρά την Αριστερά και τα πρόσωπα που την εκπροσωπούν, παρά τη Δεξιά. Αυτή η διαφορά στην κριτική αφορά τις διαφορετικές αξίες που προβάλλει η Αριστερά. Προκύπτουν, όμως, ερωτήματα. Έχουμε μια Αριστερά που αντιλαμβάνεται το ρόλο της ως έκφραση και μέτωπο των εργαζόμενων, απέναντι και σε κόντρα με τις δυνάμεις του κεφάλαιου και της αντίδρασης ή έχουμε μια Αριστερά που πάντα αισθάνεται όμορφα στην αλήθεια της και τη μοναξιά της;  

Το καινούριο τα παίρνει όλα;

Ανάμεικτα συναισθήματα, διαφορετικές προσλαμβάνουσες, μπερδεμένα σχήματα, ενώνονται σε μια συνισταμένη δύναμη που καθοδηγεί τον κόσμο ή το «κόμμα» της αποχής. Όλοι είναι μια παρέα και αυτή η παρέα είναι ο εχθρός μας. Η απαξίωση του υπάρχοντος κομματικού συστήματος και των προσώπων του, αλλά και η αναζήτηση διεξόδου από την κρίση, είναι η υλική βάση για τις πολιτικές αναδιατάξεις τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά. Οπότε, στο παιχνίδι βρίσκονται όλοι όσοι βλέπουν το κενό και προσπαθούν να το καλύψουν. Από τους φασίστες της Χρυσής Αυγής, μέχρι τη μητσοτάκεια πρόταση για κυβέρνηση τεχνοκρατών και τις φημολογούμενες προσπάθειες Λαλιώτη-Σακοράφα. Από την προσπάθεια να εμφανιστεί ο Σαμαράς σαν κάτι ιδιαίτερο για τη Ν.Δ., κάτι το καινούριο και διαφορετικό, μέχρι τους τριγμούς Βορίδη στο ΛΑΟΣ.

Και η Αριστερά είναι αντικειμενικά μέσα σ’ αυτή τη δίνη, είτε με το λίφτινγκ των κεντροαριστερών σεναρίων και του αναπαλαιωμένου «πάθους» για τη διεμβόλιση του πασοκικού χώρου, είτε με το τέλος των πρώτων ενωτικών προσπαθειών τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Όλα κινούνται μέσα στη δίνη της των πολιτικών αναδιατάξεων, της πάλης του νέου με το παλιό. Για τον αστισμό το μέγα θέμα είναι το ποιος θα είναι ο ικανός για να αποφύγει τις αντισυστημικές εκρήξεις και καταστάσεις, για να καθοδηγήσει και να διαχειριστεί τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε να «κινεζοποιηθεί» η εργασία στην Ελλάδα, που θα οδηγήσει σε αντίστοιχες δοκιμασίες και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο. Η ήττα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989-91 πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί οικονομικά και κοινωνικά, σε μια επιστροφή σε προοκτωβριανά τοπία. Για την Αριστερά το ζήτημα είναι το πόσο γρήγορα θα αντιληφθεί –αν βέβαια το αντιληφθεί– ότι η συνέχιση της παρακμής της με διασκεδαστικά διαλείμματα, θα την οδηγήσει στο τέλος της ή στο ρόλο διακοσμητικού φυτού, σε ένα σύστημα που θα λειτουργούν άλλοι (αλήθεια, έχουμε σκεφτεί την αμερικανοποίηση του πολιτικού συστήματος;).

Το πολιτικό κενό είναι υπαρκτό και δεν το καλύπτει καμιά δύναμη της επονομαζόμενης Αριστεράς. Το αθροιστικό 30% είναι ένα σχήμα προσωρινά αισιόδοξο, αλλά καθόλου πραγματικό επί της ουσίας. Το ζήτημα είναι αν κατανοείται το κενό και ως δυνατότητα. Αλλά η δυνατότητα προϋποθέτει διαθέσεις και ικανότητες. Ικανότητα και τόλμη υπέρβασης, οικοδόμησης του νέου που, πραγματικά, ενώνει και ενώνεται, του νέου που κατανοεί ότι χρειάζεται μια συνδετική Αριστερά, μια Αριστερά που μετασχηματίζει την απαξίωση σε ανατροπή, μια Αριστερά που παίρνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και εμφανίζεται ως ανεξάρτητη και πρωταγωνίστρια δύναμη. Βοηθάνε τα εκλογικά αποτελέσματα σε κάτι τέτοιο; Άλλο ένα ερώτημα που ίσως αναιρεί βιαστικές, αυτάρεσκες τοποθετήσεις ότι το αποτέλεσμα καταγράφει σταθερές ισορροπίες και συσχετισμούς.

 

Ο εκβιασμός που έπιασε

 
Και ξαφνικά αποκαλύφθηκε ότι το «παιδί» -ωραία έκφραση υποτίμησης του ΓΑΠ από τον Μητσοτάκη – έχει πολιτικά ρεφλέξ και βάζει διλήμματα. Το δίλημμα «ή με ψηφίζετε ή σας πάω σε εκλογές» κέρδισε πολλές ψήφους, ενεργοποίησε το μηχανισμό (καθόλου ευκαταφρόνητος), περιόρισε τους εσωτερικούς αντιπάλους και τα σενάρια, έβαλε φρένο στο «βυθιζόμαστε» (απώλειες πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφοι που, όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες), αλλά κυρίως, από το πενιχρό αποτέλεσμα καταγράφεται μια πρόσκαιρη διπλή «ανάσα»: Διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, αποφεύγει μια άμεση και ρητή απονομιμοποίηση μέσω της κάλπης.

Το πολιτικό έλλειμμα αυτών των εκλογών ήταν ότι δεν υπήρξε και δεν καταγράφτηκε ως ρεύμα το αίτημα να φύγει αυτή κυβέρνηση, ενώ ήταν φανερή η αποδοκιμασία της. Και αυτό είναι ένα ζήτημα και ταυτόχρονα ερώτημα, κάτω από ποιους όρους και προϋποθέσεις και ποιος είναι αυτός που μπορεί να θέσει αποτελεσματικά και γρήγορα το να πέσει αυτή η κυβέρνηση.

Αναγκαστικά γυρνάμε στην Αριστερά. Είναι σε θέση ή μπορεί να είναι σε θέση –και πώς– η Αριστερά να θέσει το ζήτημα, να βάλει το ερώτημα και να έχει την απάντηση, την εναλλακτική πολιτική πρόταση. Μια πρόταση που δεν θα παραπέμπει σε ουτοπικές –για το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων και συνειδήσεων– λύσεις, αλλά θα θέτει το ζήτημα για μια κυβέρνηση λαϊκής ενότητας και σωτηρίας με ένα αντίστοιχο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα που μπορεί να γίνει αποδεκτό από το λαό και να συνοδεύεται από ένα λαϊκό παρατεταμένο αγώνα, που θα δίνει την κάθε μάχη σαν να είναι η καθοριστική για την έκβαση του αγώνα.

Για παράδειγμα, οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σαν μια μάχη όπου θα κέρδιζε πόντους και μάζες η εναλλακτική πολιτική πρόταση. Αυτό θα ήταν δυνατό, αν η Αριστερά πρωτίστως ξεχνούσε τα κομματικά κάστρα και τις αλήθειες της, αν ξεπερνούσε το συμπλεγματισμό της επιβίωσης, αν –σε τελευταία ανάλυση– έθετε τον εαυτό της αντιμέτωπο με την ιστορία. Καθόλου βολικό σχήμα και μεγάλο βάσανο, ταυτόχρονα. Γιατί είναι προτιμότερη η δύναμη αδράνειας, συνήθειας, σταθερών κινήσεων στο μικρόχωρο και μικρόκοσμο. Αυθόρμητα και συνειδητά, το ερώτημα είναι τούτο: Ποια βήματα, ποιοι χώροι διαλόγου, διαβούλευσης, κοινής δράσης και πρακτικής, ποιες ενότητες και ποιες αλλαγές είναι απαραίτητο να υπάρξουν στο σώμα της Αριστεράς για να είναι δυνατή μια αισιόδοξη ανίχνευση στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος, της βασικότερης προϋπόθεσης για την επίλυση του μεγάλου κοινωνικού ζητήματος.

Αύξηση της Αριστεράς, αλλαγή συσχετισμών, ενίσχυση ή ανατροπή πνευμάτων;  

Όταν το βράδυ της Κυριακής εκπρόσωπος του ΣΥΝ άθροιζε τα ποσοστά της Αριστεράς, η Λ. Κανέλλη τον διέκοψε επισημαίνοντάς του, με θεοκρατικό ή κομματικό δογματισμό (ο καθένας διαλέγει), να μην αθροίζει την Αριστερά με τους κομμουνιστές. Άσχετα αν χρειαστεί να ξαναγραφτεί η ιστορία της Αριστεράς από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, το μήνυμα ήταν σαφές: θα σας κουρέψουμε όλους εσάς που βρίσκεστε εκτός ΚΚΕ και μας χαλάτε το παιχνίδι. Η στρατηγική, στην καλύτερη περίπτωση, είναι αυτή. Ένα κόμμα εκτός κοινωνικών αγώνων και χώρων, με ακίνδυνα συλλαλητήρια εξάντλησης του αγώνα, με πολιτικά αγοραφοβικές κινήσεις, αλλά με καθαρό λόγο μέσα στον αριστερό αχταρμά -προβάλλοντας τη διαφορετικότητά τουμε ταχτοποιημένο οργανωτικό τρόπο, με βερμπαλισμό και παραπομπή στη δευτέρα παρουσία, αυξάνει ποσοστά και ψήφους. Δυσκολεύει τη συνεύρεση σε τοπικό επίπεδο, μέσα στους κοινωνικούς χώρους και αγώνες, την ίδια στιγμή που εμφανίζει αφίσα με τον Ν. Ζαχαριάδη (μάλλον έχει ξεχάσει το πρώτο γράμμα του προς τον ελληνικό λαό με την κήρυξη του πολέμου το ’40) και τον Άρη Βελουχιώτη (αλήθεια, ποια άρματα έχουν πάρει οι του ΠΑΜΕ μέσα στους εργασιακούς χώρους: της γενικής απεργίας, της ενότητας όλων των εργαζομένων, της εξόδου από την Ε.Ε. ή έστω από το ευρώ;).  

Το ΚΚΕ ψηφίστηκε από ένα δυναμικό αριστερών και αντιδικομματικών ψηφοφόρων και ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, που προτιμά καθαρό λόγο, συνέπεια και αξιοπιστία. Πραγματοποίησε έξυπνα μια προεκλογική εκστρατεία που πολιτικοποίησε κομματικοποίησε με το δικό του τρόπο τις εκλογές. Εμφανίστηκε ότι αυτό τα βάζει και με τους δύο, σταθερά και καθαρά, δηλώνοντας, εκ των προτέρων, ότι στο δεύτερο γύρο ψηφίζει Λαϊκή Συσπείρωση.
Είναι αλήθεια ότι αυτό το ποσοστό και αυτός ο συσχετισμός δυσκολεύουν το διάλογο και την κοινή δράση και συνάντηση με την υπόλοιπη Αριστερά. Αλλά είναι, επίσης, σωστό ότι οι αντιφάσεις αυτής της πολιτικής αλλά και η μεγέθυνση της δύναμης του ΚΚΕ θα αναπτύξουν ακόμα περισσότερο την κριτική και τις φωνές που αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο αυτής της «στρατηγικής». Εδώ, το ερώτημα έχει σχέση με το χρόνο. Πότε θα γίνει αυτό.  

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό που είχε ποτέ ο χώρος της άλλης Αριστεράς, της λεγόμενης επαναστατικής, στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Είναι σαφές πως οι ψήφοι αυτές είναι, κυρίως, αριστερές. Είναι, επίσης, σαφές ότι αριστεροί ψηφοφόροι «δραπέτευσαν» από τον ΣΥΡΙΖΑ και μετακόμισαν (προσωρινά ή μόνιμα, θα αποδειχτεί) βρίσκοντας καταφύγιο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι ψηφοφόροι που δεν πείστηκαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εξάλλου, όποιος δει τα ποσοστά σε διάφορους γεωγραφικούς χώρους, όντας ανύπαρκτη και άγνωστη προεκλογικά, κατέγραψε ποσοστά πάνω από τα συνήθη. Ψήφος της διαμαρτυρόμενης Αριστεράς ναι, αλλά μακάρι να γίνουν παρακαταθήκη. Λέμε μακάρι, γιατί οι σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι δυνατόν να ζαλιστούν από τον ίλιγγο της επιτυχίας που μπορεί να τους δημιουργήσει την ψευδαίσθηση, άρα και την περιχαράκωση ότι είναι μια νέα «πιάτσα» και στην επόμενη στροφή να τους οδηγήσει σε αποτυχία. Οι αντιφάσεις και τα προβλήματα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι, δυστυχώς, μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του ΣΥΡΙΖΑ, και είναι δυσεπίλυτα κυρίως λόγω της υπεριδεολογικοποίησης της έννοιας της πολιτικής και του εθελοντικού υποκειμενισμού που καταδυναστεύει αυτό τον χώρο. Ο κινηματισμός και ο ιδεολογικισμός ως κουλτούρα απομακρύνουν την πολιτική και κοινωνική γείωση αυτού του χώρου. Ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ και του Μετώπου ως εχθρικό και αντίπαλο σώμα, περιορίζει τόσο την ανάπτυξή τους όσο και τη δυνατότητα να μπουν μόνιμα στην πολιτική πραγματικότητα. Είναι αλήθεια, όμως, ότι και αρκετές δυνάμεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ενδιαφέρονται να κεφαλαιοποιήσουν στενά οργανωτικά την επιτυχία, αλλά και επιθυμούν την ουσιαστική συνάντηση και ενότητα με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής. Οφείλουμε, ως Μέτωπο και ως ΚΟΕ να ενισχύσουμε πρωτοβουλίες, τόπους συνάντησης και διαλόγου αριστερών δυνάμεων ανιχνεύοντας, παράλληλα, την ενότητα δράσης –κι όχι μόνο– στους κοινωνικούς χώρους και στην κεντρική πολιτική σκηνή.  

Η ηγετική ομάδα του ΣΥΝ, λίγο πριν από τις εκλογές πρόβαλε μια «νέα» στρατηγική αυτή της «συνάντησης με τον σοσιαλιστικό χώρο», που έβαλε τον κεντροαριστερό προσανατολισμό και πρόταση από το παράθυρο ξανά στο τραπέζι. Η παταγώδης εκλογική αποτυχία που επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά από αυτόν το χώρο, αποδεικνύει ότι οι αλλαγές στην κοινωνία και στην πολιτική σκηνή απαιτούν μια ανεξάρτητη Αριστερά με κοινωνική δράση, αξιοπιστία και με διαχωριστικές πολιτικές γραμμές, που προβάλει εναλλακτικές πολιτικές και προγραμματικές λύσεις. Αυτοί είναι όροι για την ενδυνάμωσή της και για να συγκινηθούν και διεμβολιστούν τα μεγάλα ακροατήρια της κοινωνίας και του ΠΑΣΟΚ.  

Ο Συνασπισμός, ή καλύτερα η ηγετική του ομάδα, δημιούργησε με τις επιλογές της μια διπλή κρίση. Κρίση στον ίδιο τον ΣΥΝ, ενώ είναι ακόμα νωπή η διάσπαση από τη Δημοκρατική Αριστερά, και κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι έχουμε έναν ΣΥΝ στα δύο ή και στα τρία (βλ. δηλώσεις και αντιπαράθεση Παπαδημούλη), και έναν ΣΥΡΙΖΑ κλινικά νεκρό, που η ανάταξή του προϋποθέτει θεμελιώδεις αλλαγές που είναι αμφίβολο έως αδύνατο να τις προκαλέσει η ηγετική ομάδα. Δεν υπάρχουν πρόθυμοι, αλλά κι αν υπάρξουν είναι αναγκασμένοι να υπηρετήσουν το «σχέδιο Μητρόπουλου» (η στάση του ΣΥΝ στο δεύτερο γύρο είναι η φυσιολογική συνέχεια του πρώτου). Σε κάθε περίπτωση, οι σύντροφοι που δεν θέλουν να συμπορευτούν με το νέο κεντροαριστερό σενάριο οφείλουν να βρουν τρόπους διαβούλευσης, διαλόγου και κοινής ενωτικής δράσης, διευρύνοντας τον ορίζοντα και αναγνωρίζοντας φίλιες δυνάμεις.  

 

Μια χρήσιμη κριτική, μια αναγκαία αυτοκριτική   

Το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής ή, καλύτερα, η Ελεύθερη Αττική είχε ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα με βάση αυτά που εξήγγειλε. Γιατί είναι άλλο πράγμα να λες πως θέλεις να ρίξεις ένα σπόρο στο χωράφι της Αριστεράς και ευρύτερα και άλλο να εκφωνείς την αλλαγή της Αττικής με στόχο την αλλαγή της Ελλάδας.  
Μια πρώτη εκτίμηση για αυτό το αποτέλεσμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι υποτιμήθηκε, δεν αντιμετωπίστηκε και τελικά δεν απαντήθηκε η κατασυκοφάντηση του σ. Αλ. Αλαβάνου, μια κατασυκοφάντηση που δημιούργησε ένα ρεύμα τιμωρίας του, πρώτα και κύρια από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως από τον κόσμο που ’χε πιστέψει, που εκτιμούσε, συμπαθούσε, ήλπιζε, ότι ο Αλαβάνος και θέλει και μπορεί να κάνει τομές και αλλαγές. Αυτός ο κόσμος αντλούσε από τον Αλαβάνο του άρθρου 16, της καταγγελίας Καραμανλή σαν νονού, της άρνησης της εύκολης βουλευτικής έδρας (μάχη του Ηρακλείου),της αριστερής στροφής του ΣΥΝ, των γερμανικών ειρωνειών μέσα στο ναό της δημοκρατίας τους στο παραπέρα ξεπούλημα του ΟΤΕ, στην αγωνιστική και περήφανη υποστήριξη του Δεκέμβρη. Αυτός, λοιπόν, ο μετέπειτα επάρατος, που ’θελε να χαλάσει τον οργανωτικό κονφορμισμό και εκφυλισμό ενός αποϊδεολογικοποιημένου κόμματος της επιβίωσης, με κεντροαριστερό προσανατολισμό και ελάχιστη, επί της ουσίας, δράση, έδωσε μαζί με άλλους και άλλες δυνάμεις ψυχή και χαμόγελο σε χιλιάδες αριστερούς, βοηθώντας την ανάπτυξη ενός ρεύματος υπέρ μιας ενωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.  

Δυστυχώς δεν επιδιώχθηκε και δεν καταφέραμε να βγάλουμε από την παρέα και τη φωτογραφία της απαξίωσης (οι προσλαμβάνουσες του κόσμου) τον σ. Αλαβάνο. Ο κόσμος προσέλαβε την πολιτική μάχη του επικεφαλής της Ελεύθερης Αττικής σαν να ήταν η επιστροφή και η προσπάθεια εκδίκησης του Αλαβάνου. Εμφανίστηκε στα μάτια του κόσμου σαν ο πικραμένος ηγέτης και η πιστή παρέα του. Υπήρξε αδυναμία πολιτικής εξήγησης της αντιπαράθεσης Αλέκου-Αλέξη, αλλά και αδυναμία εξήγησης του διαφορετικού σχεδίου (λίγος χρόνος, χωρίς πανελλαδική αναφορά και δικτύωση). Κι όταν λέμε αδυναμία εξήγησης εννοούμε το να καταλαβαίνει ο πλατύς κόσμος κι όχι οι λίγοι μυημένοι. Η Ελεύθερη Αττική, πρωτίστως, ποντάριζε στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ (βασική δεξαμενή άντλησης ψηφοφόρων) και στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ που κατανοούσε ότι το «όχι» στο Μνημόνιο είναι ανεπαρκές, αν δεν συνοδεύεται με το να φύγει η κυβέρνηση Παπανδρέου. Αυτός ο κόσμος αν και υπαρκτός, δεν αποσπάστηκε, δεν διαφοροποιήθηκε γιατί δεν πίστεψε πως η Ελεύθερη Αττική είναι η λύση, είναι η σπίθα που θα ανάψει φωτιά στον κάμπο. Η χαμηλή οργανωτικότητα σε συνδυασμό με ένα βερμπαλισμό ενδυνάμωναν τα χαρακτηριστικά της αναξιοπιστίας. Νίκησε, λοιπόν, μια αήθης πολιτική από το στρατό του μηχανισμού και ορισμένων, που αυτοαποκαλούνται διανοούμενοι –δυστυχώς από το χώρο των πρώην συντρόφων του Α.Α.- μια πολιτική ψεμάτων, ανθρωποφαγίας, κομπλεξισμού και εξουσιομανίας που μπερδεύουν την Αριστερά με την ανώνυμη εταιρία.  

Η ΚΟΕ υποτίμησε όλα τα παραπάνω. Στη βάση της υπηρέτησης μιας γραμμής να αλλάξουν τα πράγματα στην Αριστερά για να αλλάξουν και στη χώρα, προσπάθησε να συμμετέχει σε μια ενωτική Αριστερά που ταυτόχρονα έχει τη φιλοδοξία να οδηγήσει την Αριστερά στο να πρωταγωνιστήσει. Δεν ταυτίσαμε το τελευταίο με την Ελεύθερη Αττική, γιατί θεωρούσαμε πως μια σπίθα και ένας σπόρος είναι τα απαραίτητα υλικά για την ανατροπή αλλά όχι και τα ικανά. Στόχος μας παραμένει η δημιουργία ενός μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ενάντια στην τρόικα και την κυβέρνηση, για να παρθούν τα μέτρα πίσω… Η Ελεύθερη Αττική είναι μια πρώτη μαγιά για να καρποφορήσει η αναγκαιότητα και η οικοδόμηση του μετώπου. Είναι αλήθεια ότι δεν επιτεύχθηκε ούτε τομή, ούτε υπέρβαση, ούτε ανατροπή στον συσχετισμό πνευμάτων και πολιτικών. Ήταν ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου που δεν κερδήθηκε.  

Αυτή η προσπάθεια, όμως, δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί από την πρώτη κιόλας μάχη που έδωσε. Χρειάζεται με ψυχρό κεφάλι να αυτοπροσδιοριστεί και να σχεδιάσει μια ενωτική παρέμβαση στο χώρο της Αριστεράς. Η συνεχής δράση και το σκάψιμο μέσα σε όλο το σώμα της Αριστεράς για να βρεθεί η ενωτική ψυχή και το δυναμικό σώμα της ανατρεπτικής Αριστεράς, αποτελεί την κεντρική κατεύθυνση όλων όσων διαισθάνονται το πρόβλημα. Μια Αριστερά που θα συνδέει δυνάμεις, κινήματα, πρωτότυπα πειράματα και δοκιμασίες και θα δημιουργεί μια επικίνδυνη συνισταμένη για τις δυνάμεις του συστήματος και έναν οργανωτή των επικίνδυνων τάξεων, όσο και αν μοιάζει με ουτοπία, όσο κι αν φαίνεται πως απομακρύνεται με τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα, τόσο επείγουσα και σκανδαλωδώς αναγκαία είναι.  

Αυτός είναι ο ένας δρόμος. Υπάρχει και ένας ακόμα δρόμος-καθήκον που δεν είναι κατ’ ανάγκη σε αντιπαράθεση με το πρώτο. Να βρεθούμε μέσα στην κοινωνία και στα ξεσπάσματά της, να ακούσουμε, να μάθουμε, να δοκιμάσουμε, να συγκροτήσουμε, να οργανώσουμε. Να προσπαθήσουμε παράλληλα για την οικοδόμηση -σαν τμήμαμιας Αριστεράς που θα έχει τόλμη, πρόγραμμα, θεωρία, τακτική, μαζική απεύθυνση και θα δημιουργεί γεγονότα αλλάζοντας τους συσχετισμούς.  

Στις 15-11-2010 -έχει αναγγελθεί από τη διακαναλική συνέντευξη του ΓΑΠ-θα μπούμε στη δεύτερη φάση μιας άγριας επίθεσης και λεηλασίας, όπου η Αργεντινή και η Ρουμανία θα μοιάζουν παράδεισοι μπροστά στο καταστραμμένο τοπίο που θα έχει, τυπικά ίσως, την ονομασία «Ελλάδα». Με αυτή την οπτική πρέπει να αναμετρηθούν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς τραγουδώντας οπλισμένοι με το στίχο του τραγουδοποιού που δεν δέχεται «να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω».  

* Ο Νίκος Γαλάνης είναι μέλος της Γραμματείας της ΚΟΕ και εκπρόσωπος της ΚΟΕ στο συντονιστικό του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!