Του Αντώνη Αντωνίου *
H εποχή που ξεκινάει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σηματοδοτεί την υπέρβαση του προηγούμενου ευρωκεντρικού διεθνούς συστήματος. Η διαμόρφωση δύο διακριτών «στρατοπέδων» μεταφέρει τις συγκρούσεις εκτός Ευρώπης (Κίνα, Κορέα κ.λπ.), ο Ψυχρός Πόλεμος μεταφέρεται από το κέντρο στην περιφέρεια.

Δεν είναι τυχαίο πως όλες οι πολεμικές αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θα σημειωθούν σε εδάφη του Τρίτου Κόσμου. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι, τουλάχιστον αρχικά, ευνοϊκά σε ιδεολογικό επίπεδο για την Αριστερά και την Ε.Σ.Σ.Δ. Παντού οι άνθρωποι επιζητούν κοινωνικοοικονομικές αλλαγές και τα Κομμουνιστικά Κόμματα ενισχύονται λόγω της προηγούμενης συμμετοχής των κομμουνιστών στα αντιφασιστικά-αντιστασιακά κινήματα.
Ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις, άλλαξε. Ο σύγχρονος καπιταλισμός και οι εξαγωγές κεφαλαίου καθιστούσαν τον εδαφικό έλεγχο λιγότερο απαραίτητο. Τα επιτεύγματα της πολεμικής τεχνολογίας (αεροπλάνα, υποβρύχια κ.λπ.) μείωναν τη σημασία του ελέγχου των θαλάσσιων επικοινωνιών, ενώ οι εκρήξεις των αντιαποικιακών κινημάτων μεγιστοποιούσαν το πολιτικό και το στρατιωτικό κόστος της αποικιακής κυριαρχίας. Η κομμουνιστική υποστήριξη στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα προσέθετε έναν ακόμα αστάθμητο και επικίνδυνο παράγοντα για τους αποικιοκράτες. Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, και ειδικά ο Β΄, υπέσκαψαν το ευρωπαϊκό κύρος και κλόνισαν τις ευρωπαϊκές βάσεις της αποικιοκρατίας. Βάσιμα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η κατάρρευση των δυτικών αυτοκρατοριών και η είσοδος στο διεθνές σύστημα των μη δυτικών κρατών είναι μία από τις σπουδαιότερες διεργασίες του 20ού αιώνα.
Έτσι, παρόλο που η αμφισβήτηση και η κριτική ως προς το καθεστώς των αποικιών, σε οικονομικό, ιδεολογικό ή ηθικό επίπεδο, είχε αναπτυχθεί στις μητροπόλεις ήδη από τον Μεσοπόλεμο, ήταν αναμφίβολα ο Πόλεμος που κατέστρεψε τη θέληση και την ικανότητα των ευρωπαϊκών ελίτ να συνεχίσουν να κατέχουν αποικίες.
Οι επιτυχίες στην Ινδία, την Ινδοκίνα και την Ινδονησία λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για τη «διασπορά» των αντιαποικιακών κινημάτων και, όσο περνούσε ο καιρός, ενισχυόταν η πίστη πως η αποαποικιοποίηση ήταν εξέλιξη ιστορικά αναπόφευκτη. Ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν εμφανής η ισχυρή τάση της αποαποικιοποίησης, που σύντομα θα καθιστούσε την αποικιοκρατία φαινόμενο του παρελθόντος. Τα ερωτήματα για το αν ήταν πλέον επαρκή τα οφέλη της αποικιοκρατίας, ολοένα και αυξάνονταν στις μητροπόλεις. Στα τέλη της δεκαετίας του  1950 η αποικιοκρατία ήταν ηθικά πλήρως απονομιμοποιημένη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τo 1938 o αποικιακός χώρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας περιλάμβανε το 21% του παγκόσμιου πληθυσμού (453.870.000 άνθρωποι) ενώ η Γαλλία κυριαρχούσε σε αποικίες με πληθυσμό 70.000.000. Γενικά, η Αγγλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία είχαν αποικίες με συνολικό πληθυσμό περίπου 625.000.000 (το 29% του παγκόσμιου πληθυσμού). Η εικόνα αυτή του κόσμου θα αλλάξει τελείως: 130 αποικίες των Δυτικών θα αναγνωριστούν ως ανεξάρτητα κράτη ή θα ενσωματωθούν σε άλλα ανεξάρτητα κράτη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Ψυχρός Πόλεμος και Τρίτος Κόσμος

Ο Ψυχρός Πόλεμος περιγράφεται ως ο πιο «παγκόσμιος» πόλεμος, αυτός στον οποίο το ρίσκο του πυρηνικού πολέμου έθεσε σε κίνδυνο την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Διακρινόταν από χαρακτηριστικά του παραδοσιακού ανταγωνισμού, όπως η «κούρσα των εξοπλισμών» και ο σχηματισμός αντίπαλων συμμαχιών. Ωστόσο, εμφανίζονται και νέα: τα πυρηνικά όπλα, η ιδεολογική σύγκρουση, η αλληλοτροφοδότηση με τα αντιαποικιακά κινήματα και η αντιπαράθεση για τον Τρίτο Κόσμο.
Με βάση τις γενικές τάσεις της εποχής, στις δεκαετίες αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο δημόσιο λόγο και την κοινή γνώμη τόσο των υπανάπτυκτων όσο και των δυτικών κρατών, όλο και συχνότερα επισημαίνεται η τάση χειραφέτησης των φτωχών πληθυσμών του Τρίτου Κόσμου, όπως και η παραδοχή ότι είναι η Δύση που έχει προκαλέσει τη φτώχεια και γενικά τα δεινά των χωρών αυτών. Είχε περάσει πλέον ο καιρός που η αποικιοκρατία θεωρούνταν «φυσική πραγματικότητα» και η κριτική αρθρωνόταν όχι στην ίδια την ύπαρξη του αποικιοκρατικού συστήματος, αλλά μόνο στις «καταχρήσεις» και τις «υπερβολές». Μετά τον πόλεμο, η ηθική καταδίκη της αποικιοκρατίας σε όλες τις εκδηλώσεις της γενικεύτηκε. Ακόμα και στον ίδιο το λόγο των αποικιοκρατών, οι παλιότερες ρητορικές θεωρούνταν αναποτελεσματικές και απαρχαιωμένες. Αναγνωριζόταν ακόμα και από τους ίδιους ότι τα καθήκοντά τους δεν θα έπρεπε να περιορίζονται στη διατήρηση του «νόμου και της τάξης», αλλά να περιλαμβάνουν την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη και τον πολιτικό εκσυγχρονισμό των αποικιοκρατούμενων λαών.
Τη μεταπολεμική αυτή περίοδο, ωστόσο, ενώ η Ευρώπη ζούσε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδο ειρήνης και ανάπτυξης, η Ασία, η Αφρική και η Μέση Ανατολή συνταράσσονταν από βίαιες πολεμικές συγκρούσεις.  Στην πραγματικότητα, μια από τις πλευρές του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε η με νέους όρους ιμπεριαλιστική επέμβαση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Eqbal Ahmad, δεν νομιμοποιείται κανείς να μιλάει για «μακρά ειρήνη» κατά την περίοδο αυτή.
Τα τελευταία χρόνια οι ιστορικοί αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν απλά ένα διπολικό, αλλά ένα πραγματικά παγκόσμιο φαινόμενο. Με μία τέτοια προοπτική, ο ρόλος των μη δυτικών παραγόντων αξιολογείται ως σημαντικός, ειδικά από τη στιγμή που η ανάδυση του Τρίτου Κόσμου, μέσα από τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, όχι μόνο συμπίπτει χρονικά με τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά και καθορίζεται από το ευρύτερο πλαίσιό του. Οι αδέσμευτες περιοχές παύουν να εξετάζονται απλά ως πεδίο άρθρωσης του ανταγωνισμού των δύο Υπερδυνάμεων. Η εξέταση του διεθνούς ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνει όλο και περισσότερο τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τους πολιτικούς αγώνες σε τοπικό επίπεδο. Ταυτόχρονα βέβαια, η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες θα πραγματοποιούνταν οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές στον Τρίτο Κόσμο. Παρ’ όλο που ο χαρακτήρας κάθε αντιαποικιακού αγώνα ήταν ιδιαίτερος, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν πάντα καθοριστική εξωτερική παράμετρος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι αντιαποικιακοί αγώνες είχαν σχετική αυτονομία σε σχέση με τον Ψυχρό Πόλεμο, με δεδομένο όμως το χαρακτήρα και την παγκόσμια διάστασή του, οι αγώνες αυτοί μορφοποιήθηκαν και διεξήχθησαν στο αντίστοιχο ψυχροπολεμικό περιβάλλον.
Ο όρος «Τρίτος Κόσμος» είναι ένας όρος ασαφής, που μάλιστα στις μέρες μας χρησιμοποιείται όλο και πιο σπάνια στη βιβλιογραφία. Πρώτος τον χρησιμοποίησε  το 1952 ο γάλλος ιστορικός της Οικονομίας Alfred Sauvy, σε άρθρο του στη σοσιαλιστική εφημερίδα «L’Observateur», για να περιγράψει τα κράτη που μόλις είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους. Με τη χρήση του όρου, τίθεται αμέσως το ζήτημα της έλλειψης κοινών πολιτικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών προσανατολισμών των χωρών που περιγράφονται με αυτόν. Έχουν προταθεί τρία κοινά χαρακτηριστικά, τυπικά για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου: η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία, το να είναι πολιτικά και στρατιωτικά αδέσμευτες και η απόπειρα του οικονομικού εκσυγχρονισμού.
Άλλοι εντοπίζουν την κύρια σημασία της έννοιας στη διαμόρφωση μιας κοινής συνείδησης, με ταυτόσημες ιδέες και έναν ενοποιητικό προσδιορισμό έναντι της Δύσης. Σύμφωνα με μια τέτοια οπτική, η έννοια του Τρίτου Κόσμου συνέβαλλε στη συγκρότηση μιας διακριτής ταυτότητας. Η ταυτότητα αυτή, με τη σειρά της, εξαρτήθηκε από τρείς παράγοντες: τις διαφορές ανάμεσα στον Τρίτο και τους δύο άλλους κόσμους (καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό), τη συνείδηση αυτών των διαφορών και την αλληλεπίδραση όλων αυτών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η έννοια «Τρίτος Κόσμος» δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε «εύκολες» γενικεύσεις. Θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος, ο τόπος και οι ειδικές συνθήκες. Η ετερογένεια είναι χαρακτηριστική ανάμεσα στα διάφορα αυτά έθνη, κάποια από τα οποία δεν ήταν αποικίες στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ κάποια (τα λιγότερα) δεν ήταν ποτέ. Ακόμα, δεν ήταν όλα «αδέσμευτα», τα περισσότερα διατηρούσαν, κατά περιόδους, σχέσεις με τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον.
Σε κάθε περίπτωση, η απουσία μίας κοινής συμφωνίας ως προς το περιεχόμενο του όρου αυτού, συνεπάγεται την ανάγκη να είναι κανείς επιφυλακτικός ως προς την παράθεσή του. Παράλληλα, οι αποκλίνουσες ιστορίες των χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής έχουν τη δική τους ξεχωριστή βαρύτητα.  

Τα αντιαποικιακά κινήματα και η διαδικασία της αποαποικιοποίησης

Η αντίσταση ενάντια στους αποικιοκράτες εμφανίστηκε από τις αρχές της αποικιοκρατίας. Υπήρχαν όμως εγγενείς δυσκολίες, όπως οι εθνοτικές και οι θρησκευτικές διαμάχες, η αντίθεση αγροτικών και αστικών πληθυσμών, ο ρόλος των ντόπιων ελίτ και τα διαφορετικά συμφέροντά τους σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό,  που τις οδηγούσαν στην ταύτιση με τον κατακτητή. Τις δυσκολίες αυτές θα περιορίσει ο αναδυόμενος αντιαποικιακός εθνικισμός. Η έκρηξη όμως μεταπολεμικά των αντιαποικιακών κινημάτων δεν θα έχει ενιαία προοπτική. Οι μαρξιστές θα δουν στην ανεξαρτησία τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός ισχυρού κράτους, προϊόν κοινωνικής επανάστασης σύμφωνα με το σοβιετικό μοντέλο. Η σχέση του μαρξισμού με τα αντιαποικιακά κινήματα υπήρξε, επίσης, σημαντική ως σώμα θεωρητικής γνώσης που τροφοδότησε πνευματικά και πολιτικά τους αποικιοκρατούμενους στον αγώνα τους και διαλέχθηκε με τις δικές τους αναζητήσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι «ιθαγενιστές» θα δουν στη νέα εξουσία την επαναφορά των ιστορικών παραδόσεων που αλλοίωσε η αποικιοκρατία και, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιδιώξουν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική αναστήλωση. Αυτοί οι διαχωρισμοί δεν ήταν πάντα κάθετοι, λειτουργούσαν με διαφορετικό τρόπο σε  κινήματα από διαφορετικές ηπείρους και διαφορετικούς πολιτισμούς, ενώ συχνά μαρξισμός και «ιθαγενισμός» αντάλλασσαν μεταξύ τους στοιχεία και επιρροές.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα οπλίστηκαν επίσης με τα ιδανικά του εθνικισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας, ένα όπλο που μπορούσε εύκολα να στραφεί ενάντια στους δυτικούς δημιουργούς του. Η οικουμενικότητα των αιτημάτων αυτών, κατέστησε την αξίωση για το σχηματισμό ανεξάρτητων κρατών αποτελεσματικό εργαλείο για την πολιτική κινητοποίηση στην περιφέρεια. Βέβαια, τις δυτικές ιδέες οι εθνικιστές του Τρίτου Κόσμου τις ενσωμάτωναν με τέτοιο τρόπο και τις επεξεργάζονταν ώστε να είναι χρήσιμες για το δικό τους αγώνα.
Η διαδικασία της αποαποικιοποίησης έλαβε διάφορες μορφές. Σε άλλες περιπτώσεις συνέβη με απλή και γρήγορη απόσυρση των αποικιοκρατών, σε άλλες όμως χρειάστηκαν αιματηροί και μακροχρόνιοι πόλεμοι. Χρονικά, ξεκινάει από τη δεκαετία του 1940 και ολοκληρώνεται στη δεκαετία του 1970, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Οι αιτίες διάλυσης του αποικιοκρατικού συστήματος μπορούν να εντοπιστούν στην αντίσταση των λαών στις αποικίες, με τη στήριξη της Ε.Σ.Σ.Δ. και έπειτα της Κίνας και της Κούβας, καθώς και στην αδυναμία των ευρωπαϊκών δυνάμεων να ανταποκριθούν οικονομικά στις απαιτήσεις ενός αποικιοκρατικού συστήματος που γινόταν όλο και πιο πολυδάπανο, όσο πιο διευρυμένη και οξεία γινόταν η αντίσταση προς αυτό. Επίσης, για τις Η.Π.Α., σε σχέση βέβαια πάντα με τα ευρύτερα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, οι προϋπάρχοντες αποικιακοί εμπορικοί συνασπισμοί ήταν εμπόδιο στο δρόμο προς την οικονομική επέκταση.
Η συντήρηση της παραδοσιακής αποικιοκρατίας ήταν προβληματική για την αναπαραγωγή του μεταπολεμικού χάρτη παγκόσμιας κυριαρχίας, υπό την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα προγράμματα, για παράδειγμα, της Βρετανίας και της Γαλλίας, με τα οποία παράγονταν αναβαθμισμένα όπλα και εξοπλισμός για τα στρατεύματά τους, είχαν πολύ μικρό αντίκρισμα στην άμυνα της δυτικής Ευρώπης και τη στρατιωτική δομή του Ν.Α.Τ.Ο. Αυτό συνέβαινε γιατί οι περισσότεροι από τους στρατιωτικούς πόρους τους κατευθύνονταν στην αντιμετώπιση των αντάρτικων κινημάτων.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων καθιστούσε για τον ιμπεριαλισμό απαραίτητη την τροποποίηση της κυριαρχίας του πάνω στις εξαρτημένες χώρες. Στις χώρες αυτές, η άμεση αποικιοκρατική κυριαρχία έδωσε τη θέση της στην έμμεση. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν ευθύγραμμη και συνοδεύτηκε από την αντεπαναστατική αντίδραση σημαντικών τμημάτων του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, που, σε πολλές περιπτώσεις, έλαβε τη μορφή του πολέμου με τα αντιαποικιακά κινήματα. Η νεοαποικιοκρατία δεν χρησιμοποιούσε τις μεθόδους διάκρισης της παραδοσιακής αποικιοκρατίας, αλλά ήταν ο νέος λειτουργικός τρόπος σύνδεσης των πρώην αποικιών με τις μητροπόλεις, με όπλο πολλές και αλληλοσυμπληρούμενες πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές συμφωνίες. Ένα κεφάλαιο της οργάνωσης του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος έφτανε στο τέλος του, την ώρα που ένα νέο ξεκινούσε.
Η παρακμή της αποικιοκρατίας δεν μπορεί να μελετηθεί αποσπασμένα από τις αγωνιστικές εξάρσεις των λαών, αφού τα κινήματα χειραφέτησης στις αποικίες συνοδεύονταν κατά κανόνα από παράλληλες δομικές αλλαγές στο εσωτερικό των αποικιακών χωρών: οι αλλαγές στη σύνθεση των ελίτ και η κινητοποίηση των λαϊκών μαζών μπορούν με αυτόν τον τρόπο να εξεταστούν σαν παράλληλο αλλά και κινητήριο φαινόμενο της διαδικασίας της αποαποικιοποίησης .
Η δυναμική των αντιαποικιακών κινημάτων, ειδικά στις ριζοσπαστικές και επαναστατικές εκδοχές της, αμφισβήτησε ταυτόχρονα βασικά δομικά στοιχεία του ιμπεριαλισμού: τις διεθνείς καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τις ντόπιες ελίτ και τα κράτη ως μηχανισμούς ελέγχου και καταπίεσης. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, στην Αλγερία και το Βιετνάμ, τα αντιαποικιακά κινήματα απέδειξαν την ικανότητά τους να νικήσουν δύο σύγχρονους δυτικούς στρατούς. Για τον Ahmad, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ήταν ο πρωταρχικός παράγοντας στον προσδιορισμό της σύγκρουσης και της αλλαγής του διεθνούς συστήματος και ο βασικός φόβος των Η.Π.Α. Ακόμα και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνούσαν με τη διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης ενός κράτους, υπήρχε πάντα ο φόβος η διαδικασία αυτή να γίνει με «λάθος τρόπο», να οδηγήσει δηλαδή το νέο κράτος εκτός των πλαισίων του «ελεύθερου κόσμου».
Οι Δυτικοί γνώριζαν ότι η αστάθεια που μπορούσαν να προκαλέσουν τα επαναστατικά εγχειρήματα ήταν εύκολο να μεταφερθεί στο εσωτερικό των δικών τους κρατών και στο Ν.Α.Τ.Ο. Τους φόβους αυτούς ενέτεινε το βίαιο παρελθόν της αποικιοκρατίας και το επιτυχημένο σοβιετικό μοντέλο ανάπτυξης που μπορούσε εύκολα να γίνει πρότυπο προς μίμηση, επηρεάζοντας τις επιλογές των αγωνιζόμενων εθνικιστών.
Μέσα στο διεθνή ανταγωνισμό, ο εχθρός της μίας Υπερδύναμης μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει σε στήριξη και ενίσχυση από την άλλη. Ειδικά σε περιπτώσεις όπου ο αντιαποικιακός αγώνας εξελίχθηκε σε ανοιχτό πόλεμο, η στρατιωτική βοήθεια στα εθνικιστικά κινήματα –κατά κύριο λόγο από την Ε.Σ.Σ.Δ.  και τους συμμάχους της–υπήρξε ζωτικής σημασίας. Στην πράξη, πάντως, τα πράγματα ήταν αρκετά περίπλοκα και, κατά συνέπεια, οι γενικεύσεις έχουν περιορισμένη ερμηνευτική αξία. Τα αντιτιθέμενα στρατόπεδα εντός των διαδικασιών της αποαποικιοποίησης δεν υπήρξαν πάντα ευδιάκριτα και εκ των προτέρων καθορισμένα.
Ως προς τα αποτελέσματα της αντιαποικιακής ανεξαρτησίας, η εξουσία τις περισσότερες φορές πέρασε στα χέρια των ελίτ, που είχαν ήδη συγκροτηθεί κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας και που αναπαρήγαγαν δυτικά σχήματα και αντιλήψεις, περιορίζοντας έτσι τους ορίζοντες της απελευθέρωσης. Ο εθνικισμός μετασχηματίστηκε από παράγοντα συνάρθρωσης σε ενιαίο πλαίσιο των δυνάμεων που πάλευαν ενάντια στην αποικιοκρατία σε μηχανισμό ταξικής επιβολής. Παρόμοια είναι και η άποψη του  Hobsbawm, ότι υιοθετήθηκαν πολιτικά συστήματα που είχαν τις ρίζες τους στην παλιά αυτοκρατορική κυριαρχία. Όπου μεσολάβησε μακροχρόνιος απελευθερωτικός αγώνας, τα νέα καθεστώτα βρίσκονταν πιο κοντά στο πρότυπο της σοβιετικής επανάστασης. Παρόλα αυτά, είτε με κοινοβουλευτική μορφή είτε, μειοψηφικά, ως «Λαϊκές Δημοκρατίες», τα νέα μεταποικιακά κράτη δεν διέθεταν τις αναγκαίες οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για να οργανωθούν αποτελεσματικά. Η μετέπειτα αποτυχία των νέων κρατών προδιαγραφόταν ήδη στο ότι ο Τρίτος Κόσμος δεν συγκροτήθηκε στη βάση μαζικών πολιτικών κινημάτων και επαναστάσεων με ορίζοντα την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτό είχε ως συνέπεια η πολιτική ανεξαρτησία των νέων κρατών να λειτουργήσει ως μηχανισμός εξουσίας των νέων κυρίαρχων τάξεων.

* Ο Αντώνης Αντωνίου
είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας
του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– M. S. Alam, «US Imperialism and the Third World», π. Μοnthly Review, τομ. 58, τχ. 8, 2006.
– M. Ferro, Colonization, a Global History, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1997.
– R. Emerson, «Colonialism», π. Journal of Contemporary History, τόμ. 4, τχ. 1, 1969.
– J. Gaddis, Now we Know, Rethinking Cold War History, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1997.
– F. Halliday, «The Cold War: Lesson and Legacies», π. Government and Opposition, τόμ. 45, τχ. 1, 2010.
– E. Hobsbawm, H Eποχή των Άκρων, Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, Θεμέλιο, Αθήνα 1999
– E. Hobsbawm, Revolutionaries, Abacus, Λονδίνο 2009.
– R. Holland, European Decolonization 1918-1981, An Introductory Survey, Macmillan, Xoνγκ Κονγκ 1985.
– P. Y. Huei, «The Four Faces of Bandung: Detainees, Soldiers, Revolutionaries and Statesmen», π. Journal of Contamporary Asia, τόμ. 39, τχ. 1, 2009.
– H. Jacobson, «The United Nations and Colonialism: A Tentative Appraisal», π. International Organization, τόμ. 16, τχ. 1, 1962.
–  R. McMahon, Cold War, a Very Short Introduction, Oxford University Press, Nέα Υόρκη 2003.
– M. Mushkat, «Some Characteristics of Colonialism and Its Product African Nationalism», π. African Studies Review, τόμ. 14, τχ. 2, 1971.
– Οrigins of the Cold War, an International History, επίμ. Μ. Leffler, D. Painter, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1995.
–  J. N. Pieterse, Empire and Emancipation, Pluto Press, Λονδίνο 1990.
– D. Strang, «From Dependency to Sovereignty: An Event History Analysis of Decolonization, 1870-1987», π. Αmerican Sociological Review, τόμ. 55, τχ. 6, 1990.
– Β. Tomlinson, «What was the Third World?», π. Journal of Contemporary History, τόμ. 38, τχ. 2, 2003.
– R. Young, Μεταποικιακή Θεωρία, μια Ιστορική Εισαγωγή, Πατάκης, Αθήνα 2007.
– Ο. Α Westad, The Global Cold War, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2007.
– Ν. Ψυρούκης, Ιστορία της Αποικιοκρατίας (η Δύση), τόμ. ΣΤ΄, Αιγαίον, Λευκωσία 1993.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!