του Ντάντε Μπαροντίνι*

 

Κρίνοντας τα πράγματα απ’ έξω, και χωρίς πρόθεση «να δώσουμε συμβουλές», η υπόθεση της Καταλονίας αποκτά τη στρατηγική σημασία μιας εν θερμώ εμπειρίας η οποία φωτίζει και επιλύει πολυσύνθετα προβλήματα – που είναι αδύνατον να κατανοηθούν χρησιμοποιώντας τις εννοιολογικές κατηγορίες με ακαδημαϊκό και επαναλαμβανόμενο τρόπο. Δεν παρακολουθούμε ένα έργο χιλιοπαιγμένο. Παρά τις όποιες πιθανές ομοιότητες, πράγματι, ποτέ δεν λούζεται κανείς δύο φορές στα ίδια νερά ενός ποταμιού. Πόσο μάλλον εάν το ποτάμι είναι διαφορετικό.

Τις προηγούμενες εβδομάδες ένα μεγάλο κομμάτι της «κομμουνιστικής» συζήτησης για την Καταλονία επικεντρώθηκε μετά μανίας στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση διεθνισμού και εθνικής αυτοδιάθεσης, γεννώντας συχνά δυσάρεστες πολιτικές θέσεις ή, αντίθετα, απλουστευτικές κραυγές αφιονισμένων φιλάθλων (όπως στους καιρούς του «zapaturismo»**). Κι όμως, ο καταλανικός αγώνας μιλά για εμάς. Αποκαλύπτει μηχανισμούς καταπίεσης και εκμετάλλευσης που δρουν καθημερινά, αλλά διαφεύγουν της προσοχής των πολλών (ειδικά αν «για να σχηματίσεις μια γνώμη» προστρέχεις στις πηγές του επικοινωνιακού mainstream).

 

Κεντρική επιδίωξη, «να γυρίσει ο κόσμος στο σπίτι του»

Πέρα από τις ιδιαιτερότητες των χωρών που έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην ομάδα των PIGS, το περιβάλλον είναι τρομακτικά παρόμοιο. Η βασική διαφορά είναι ωστόσο εκκωφαντική, επειδή αφορά το πολιτικό υποκείμενο: στην Καταλονία διαμορφώθηκε, με το πέρασμα του χρόνου, μια ριζοσπαστική αριστερά ικανή να συνδυάσει το εθνικό με το κοινωνικό ζήτημα, συνδέοντας τα κλασικά θέματα (εργασία, συντάξεις, απασχόληση, μισθούς κ.λπ.) με την εξάρτηση από ένα ισπανικό κράτος που ποτέ δεν απεγκλωβίστηκε από τον φρανκισμό. Μια αριστερά τόσο καλά ριζωμένη στην κοινωνία, που είναι ικανή να επιβάλει μια αντίστοιχη ριζοσπαστικοποίηση στην καταλανική πολιτική ατζέντα, όπου πάντα είχε το πάνω χέρι η «αυτονομιστική» πτέρυγα της κεντροδεξιάς.

Αυτή η διαφορετική πολιτική δυναμική έφερε στην επιφάνεια –μέσα από τη σύγκρουση με το κεντρικό ισπανικό κράτος– τις διαφορετικές αντιδράσεις των διαφόρων ταξικών συνιστωσών. Από τη μια, το μεγάλο πολυεθνικό καταλανικό κεφάλαιο (είτε χρηματοπιστωτικό είτε βιομηχανικό, με τις τράπεζες Caixa και Sabadell, τον κολοσσό των υποδομών Abertis, την ιβηρική θυγατρική της Volkswagen κ.λπ.) αντιστάθηκε αποφασιστικά σε κάθε αποσχιστική τάση, πρόθυμο να προβεί στον οικονομικό στραγγαλισμό μιας μελλοντικής Δημοκρατίας. Από την άλλη, η μικρομεσαία αστική τάξη και τα λαϊκά στρώματα συμπαρατάχθηκαν ως ένα βαθμό, δίνοντας πνοή στη συγκινητική λαϊκή αντίσταση τις μέρες του δημοψηφίσματος και της άγριας καταστολής από την Guardia Civil.

Μια τέτοια «λαϊκή ενότητα» είναι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης Ραχόι. Θέλει να τη χτυπήσει, να τη διαμελίσει, να κάνει τον κόσμο «να γυρίσει στο σπίτι του» και να αδειάσουν οι δρόμοι… Για το λόγο αυτό, αρνείται κάθε υπόθεση «διαπραγμάτευσης», προχωρά στην κλιμάκωση της έντασης, επιτείνει τη σύγκρουση, επιχειρώντας να εκφοβίσει τους πιο μετριοπαθείς τομείς του μετώπου υπέρ της ανεξαρτησίας.

 

Η Ε.Ε. ως φαντασίωση και ως πραγματικότητα

Ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις, εξάλλου, έχει χάσει την ισορροπία του. Οι μετριοπαθείς είχαν αποθέσει πολλές ελπίδες «στην Ευρώπη», που επί δεκαετίες τη φαντασιώνονταν ως «εκπολιτιστική» υπερδομή ικανή να υπερβεί, ακόμη και στην Ισπανία, το σύστημα εξουσίας που είχε κληρονομηθεί από το φρανκικό καθεστώς. Η ίδια ψευδαίσθηση, εν μέρει, είχε διαποτίσει μεγάλο μέρος της λεγόμενης «καθωσπρέπει αριστεράς» της Ιταλίας, που δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από τον Μπερλουσκόνι και τους επανακάμπτοντες φασίστες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση –που είναι μια δομή διακυβέρνησης υποστηριζόμενη από συνθήκες, και δεν έχει καμία σχέση με την αφηρημένη ιδέα της Ευρώπης– ακόμη και σήμερα το πρωί τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του Ραχόι, ενισχύοντας τις απειλές του και εγγυούμενη ότι ποτέ δεν θα αναγνωριστεί ένα ανεξάρτητο καταλανικό κράτος, επικαλούμενη τα φαντάσματα της Ελλάδας (θυμίζουμε πως η ΕΚΤ μπλόκαρε τις αναλήψεις χρημάτων από τα ΑΤΜ μετά τη νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα). Η Ε.Ε. διαβεβαίωσε ότι οι φρανκιστές τα πάνε μια χαρά, προχωρώντας στο δρόμο που έχει χαράξει η ίδια. Η μόνη της ένσταση αφορούσε την «υπερβολική χρήση βίας». Και, πράγματι, αλλού σκέφτονται λίγο περισσότερο πριν προστρέξουν σε αυτήν…

Πρόκειται για ένα σκηνικό οικονομικού και όχι μόνο πολέμου, για το οποίο οι μετριοπαθείς φιλοανεξαρτησιακές δυνάμεις, και πάνω απ’ όλα ο καταλανικός λαός (όπου ακόμη υπάρχει «φιλοευρωπαϊκή» πλειοψηφία), δεν ήταν προετοιμασμένοι. Και που είναι υποχρεωμένοι να το αντιπαλέψουν σχεδόν μόνοι τους.

 

Ξαφνικά η δημοκρατία έγινε πολυτέλεια

Αν το δει κανείς απ’ έξω, η μετά το δημοψήφισμα περίοδος τελικά έφερε στην επιφάνεια τα πραγματικά εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν και τον μακρύ δρόμο που πρέπει να διανυθεί για την επίτευξη του τελικού στόχου.

Το πρώτο ζήτημα αφορά ακριβώς τις σχέσεις με την Ε.Ε. Για πρώτη φορά, πράγματι, εκδηλώθηκε ένα κίνημα εθνικής αυτοδιάθεσης σαν πλειοψηφική δύναμη σε μια χώρα εντός της Ε.Ε. Απρόσμενα, όλη αυτή η «κοινή λογική» που για ένα τέταρτο του αιώνα συνόδευε τη διάλυση των χωρών που βρίσκονταν εκτός του μαγικού κύκλου του δυτικού πολυεθνικού κεφαλαίου, διαγράφτηκε – και αντικαταστάθηκε από την παλιά ρητορική περί «εσωτερικής υπόθεσης». Ξαφνικά, ακόμη και η δημοκρατία μετατράπηκε σε μια πολυτέλεια που δεν γίνεται πλέον σεβαστή. Σε σημείο να χαρακτηριστεί η ψήφος του λαού σαν πραξικόπημα.

Το εξήγησε με διαφορετικά λόγια ο Γερμανός πρώην υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στον αποχαιρετισμό που απηύθυνε στο Γιούρογκρουπ λίγο πριν αναλάβει την προεδρία της γερμανικής Βουλής. Πράγματι, πρότεινε «μεταρρύθμιση» των συνθηκών προκειμένου να αφαιρέσει από την Κομισιόν (την «κυβέρνηση» της Ευρώπης) το καθήκον του ελέγχου του προϋπολογισμού κάθε κράτους μέλους. Αντί για μια πολιτική δομή –έστω και χωρίς άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση– που ίσως θα έδειχνε υπερβολική «κατανόηση» στις δυσκολίες των κυβερνήσεων, ο Σόιμπλε προτείνει να ασχολείται με αυτό ο ESM. Δηλαδή το λεγόμενο «ταμείο διάσωσης των χωρών», το οποίο συγκροτείται από ειδικευμένους υπαλλήλους. Στην πράξη, εάν υλοποιηθεί αυτή η ιδέα, η μόνη πλέον εναπομείνασα εκδήλωση της «κυριαρχίας» όλων των κρατών μελών της Ε.Ε. –δηλαδή η κατάρτιση του δικού τους προϋπολογισμού για να αποφασίζουν πώς θα διανέμουν τα έσοδα από τη φορολογία των πολιτών και πώς θα αναδιανέμουν τα έξοδα– θα περάσει στα χέρια λογιστών που θα υπακούουν σε αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια.

 

Η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε

Είναι με αυτήν την οπτική –πραξικοπηματική στην ουσία– που η Ε.Ε. αντιμετωπίζει ό,τι συμβαίνει σε κάθε χώρα. Δεν υπάρχει λαϊκό αίτημα που να μπορεί να ληφθεί υπόψη. Υπάρχει ένα πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεων» που πρέπει να υλοποιηθεί και επιβάλλεται-απευθύνεται μόνο στις χώρες εκείνες που είναι πρόθυμες να το υλοποιήσουν. Κάθε εμπειρία, έστω και επιμέρους «διαφορετική» (η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα, το καταλανικό κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας, οι κινήσεις κατά τις λιτότητας που εμφανίζονται σε πολλές χώρες κ.λπ.), πρέπει να καταπνιγεί με κάθε μέσον. Και καταρχήν με οικονομικά-χρηματοπιστωτικά μέσα. Για την ώρα…

Αν τη δει κανείς απ’ έξω λοιπόν, η καταλανική εμπειρία πρέπει να μας κάνει όχι μόνο να εκφράσουμε την υποστήριξη και την αλληλεγγύη μας, αλλά και να οικοδομήσουμε εδώ, στον τόπο μας ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο αντάξιο των πολιτικών και συγκρουσιακών αναγκών. Η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να δώσουμε σε όσους βρίσκονται μακριά είναι να ανοίξουμε άλλα μέτωπα, για να εξασθενίσουμε τον κοινό εχθρό. Καθένας στη χώρα του, αναγκαστικά. Αλλά και καθένας στον παρόντα κοινό διαθέσιμο χρόνο. Εξάλλου, ο συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό ενός τόσο πολύπλοκου συστήματος δεν επιτρέπει σε κανέναν να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις μικρόκοσμων.

Έχουμε μπροστά στα μάτια μας την ενότητα του λαού και το κοινό μίσος ενάντια στους «ευρωπαίους ηγέτες». Οι Καταλανοί πρέπει να δουλέψουν για να το κρατήσουν ζωντανό και να αυξήσουν την επίγνωσή τους. Αλλά κι εμείς πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε να οικοδομούμε τη λαϊκή ενότητα, εγκαταλείποντας οριστικά τις λογικές και τις πρακτικές σολιψισμού των «μικρόκοσμων» που είναι προορισμένοι να εξαφανιστούν μέσα στην ερημοποίηση.

 

* O Ντάντε Μπαροντίνι είναι αρχισυντάκτης της ιταλικής ηλεκτρονικής εφημερίδας Contropiano (contropiano.org). Οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης. Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

 

** ΣτΜ: Εννοεί τη μόδα του «πολιτικού τουρισμού», και ιδίως όσων επισκέπτονταν την περιοχή των Ζαπατίστας σαν τουρίστες, επιφανειακά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!