Ο Τζεντιλόνι στη σκιά του Ρέντσι
του Μάρκο Σαντοπάντρε*
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 4ης Δεκεμβρίου ήταν μια ξεκάθαρη ήττα του Ρέντσι και του Δημοκρατικού Κόμματος. Η συμμετοχή ανήλθε σε 65% (μεγαλύτερη από τις τελευταίες εκλογές), και πάνω από 60% των ψηφισάντων απέρριψε τη συνταγματική αντιμεταρρύθμιση – η οποία ενίσχυε τις εξουσίες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού σε βάρος της Βουλής και των περιφερειακών διοικήσεων, και εξασθενούσε τη δυνατότητα των πολιτών να εκλέγουν τους γερουσιαστές τους. Μια αντιμεταρρύθμιση εμπνευσμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του ιταλικού λαού.
Προκειμένου να αποφύγει την ήττα που προανήγγελλαν οι δημοσκοπήσεις, ο πρωθυπουργός μετάθεσε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος από το Σεπτέμβρη στο Δεκέμβρη, έτσι ώστε να αξιοποιήσει άλλους τρεις μήνες προπαγάνδας. «Κατέλαβε» τηλεόραση και εφημερίδες, απέστειλε πρεσβευτές και υπουργούς για να αλιεύσουν Ιταλούς ψηφοφόρους στο εξωτερικό, επιχείρησε να εξαπατήσει εκατομμύρια εργαζομένων χάρη στη συνενοχή των συνδικάτων Cgil, Cisl και Uil. Δεν δίστασε να σκηνοθετήσει ακόμη και μια ψευδή σύγκρουση με τις Βρυξέλλες και την Κομισιόν, προκειμένου να οικειοποιηθεί τα αυξανόμενα αντι-Ε.Ε. αισθήματα της κοινής γνώμης. Τελικά, όλα αυτά αποδείχτηκαν άχρηστα. Το μέγεθος της ήττας του ήταν πολύ μεγαλύτερο από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων.
Χίλιες μέρες αντιλαϊκής πολιτικής
Βέβαια, από τα 20 εκατομμύρια πολιτών που ψήφισαν «όχι», δεν το έκαναν όλοι για να υπερασπιστούν ένα Σύνταγμα το οποίο η διεθνής τράπεζα JP Morgan χαρακτήρισε «εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» λόγω του αντιφασιστικού και δημοκρατικού του περιεχομένου. Πολλοί θέλησαν να τιμωρήσουν τον Ρέντσι, την κυβέρνησή του και το Δημοκρατικό Κόμμα – το οποίο κατάντησε ένας άψυχος φιλελεύθερος πολιτικός οργανισμός, ένα τεχνοκρατικό εργαλείο στην υπηρεσία των συμφερόντων εκείνου του τμήματος της ιταλικής αστικής τάξης που συμμετέχει στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική πορεία. Στις χίλιες μέρες της διακυβέρνησής του, ο Ρέντσι εφάρμοσε μια κατάφωρα αντιλαϊκή πολιτική.
Μερικά μόνο παραδείγματα: Το λεγόμενο Jobs Act (η εργασιακή αντιμεταρρύθμιση) αύξησε την προσωρινή εργασία και τη δυνατότητα απολύσεων από την εργοδοσία. Ο νόμος «Καλό Σχολείο» προκάλεσε χάος στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια. Ο νόμος Sblocca Italia επέβαλε στις τοπικές κοινότητες χωματερές, αποτεφρωτές και «μεγάλα έργα» που είχαν απορρίψει οι πολίτες. Για να μη μιλήσουμε για τη διαρκή, άγρια καταπίεση ενάντια στα κοινωνικά κινήματα, τις τοπικές συλλογικότητες, τα ανεξάρτητα συνδικάτα που αντιπάλευαν τις αντιμεταρρυθμίσεις του Δημοκρατικού Κόμματος. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι «όχι» ψήφισαν κύρια οι νέοι, αλλά και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αυτοαπασχολούμενοι, όσοι κατοικούν στις περιφέρειες των μεγάλων πόλεων και στις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και την ανεργία.
Ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση του Ρέντσι συσπειρώθηκε ολόκληρη η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, από τη δεξιά μέχρι και τη μετριοπαθή αριστερά. Μερικές πολιτικές δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς και των συνδικάτων βάσης συγκρότησαν τον «Συντονισμό για το Κοινωνικό Όχι», εξηγώντας πως το «όχι» θα έπρεπε να στραφεί κυρίως ενάντια στην κατάργηση των δικαιωμάτων από τον Ρέντσι και την Ε.Ε. Η πολιτική απεργία της 21ης Οκτωβρίου, την οποία διοργάνωσε η Ένωση Συνδικάτων Βάσης και άλλα συνδικάτα, συσπείρωσε πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζομένων ενάντια στην ασυδοσία της κυβέρνησης, ενώ στις 22 του ίδιου μήνα δεκάδες χιλιάδες πολιτών διαδήλωσαν στη Ρώμη υπέρ του «όχι» και ενάντια στις Βρυξέλλες. Στις 27 Νοεμβρίου μια ακόμη πορεία, που διοργανώθηκε από άλλες συλλογικότητες της ριζοσπαστικής αριστεράς και κοινωνικά κέντρα πολιτών, επικεντρώθηκε στη σημασία του κοινωνικού «όχι».
Κατ’ εικόνα και ομοίωση του Ρέντσι
Το βράδυ κιόλας της 4ης Δεκεμβρίου ο Ρέντσι ανάγγειλε την παραίτησή του. Όχι όμως σαν αναγνώριση της ήττας του και της διάθεσής του να αποσυρθεί. Σε λίγες μέρες ένας υπουργός και στενός συνεργάτης του, ο Πάολο Τζεντιλόνι, σχημάτισε μια κυβέρνηση «κατ’ εικόνα και ομοίωση» εκείνης του Ρέντσι: 13 από τους 19 υπουργούς παρέμειναν στη θέση τους. Ενώ οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης ζητούν αμέσως εκλογές προκειμένου να αλλάξει η παρούσα Βουλή, η οποία αναδείχτηκε με βάση έναν αποδεδειγμένα αντισυνταγματικό εκλογικό νόμο, ο Ρέντσι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την κυβέρνηση Τζεντιλόνι για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, κινώντας τα νήματα από τα παρασκήνια.
Επιδιώκει να υπερισχύσει στο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος, εξουδετερώνοντας τις σοσιαλδημοκρατικές μειοψηφίες που ναι μεν υπερασπίστηκαν το «όχι», αλλά εμφανίζονται εξασθενημένες και διαιρεμένες. Θέλει έναν εκλογικό νόμο που να τον ευνοεί. Ευελπιστεί σε μια επιδείνωση της κατάστασης –η Ε.Ε. θα εξαναγκάσει σύντομα την Ιταλία να ψηφίσει έναν συμπληρωματικό προϋπολογισμό ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ– για να εμφανιστεί ξανά σαν «σωτήρας της πατρίδας».
Μερικές από τις δυνάμεις που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις στις 21 και 22 Οκτωβρίου και έχουν συσπειρωθεί στην «Κοινωνική Πλατφόρμα Ευρωστόπ», καλούν το Μάρτη σε πανιταλική διαδήλωση ενάντια στην κυβέρνηση Τζεντιλόνι και στην επιτροπεία της Ιταλίας από την Ε.Ε., καθώς και ενάντια στον προγραμματισμένο εορτασμό της 60ής επετείου από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης. Τον Ιανουάριο, η Πλατφόρμα αυτή θα συγκαλέσει πανιταλική συνέλευση με στόχο το μετασχηματισμό της σε ένα πολιτικό μέτωπο ικανό να τεθεί επικεφαλής του εξ αριστερών αγώνα υπέρ της διάλυσης της Ε.Ε., για την έξοδο από το ΝΑΤΟ και το ευρώ, και για να αντισταθεί στην αυταρχική κλιμάκωση που επιβάλλει το Δημοκρατικό Κόμμα και οι οργανώσεις της άκρας και ξενοφοβικής δεξιάς.
* Ο Μάρκο Σαντοπάντρε είναι διευθυντής του Radio Città Aperta και δημοσιογράφος του Contropiano (www.contropiano.org). Έγραψε το άρθρο αυτό ειδικά για το Δρόμο.
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση