του Κοστάντζο Πρέβε
Έγραψε ο Νορμπέρτο Μπόμπιο το 1992: «Στην εποχή της επιστημονικής θεώρησης του κόσμου, που ήταν η εποχή στην οποία έζησε ο Μαρξ, πρωταρχικό και προνομιακό καθήκον της επιστήμης ήταν να ανακαλύψει στη φύση και στην ιστορία τέτοιες συνθήκες που να επιτρέπουν την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων. Αν η πρόβλεψη αποδεικνυόταν λανθασμένη, σήμαινε ότι υπήρχε κάποιο λάθος. Οι τέσσερις μεγάλες κρίσεις του μαρξισμού, από την αρχή του αιώνα μέχρι σήμερα, αντιστοιχούν σε πραγματικές ιστορικές στιγμές, κατά τις οποίες επήλθαν κοινωνικοί μετασχηματισμοί οι οποίοι διέψευσαν κάποιες προβλέψεις του Μαρξ ή που είχαν αποδοθεί στον Μαρξ: την πρώτη φορά, στις αρχές του αιώνα, όταν φάνηκε ότι δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα η κατάρρευση του καπιταλισμού• μετά από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση έγινε σε μία χώρα καθυστερημένη καπιταλιστικά• κατά τη διάρκεια της μακράς σταλινικής δικτατορίας, όταν το κράτος, αντί να απονεκρωθεί, ισχυροποιήθηκε όλο και πιο πολύ μέχρι να γεννηθεί μια νέα μορφή στην ιστορία των κρατικών σχηματισμών, το ολοκληρωτικό κράτος• τέλος, αυτά τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία όχι μόνο δεν κατέρρευσε ο καπιταλισμός εξ αιτίας των εγγενών του αντιθέσεων, αλλά άντεξε και ξεπέρασε την πρόκληση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους της ιστορίας. Από τις τέσσερις κρίσεις, αυτή η τελευταία μου φαίνεται ότι είναι κατά πολύ η πιο σοβαρή. Αλλά οι παλιοί και νέοι μαρξιστές δεν αποδέχονται την ήττα».
Με τη συνηθισμένη σαφήνεια έκφρασης και διαύγεια σκέψης, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο «φωτογραφίζει» τη σημερινή κατάσταση. […]
Αυτή που ο Μπόμπιο ονομάζει τέταρτη κρίση του μαρξισμού είναι ακόμη ανοιχτή. Και, αν επιστρέψουμε στην αρχαία ιατρική σημασία της λέξης κρίσις, κατά την οποία αυτή είναι το αποκορύφωμα της καμπής μιας ασθένειας, όπου ο ασθενής πεθαίνει ή θεραπεύεται, μπορούμε έτσι να επαναδιατυπώσουμε το ερώτημα: αυτός ο ασυζητητί διεθνής ασθενής, ο μαρξισμός, πορεύεται προς την ίαση ή προς τον θάνατο, που στον κόσμο των μεγάλων αντικειμενοποιήσεων των ιδεών δεν σημαίνει προφανώς εξαφάνιση και λήθη, αλλά αντικατάσταση με άλλους «ισμούς», πιο βαθείς, διαρθρωμένους και αντιλαμβανόμενους τις νέες ιστορικές συγκυρίες;
Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Σε αυτό, το λέγω αμέσως (αλλά το έχω ήδη προαναφέρει στον τίτλο του κεφαλαίου), δεν έχω να δώσω μία σοβαρή απάντηση. Θεωρώ ότι πρόκειται για ένα δίλημμα χωρίς απάντηση προς το παρόν, φυσικά, όταν ομιλώ για «μαρξισμό» δεν ομιλώ για ένα σύνολο στρατευμένων αγωνιστών και μελετητών οι οποίοι διακηρύσσουν ότι είναι κατά κάποιο τρόπο «μαρξιστές» (αυτοί είναι δεδομένοι, δεν αποτελούν αίνιγμα ή πρόβλημα), αλλά για έναν ενιαίο κανόνα, του οποίου οι προϋποθέσεις να είναι πλατιά αποδεκτές, στη βάση των οποίων είναι φυσικό και φυσιολογικό να συγκροτούνται κατόπιν διάφορα «μαρξιστικά» ρεύματα σε αντίστοιχη (και γενικά σκληρότατη σε φραστικό επίπεδο) διαπάλη.
Να σκεφτούμε πάνω στις ιστορικές κρίσεις του μαρξισμού αλλά και πάνω στα ιδιαίτερα στοιχεία του σήμερα
Σε μια πρώτη φάση θα ακολουθήσω την υπόδειξη του Μπόμπιο, να ξανασκεφθώ σοβαρά πάνω στις τέσσερις κρίσεις του μαρξισμού. […]
Σε μια δεύτερη φάση θα κάνω κάποιες σκέψεις πάνω στη σημερινή κατάσταση, τόσο την οικονομική όσο και τη γεωπολιτική, και δεν θα αποκρύψω την κύρια πεποίθηση μου ότι, χωρίς μία συνειδητή αντιπαράθεση στην απαίτηση για παγκόσμια κυριαρχία της αμερικανικής ιδεοκρατικής αυτοκρατορίας, δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα να αναπτυχθεί μία θεωρία και μία πρακτική ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Το λέω αυτό επειδή η αμερικανική ιδεοκρατική αυτοκρατορία δεν είναι μόνο μία παγκόσμια στρατιωτική και γεωστρατηγική δύναμη η οποία εναντιώνεται στην κυριαρχία των λαών και των εθνών, αλλά είναι κυρίως ο φορέας αυτού που θα ορίσω ως έναν «μαζικό ωφελιμισμό», δηλαδή ένα σχέδιο ριζικής μετάλλαξης του ανθρώπου όπως τον έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Και αυτό περιγράφει το επαναστατικό σχέδιο σήμερα ως ένα σχέδιο «συντηρητικό», αν και αυτό το γεγονός δεν είναι ακόμη αρκετά συνειδητοποιημένο, εξ αιτίας του τέλματος και της δύναμης αδράνειας του συνήθους πολιτικού λεξιλογίου, κυρίως αυτού που κυριαρχείται από τη διχοτομία Δεξιά/Αριστερά. […]
Σε μια τρίτη φάση, τέλος, πρέπει να μελετήσω την πιθανή συνάφεια ανάμεσα σε κάποια οικονομικά και κοινωνικά προτσές σε εξέλιξη (ιδιαιτέρως την απόλυτη και σχετική πτώχευση των μεσαίων μητροπολιτικών στρωμάτων και την ισχύ της ελαστικοποίησης και της επισφάλειας της μισθωτής και υπαλληλικής εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα), και τα διαγραφόμενα νέα και πρωτόγνωρα ιδεολογικά πρότυπα, τα οποία πιθανόν θα αντικαταστήσουν τα ιδεολογικά πρότυπα που αναδείχθηκαν στην φάση αποσύνθεσης του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα. […]
Ακολουθώντας αυτή τη διαδρομή θα δοθεί ίσως κάτι χρήσιμο στον αναγνώστη. Σίγουρα πιο χρήσιμο, σε κάθε περίπτωση, από την απάντηση στο αφηρημένο ερώτημα του αν ο «μαρξισμός», έστω και με νέα μορφή, θα επιβιώσει ή θα αντικατασταθεί από έναν άλλο «ισμό» ή από άλλους «ισμούς».
O μαρξισμός, πορεύεται προς την ίαση ή προς τον θάνατο, που στον κόσμο των μεγάλων αντικειμενοποιήσεων των ιδεών δεν σημαίνει προφανώς εξαφάνιση και λήθη, αλλά αντικατάσταση με άλλους «ισμούς», πιο βαθείς, διαρθρωμένους και αντιλαμβανόμενους τις νέες ιστορικές συγκυρίες;Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Σε αυτό, το λέγω αμέσως, δεν έχω να δώσω μία σοβαρή απάντηση. Θεωρώ ότι πρόκειται για ένα δίλημμα χωρίς απάντηση προς το παρόν
Οι ιστορικές κρίσεις του μαρξισμού και οι ιστορικές καμπές που τις γέννησαν
Ας επιστρέψουμε λοιπόν ακόμη μία φορά στον «τόπο του εγκλήματος», δηλαδή στις τρεις προηγούμενες κρίσεις του μαρξισμού.
Η πρώτη μεγάλη κρίση του μαρξισμού (1895-1905) συνέβη εντός των συντεταγμένων του πρωτο-μαρξιστικού κανόνα ο οποίος θεσπίστηκε μεταξύ του 1875 και του 1895, πρώτα από τον Ένγκελς και κατόπιν από τον Κάουτσκυ. Δεν επρόκειτο περί μιας θεωρητικής αντιπαράθεσης με την υπό ίδρυση σχολή του Καρλ Μαρξ, αλλά περί ενός πρώτου «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» ανάμεσα σε θεωρητικά ρεύματα εσωτερικά καθ’ ολοκληρίαν στον πρωτο-μαρξιστικό κανόνα, τα οποία δεν εννοούσαν διόλου να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις υλιστικές, οικονομιστικές και ιστορικιστικές του συντεταγμένες. Αυτό το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» δεν έχει καμία σχέση με το άγριο, το παρανοϊκό και θηριώδες κλίμα, τυπικό του σταλινισμού, διότι οι διάφοροι διεκδικητές στην πρώτη μεγάλη κρίση του μαρξισμού δεν είχαν ακόμη χαρακτηρισθεί ως «εχθροί του λαού», άξιοι μόνο μιας βολής στον αυχένα ή ενός αργού θανάτου από εξάντληση στη σιβηρική τούνδρα. Είμαστε ακόμη στο ορθολογιστικό κλίμα, έστω και ολίγον σχολαστικό και ανιαρό, του γερμανικού θετικισμού και του τρόπου του αντιπαράθεσης με επιχειρήματα και πολεμική.
Αυτή η πρώτη μεγάλη κρίση του μαρξισμού ήταν απαραίτητη για να επέλθει μία απόσπαση, ευγενική αλλά σταθερή, από τις απότομες προσμονές για το προσεχές τέλος του καπιταλισμού, προσμονές τις οποίες ο ίδιος ο Ένγκελς συμμεριζόταν. Για αυτό η «θεωρία της κατάρρευσης» έπρεπε να γίνει ένα είδος «γενικής ιδέας της κατάρρευσης». […]
Η δεύτερη μεγάλη κρίση του μαρξισμού (1917-1929) πηγάζει ακριβώς από εκείνη την οποία ο Αντόνιο Γκράμσι είχε σωστά ορίσει ως Επανάσταση κατά του Κεφαλαίου, δηλαδή το ρωσικό 1917. Επισήμανα ευρέως στο τέταρτο κεφάλαιο ότι η κύρια θεωρητική αντίφαση του Λένιν βρίσκεται σε αυτό, στο ότι ο Λένιν πραγματοποιεί μία ριζική ποιοτική αλλαγή του θεωρητικού και πολιτικού αρχέτυπου, υποστηρίζοντας (πιθανά με την απαραίτητη ψευδή συνείδηση) ότι κινείται στο πλαίσιο της μαρξιστικής «ορθοδοξίας». Με αυτόν τον τρόπο, συνεχιζόταν να θεωρείται η νέα ιστορική πραγματικότητα στο πλαίσιο ενός γηρασμένου θεωρητικού προτύπου, το οποίο δεν επέτρεπε τη θεώρηση και αντίληψη της (βλέπε το Εγχειρίδιο του Μπουχάριν το 1921). Συνοψίζοντας, ο Λένιν υποστήριξε ότι με την εμφάνιση ενός νέου ιστορικού γεγονότος, τη διανομή των ιμπεριαλιστικών υπερκερδών που δημιουργούσαν μία διεφθαρμένη και συνεργαζόμενη εργατική αριστοκρατία, η επανάσταση μπορούσε πλέον να ξεκινήσει ακόμη και στα αδύνατα σημεία της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (δηλαδή και στην τσαρική Ρωσία), και να διαδοθεί κατόπιν με πολιτικά μέσα στα ανώτερα σημεία του βιομηχανικά αναπτυγμένου καπιταλισμού. […]
Η τρίτη μεγάλη κρίση του μαρξισμού για την οποία μιλάει ο Μπόμπιο δεν μπορεί να συμπυκνωθεί σε μία περιορισμένη χρονική περίοδο, διότι παραμένει ανοιχτή, αρχίζοντας από τη δεκαετία του ’30 και από την οικοδόμηση του σταλινικού συστήματος. Όπως προσπάθησα να αποσαφηνίσω στα δύο προηγούμενα κεφάλαια, αυτή δίνει αφορμή για τρεις βασικές θέσεις. Η πρώτη θέση είναι η σταλινική και η μετασταλινική (Χρουστσώφ, Μπρέζνιεφ, Τολιάτι κ.λπ.), με βάση την οποία «ο υπαρκτός σοσιαλισμός» είναι ο μόνος δυνατός σοσιαλισμός, έστω και με κατανοητά ελαττώματα, και κατά συνέπεια είναι σκόπιμο να τον υποστηρίζουμε ή τουλάχιστον, να ενταχθούμε στο πλαίσιο του, κάτω από μία οπτική δυνατότητας μεταρρύθμισης. Η δεύτερη θέση είναι η φιλελευθερο-δημοκρατική, σε όλες τις διαφορετικές της αποχρώσεις, που χαρακτηρίζει τον σταλινισμό και τον μετασταλινισμό ως ανελεύθερους και μη δημοκρατικούς ολοκληρωτισμούς. Η τρίτη θέση είναι αυτή του «αιρετικού κομμουνισμού», αλλά συγκρούεται μετωπικά με τον σταλινισμό. Αρχικά αυτός ο αιρετικός κομμουνισμός έλαβε τη μορφή μόνο μειοψηφικών ομάδων, μαρτυρικών και καταδιωκόμενων (αναρχοκομμουνισμός, κομμουνισμός εργατικών συμβουλίων, μπορντιγκισμός, τροτσκισμός κ.λπ.), και σε μια δεύτερη περίοδο καθίσταται, για μια μικρή χρονική περίοδο (1956-1976), η επίσημη γραμμή της μεγαλύτερης σοσιαλιστικής χώρας στον κόσμο, της Κίνας του Μάο Τσε Τουνγκ. […]
Η σημερινή κρίση του μαρξισμού είναι μακράν η πλέον εκρηκτική και καταστροφική
Αυτή η τέταρτη κρίση του μαρξισμού μπορεί να είναι λοιπόν είτε μία κρίση κυοφορίας και μετάβασης (για να χρησιμοποιήσουμε όρους οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν στην εποχή του από τον Χέγκελ για να χαρακτηρίσει την περίοδο που έζησε), είτε μία τελική κρίση που οδηγεί στο θάνατο του ασθενούς. Σύμφωνα με την επιστημολογική προσέγγιση του αμερικάνου επιστημολόγου Κουν, οι επιστημονικές κρίσεις, όταν είναι εκτεταμένες και γόνιμες και δεν είναι η έκφραση μιας επικείμενης ανεπανόρθωτης κατάρρευσης, είναι καλοδεχούμενες, διότι μπορεί να οδηγήσουν σε μία επιστημονική επανάσταση, φυσικά ο Κουν περιορίζεται σε παραδείγματα από την ιστορία της αστρονομίας, της φυσικής, της χημείας και της βιολογίας, ενώ η ιστορία του μαρξισμού είναι τελείως έξω από τον ορίζοντα του και τα ενδιαφέροντα του. Εμείς όμως είμαστε ελεύθεροι να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε το μοντέλο της «ασυνέχειας» του Κουν στο αντικείμενο της μελέτης μας, διότι μόνο δοκιμάζοντας και ξαναδοκιμάζοντας μπορούμε να καταλάβουμε αν αυτή η επιχείρηση είναι δυνατό να γίνει ή όχι. […]
Η τέταρτη κρίση του μαρξισμού μπορεί να είναι λοιπόν είτε μία κρίση κυοφορίας και μετάβασης (για να χρησιμοποιήσουμε όρους οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν στην εποχή του από τον Χέγκελ για να χαρακτηρίσει την περίοδο που έζησε), είτε μία τελική κρίση που οδηγεί στο θάνατο του ασθενούς
Τα ελλείμματα που φέρνει η κρίση και η αδυναμία της αναγνώρισής τους
Η σημερινή έλλειψη μιας κοινής οπτικής του καπιταλισμού από ένα μέρος της (εναπομείνασας και φθίνουσας) πολιτικο-διανοητικής μαρξιστικής κοινότητας, διαιρεμένης από σκληρότατους ανταγωνισμούς, άγρια μίση, ναρκισιστικές ευαισθησίες και με βάση την ταυτότητα της άποψης εντάξεις φυλετικού τύπου, και τα λοιπά, είναι καλό και όχι κακό, ένα πιθανό απόθεμα και όχι ένα εμπόδιο. Αλλά. Υπάρχει πράγματι, δυστυχώς, ένα «αλλά». Αυτή η έλλειψη θα μπορούσε να είναι ένα απόθεμα, εάν υπήρχε προληπτικά η παραδοχή ότι υπάρχει ακριβώς αυτή η έλλειψη, αλλά ο επίμονος σεχταρισμός και το αθεράπευτο κόλλημα των εντάξεων με βάση την ταυτότητα της άποψης εμποδίζουν την παραδοχή αυτής της έλλειψης. Η συμπεριφορά τους σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι η ακόλουθη: δεν υπάρχει καμία κρίση, εγώ, μόνο εγώ ξέρω τη λύση, και αργά ή γρήγορα η εξωτερική συμμορία των ρεβιζιονιστών, των δογματικών, των μικροαστών και τα λοιπά θα πρέπει να το παραδεχτεί. […]
Ένα κομβικό ζήτημα: Η «παγκοσμιοποίηση» ένα όπλο μαζικής καταστροφής
Ένα πρώτο μεγάλο ζήτημα στο οποίο είναι δυνατόν να επαληθευτεί η παντελής έλλειψη μιας κοινής οπτικής του καπιταλισμού είναι, φυσικά, αυτό της αποκαλούμενης «παγκοσμιοποίησης». Ακόμη και για τον όρο υπάρχει μαλλιοτράβηγμα. […]
Αυτό το φάσμα πολύ διαφορετικών εκτιμήσεων, πέρα από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη βάση των επιχειρημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται (ο γράφων ανήκει στη δεύτερη σχολή, αυτή των «σκεπτικιστών» όσον αφορά την ύπαρξη της παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον με την έννοια που σήμερα χρησιμοποιείται), δείχνει ότι δεν υπάρχουν ιδέες πραγματικά καθαρές και κοινά αποδεκτές σχετικά, ή ότι θα υπήρχαν, αλλά η ιδεολογική συνιστώσα νομιμοποίησης κάποιων οικονομικών πολιτικών στη θέση άλλων καθιστά εκ των πραγμάτων αδύνατο να φθάσουν σε συμπεράσματα κατά κάποιο τρόπο κοινά αποδεκτά. Και, πράγματι, η ίδια η λέξη «παγκοσμιοποίηση» είναι ένα όπλο, και ακριβέστερα ένα όπλο μαζικής καταστροφής, το οποίο επέτυχε και επιτυγχάνει γιγαντιαία ιστορικά αποτελέσματα, εκ των οποίων εδώ θα επισημάνω μερικά μόνο.
Κατά πρώτον, η αποκαλούμενη παγκοσμιοποίηση απέκρυψε τη σημασία της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, ως εάν όλα αυτά τα οποία συνέβησαν την τελευταία εικοσαετία να οφείλονταν αποκλειστικά σε ένα είδος θρησκευτικά αναπόφευκτου πεπρωμένου και οι πολιτικές τάξεις να ήσαν «αθώες».
Κατά δεύτερον λόγο, αυτό το οποίο συχνά απεκλήθη «το υπερβολικό βάρος της δημοσιονομικής πολιτικής σε σχέση με την πραγματική οικονομία», επέφερε μία ουσιαστική νίκη του χρηματιστικού κεφαλαίου επί του βιομηχανικού κεφαλαίου. Είναι γεγονός ότι τα δύο «καπιταλιστικά κόμματα» είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι όμοια. Η επικράτηση του ενός ή του άλλου σημαίνει, πράγματι, την πυροδότηση μιας γιγαντιαίας αναδιανομής των εσόδων ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, και σε αυτή την περίπτωση επέφερε επίσης την εμφανή αύξηση καταναλωτικών αγαθών. Όποιος είναι εντός της «τυχερής πλευράς» της τεράστιας κατανάλωσης υιοθετεί και μία αυθόρμητη ομογενή φιλοσοφία, εντελώς αδιάφορη με το αμελητέο και ολοένα πιο αποκλειστικά «αισθητικό» γεγονός του να είναι «δεξιός» ή «αριστερός». […]
Κατά τρίτο λόγο, η παγκοσμιοποίηση υπήρξε η μεγάλη πρόφαση για την αποκαλούμενη επισφάλεια και ελαστικότητα της εργασίας. Το ζήτημα, όμως, είναι πολύ σημαντικό για να μη συζητηθεί με ιδιαίτερη προσοχή. Τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο, πράγματι, από το να θεωρηθούν αυτά τα προβλήματα σύμφωνα με την παλιά οικονομίστικη οπτική της «αγοράς εργασίας».
Η πρεκαριοποίηση: Πέραν του οικονομισμού. Η ένταση της εξατομίκευσης και τα αναδυόμενα δυσμενέστατα ανθρωπολογικά πρότυπα
Η ελαστικότητα και η επισφάλεια της μισθωτής εργασίας είναι σήμερα μπροστά στα μάτια όλων. Λέγεται μάλιστα, ή μάλλον ψιθυρίζεται, ότι οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση και ότι είναι αναπόφευκτα μοιραίες στους αιώνες των αιώνων. […] Η έκρηξη της αγοράς εργασίας, με την έννοια της δομικής εξασθένησης όχι μόνο των χρηματικών και πραγματικών απολαβών της εργασίας αλλά και της χειροτέρευσης των συνθηκών παροχής της, είναι μία από τις αιτίες που καθιστούν επίκαιρο ακόμη και τον παλιό οικονομίστικο μαρξισμό. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να γνωρίζουμε να διερευνούμε αυτό το φαινόμενο ακόμη και από μία μη οικονομίστικη οπτική, δηλαδή από την οπτική της «παραγωγής ατομικοτήτων», δηλαδή της δυναμικής του προοδευτικού προτσές εξατομίκευσης, τυπικής στην καπιταλιστική κοινωνία. […]
Η νίκη του ωφελιμιστικού αρχέτυπου επί των τριών προηγούμενων αρχέτυπων, του παραδοσιακού, του φυσικο-δικαιϊκού και του συμβολαιοκρατικού, δεν ήταν μόνο η νίκη του μόνου θεωρητικο-ανθρωπολογικού αρχέτυπου σε θέση να νομιμοποιήσει καθολικά την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας επί της πολιτικής και γενικότερα επί όλων των άλλων συμβολικών και πολιτιστικών στοιχείων του κοινωνικού ιστού. Ήταν επίσης το καταλληλότερο αρχέτυπο για να πραγματοποιηθεί η «απάλειψη» των τελευταίων περιορισμών κοινοτικού τύπου, περιορισμοί οι οποίοι στη διάρκεια της μακράς ιστορικής φεουδαρχικής και ηγεμονικής περιόδου αφορούσαν όχι μόνο στις υποτελείς τάξεις, αλλά και στις κυρίαρχες τάξεις. Αμφότερες οι τάξεις, υποτελείς και κυρίαρχες, έπρεπε να προσβληθούν από το προτσές της ατομικοποίησης και της εξατομίκευσης, αλλά δεν συνέβη ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο. Από τη μία πλευρά, η αυθεντική «αστική τάξη», μη συγχεόμενη με τους απλούς οικονομικούς παράγοντες της καπιταλιστικής παραγωγής, συγκροτήθηκε πράγματι με αυθεντικά κοινωνικές διαδικασίες προοδευτικής εξατομίκευσης, της οποίας το ονομαστό «μυθιστόρημα διαμόρφωσης» (Bildungsromari) είναι αναμφισβήτητα ένα επιφανές παράδειγμα, και σίγουρα όχι το μόνο. Από την άλλη οι υποτελείς τάξεις δεν υποβλήθηκαν τόσο σε διαδικασίες απλού κοινοτικού διαμελισμού, αλλά σε διαδικασίες αυταρχικής πειθάρχησης (factory system), οι οποίες μελετήθηκαν λεπτομερώς από διάφορους συγγραφείς, όπως ο Μισέλ Φουκώ στη Γαλλία και ο Ε.Π. Τόμσον στη Μεγάλη Βρετανία. Σε αυτή την πρωτο-αστική περίοδο, πράγματι, ήταν απαραίτητο η αστική τάξη να είναι ήδη ανθρωπολογικά και κοινωνικά «εξατομικευμένη», ενώ δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να είναι και το βιομηχανικό προλεταριάτο, περικυκλωμένο από τον αυξανόμενο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό. Η νέα καπιταλιστική κοινωνικοποίηση αυτών των υποτελών τάξεων δεν προέκυψε λοιπόν μέσω ενός κατατεμαχισμού και ενός διαμελισμού τα οποία οδηγούσαν στην εξατομίκευση, αλλά μέσω δύο μεγαλειωδών κοινωνικών φαινομένων συλλογικού τύπου, την «οικονομικοποίηση της σύγκρουσης» και την «εθνικοποίηση των μαζών», για να χρησιμοποιήσω τους δύο όρους που προτάθηκαν στην εποχή τους από τον Ζιγκμουντ Μπάουμαν και τον Ζωρζ Μος.
Το πρώτο αυθεντικό προτσές εξατομίκευσης των υποτελών τάξεων πραγματοποιήθηκε σε μία ιστορική φάση αρκετά μεταγενέστερη από την πρωτο-καπιταλιστική, και ήταν η εξατομίκευση μέσω της κατανάλωσης. Σίγουρα επρόκειτο για κατανάλωση ευρέως τυποποιημένων ειδών, η οποία αντιστοιχούσε επίσης στην τέιλορ-φορντική φάση της βιομηχανικής παραγωγής. Όμως ήταν η κατανάλωση προϊόντων καπιταλιστικά παραχθέντων, η πραγματικά μεγάλη στιγμή της «ενσωμάτωσης» των υποτελών μαζών, ενσωμάτωση η οποία γίνεται πάντοτε με τη μορφή της «αποσύνθεσης», ενώ ο αυθεντικός όρος της «ενσωμάτωσης» αφορά πάντοτε και μόνο τα μεσαία μορφωμένα και ημιμαθή στρώματα, προσδιοριζόμενα ως «διανοούμενα». Το να πιστεύει κάποιος ότι οι υποτελείς τάξεις «ενσωματώθηκαν» αντί «αποσυντέθηκαν», οδηγεί σε μία ηθικίστικη και κλαψιάρικη προσέγγιση, ως εάν αυτοί οι κακόμοιροι να έπρεπε να διατηρήσουν με κάθε κόστος καθαρή και ανέπαφη την επαναστατική τους κλίση η οποία τους αποδόθηκε από τον πρωτο-μαρξισμό, διατηρώντας περήφανα τα κουρελιασμένα ρούχα και αρνούμενοι να αγοράσουν αυτοκίνητα, πλυντήρια, τηλεοράσεις, πήλινα διακοσμητικά και αθλητικές εφημερίδες.
Η ελαστικοποίηση και η επισφάλεια της εργασίας πρέπει να ιδωθούν ως η δεύτερη και αποφασιστική φάση του καπιταλιστικού προτσές της εξατομίκευσης. Σε μια πρώτη φάση είχε εντοπισθεί η κατανάλωση, καθώς η παραγωγή γινόταν ακόμη με «αυστηρές» μεθόδους φορντικού τύπου, ενώ τώρα η εξατομίκευση φθάνει μέχρι την καρδιά της παραγωγής. Είναι παράλογο να σκεφτόμαστε ότι αυτό το προτσές, αν μπορούσε να σταθεροποιηθεί και να ομαλοποιηθεί για πολλές δεκαετίες, δεν θα είχε και σημαντικές ανθρωπολογικές επιπτώσεις. Ένα πλήρως εξατομικευμένο ανθρωπολογικό προφίλ, τόσο στην κατανάλωση όσο και στην παραγωγή, δεν θα είχε πράγματι πλέον πολύ σχέση με όλα αυτά τα οποία ονομάσθηκαν τους δύο τελευταίους αιώνες λαός, λαϊκές μάζες, προλεταριακή τάξη, εργατική τάξη και τα λοιπά. Και αυτό θα ήταν το αληθινό «τέλος του μαρξισμού», και όχι βέβαια η ατέρμονη σειρά επιστημολογικών ενστάσεων.
Η σωτηρία θα έλθει ίσως, όπως πάντα, από εκεί που λιγότερο το περιμένει κανείς. Η αμερικάνικη αυτοκρατορία, στην τάση της για ανεμπόδιστη κυριαρχία, βασισμένη στα όπλα και στην πληβειακο-θρησκευτική πολιτιστική της ταυτότητα, εξ ολοκλήρου και σχεδόν προκλητικά μετα-αστική και μετα-προλετάρια, θα προκαλέσει σίγουρα νέες αντιθέσεις. Η γενιά μου δεν είναι σε θέση να τις αποκωδικοποιήσει, όσο ζει πνευματικά με τη μνήμη, με την ανάμνηση και με τον ιστορικό και πολιτιστικό ισολογισμό του διπολικού υστερο-μαρξιστικού (1956-1991) πλαισίου
Η ανθρώπινη κριτική σκέψη μένει. Σε αυτή και στο διηνεκές της μπορούμε να ελπίζουμε.
Μπορώ να διατυπώσω ακόμη μια φορά την ερώτηση που ανοίγει το κεφάλαιο: είμαστε σε μία μετα-μαρξιστική εποχή ή εποχή επανίδρυσης του μαρξισμού;
Το δίλημμα παραμένει προς το παρόν αναπάντητο. Ακριβέστερα, παραμένει χωρίς τη δυνατότητα να δοθεί μία απάντηση θεμελιωμένη πραγματικά, σοβαρή και πειστική. Από προσωρινές και ελάχιστα σοβαρές απαντήσεις υπάρχουν προφανώς άφθονες, ως υποκειμενικές πεποιθήσεις.
Πρώτον, η περίοδος επεξεργασίας του πένθους, θεωρητικού, πολιτικού και ψυχολογικού ταυτόχρονα, για τον οριστικό θάνατο του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα (1917-1991) και του ύστερο-μαρξισμού (1956-1991) δεν τελείωσε ακόμη. Ανάμεσα στα συντρίμμια τριγυρνούν ακόμη οι μορφές των ερημιτών νοσταλγών ενός θεού ο οποίος στο μεταξύ έχει εκλείψει για πάντα και των τελευταίων ανθρώπων οι οποίοι λεηλατούν και παίρνουν ό,τι μπορούν. Είναι αδύνατον να συζητηθεί αν οι εν δυνάμει συμμέτοχοι στο διάλογο είναι ακόμη παραζαλισμένοι από τα δάκρυα του πρόσφατου πένθους, ενώ οι πλιατσικολόγοι τρέχουν με τη λεία τους στους νέους αφέντες για να καταταγούν στην υπηρεσία τους.
Δεύτερον, η πνευματική και πολιτική κοινότητα των εναπομεινάντων αποκαλούμενων «μαρξιστών» είναι κατά τη γνώμη μου τελείως αθεράπευτη, αδιόρθωτη και αμετασχημάτιστη. Από τα σπλάχνα της δεν θα μπορέσει να προέλθει κανένα πραγματικό κίνημα μεταρρύθμισης. Είναι αδύνατο να περιμένει κανείς κάτι από κάποιον που αποφάσισε ότι δεν θέλει να μάθει τίποτα από την ιστορική πείρα και από κάποιον που φοβάται να αναζητήσει με ριζοσπαστικό τρόπο τις μεταφυσικές προϋποθέσεις του δόγματος στο οποίο αναφέρεται.
Τρίτο και τελευταίο, η σωτηρία (εάν πούμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη) θα έλθει ίσως, όπως πάντα, από εκεί που λιγότερο το περιμένει κανείς. Η αμερικάνικη αυτοκρατορία, στην τάση της για ανεμπόδιστη κυριαρχία, βασισμένη στα όπλα και στην πληβειακο-θρησκευτική πολιτιστική της ταυτότητα, εξ ολοκλήρου και σχεδόν προκλητικά μετα-αστική και μετα-προλετάρια, θα προκαλέσει σίγουρα νέες αντιθέσεις. Η γενιά μου δεν είναι σε θέση να τις αποκωδικοποιήσει, όσο ζει πνευματικά με τη μνήμη, με την ανάμνηση και με τον ιστορικό και πολιτιστικό ισολογισμό του διπολικού υστερο-μαρξιστικού (1956-1991) πλαισίου.
Αλλά οι γενιές έρχονται και παρέρχονται. Η ανθρώπινη κριτική σκέψη μένει. Σε αυτή και στο διηνεκές της μπορούμε να ελπίζουμε.