Δωρεάν προβολές στο https://online.olympiafestival.gr/

Μέλος της ΕΠΟΝ και «χωνί» των Εξαρχείων στην Κατοχή, ο αειθαλής 92χρονος, διεθνώς αναγνωρισμένος κινηματογραφιστής, αλλά και πολυγραφότατος συγγραφέας και ποιητής Ροβήρος Μανθούλης είναι από τους πλέον κοσμογυρισμένους Έλληνες σκηνοθέτες. «Η μοίρα μου είναι να εγκαταλείπω την Ελλάδα και να ξανάρχομαι φεύγοντας» αναφέρει, έχοντας ζήσει στο πετσί του την εξορία, καθώς η βραβευμένη πολιτική ταινία του «Πρόσωπο με Πρόσωπο» (1966) έτυχε να προβληθεί σε φεστιβάλ της Γαλλίας, ανήμερα 21η Απρίλη του 1967, με συνέπεια να του αφαιρεθεί η ιθαγένεια από την ελληνική χούντα και να παραμείνει εκπατρισμένος στη Γαλλία. Συχνά ανακαλεί τους στίχους του Σεφέρη «παράξενο πώς χαμηλώνουν/ όλα τριγύρω κάθε τόσο/ εδώ διαβαίνουν και θερίζουν/ χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», από το ποίημα «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» (1938). Είναι αυτός που τράβηξε τις περίφημες εικόνες του αντιδικτατορικού αγώνα των Ελλήνων στο Παρίσι, με την Μελίνα Μερκούρη να τραγουδάει δακρυσμένη, με τον Μίκη Θεοδωράκη στο πιάνο, ενώ έχει κινηματογραφήσει και τους Ζακ Μπρελ, Τζόαν Μπαέζ, Μικ Τζάγκερ. Στην πάνω από μισό αιώνα κινηματογραφική δράση του κατάφερε να γυρίσει 120 ταινίες. Ταξιδεύοντας σε όλη τη γη, για τις τηλεοπτικές γαλλικές σειρές ντοκιμαντέρ «Στην αφίσα του κόσμου» και «Μια χώρα μια μουσική», προσέγγισε, κατέγραψε και διέσωσε διαφορετικές μουσικές λαϊκές παραδόσεις, πάντα με τη δική του ξεχωριστή ιδεολογική και κοινωνικοπολιτική ουμανιστική αντίληψη, προλαβαίνοντας να καταγράψει ζωντανά θρυλικούς μπλουζίστες όπως Μπράουνι ΜακΓκύ, Σόνυ Τέρυ και Μπι Μπι Κινγκ.

Στο αφιέρωμα που διοργάνωσε προς τιμήν του το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας «Ροβήρος Μανθούλης μια τρίτη ματιά», σε επιμέλεια του Νίκου Θεοδοσίου, προβλήθηκαν επιλεκτικά μερικά δυσεύρετα, από τα πολυάριθμα ντοκιμαντέρ του. Παραθέτουμε μερικά αποφθεύγματά του -απαύγασμα της συναρπαστικής κινηματογραφικής εμπειρίας του- όπως τα καταθέτει ο ίδιος σε  τρία ντοκιμαντέρ-πορτρέτα που προβλήθηκαν «Μια ταινία μια ζωή: Ροβήρος Μανθούλης» (1997/Κωνσταντίνου Μωριάτη), «Ο Άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» (Παρασκήνιο /2007/Κώστας Μαχαίρας) και «Ο Αθέατος σκηνοθέτης» (2011/Νίκου Θεοδοσίου).

  • «Το ντοκιμαντέρ είναι η ποίηση του κινηματογράφου, ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο καθένας φαντάζεται και ερευνάει τον κόσμο. Δεν υπάρχει σενάριο, υπάρχει μια πρόθεση στην οποία παραμένεις προσηλωμένος, γιατί όταν έχεις ξεχυθεί έξω με την κάμερα συμβαίνουν πολλά απρόβλεπτα που είναι και τα πιο ενδιαφέροντα».
  • «Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και στη μυθοπλασία. Μπορεί στη μυθοπλασία να έχουμε ηθοποιούς, αλλά και στο ντοκιμαντέρ οι άνθρωποι μπροστά από μια κάμερα λειτουργούν ως ηθοποιοί, παίζοντας τον εαυτό τους. Από τη στιγμή που υπάρχει ορατή κάμερα είναι μυθοπλασία. Εάν η κάμερα δεν είναι ορατή, είναι ντοκιμαντέρ, αλλά γίνεται μυθοπλασία στο μοντάζ».
  • «Η μουσική δεν έχει αρχή και τέλος, έχει πολύ μακριά την πηγή της. Εκφράζει την ιστορία ενός λαού, μια μοίρα που προηγείται της εποχής του και αναγκαστικά έπεται. Όλο αυτό αποτελεί την πλούσια παράδοση και κληρονομιά μιας κοινότητας ανθρώπων. Ακολουθώντας αυτή την οδό μπορεί κάποιος να γνωρίσει τι ζητάει αυτός ο λαός μέσα σε αυτά που τραγουδάει».

Το 1997, ο Μανθούλης ολοκληρώνει το ντοκιμαντέρ «Βίοι παράλληλοι του εμφυλίου» όπου καταθέτει τη δική του πολιτική άποψη για μια από τις πιο ζοφερές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, τεκμηριώνοντάς την με μαρτυρίες τιμημένων αγωνιστών, πολιτικών και έγκριτων ιστορικών. Η τηλεοπτική εκδοχή της εξάωρης βερσιόν, με μουσική επιμέλεια του Λουκιανού Κηλαηδόνη, είχε μεγάλη απήχηση στο τηλεοπτικό κοινό. Στο αφιέρωμα προβάλλονται τα δυο πρώτα ωριαία επεισόδια.

Στο πρώτο μέρος, «Αθήνα, το μήλον της Έριδος», παρακολουθούμε τα πρώτα ελεύθερα επίκαιρα από τη Φίνος Φιλμ, πριν ακόμα φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα, που δεν είχαν προλάβει να προβληθούν. Με εκτός κάδρου παθιασμένη αφήγηση γίνεται αναφορά στις μαζικές εκτελέσεις στην Καισαριανή, από τους Γερμανούς, την παραμονή της αναχώρησής τους. Ανάμεσα στις συγκλονιστικές εικόνες των απαγχονισμένων, επισημάνθηκε ότι βρισκόταν και ο πατέρας του Φίνου. Σχολιάζοντας εκτός κάδρου, ο σκηνοθέτης αναφέρει πως μόνο αυτές οι εικόνες φρίκης, με τις οποίες έζησε ο ελληνικός λαός στα τριάμισι χρόνια Κατοχής, μπορούν να εξηγήσουν το ξέσπασμα χαράς για την Απελευθέρωση και το μίσος για τους δοσίλογους. Ο Φίνος καταγράφει τις δολιοφθορές των Γερμανών στο αεροδρόμιο Τατοΐου, εικόνες με τραυματίες του ηρωικού τμήματος του ΕΛΑΣ, από τη μάχη της ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ, την ιστορική στιγμή της υποστολής του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη, 12 Οκτώβρη του 1944, αλλά και τα πλήθη που ξεχύθηκαν στους δρόμους.

Αυτές οι εικόνες συμπληρώνονται από τις μαρτυρίες ηλικιωμένων αντιστασιακών, Στρατηγών του Εθνικού Στρατού, Αξιωματικών του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, που ο Μανθούλης πότε επιβεβαιώνει και πότε αντιπαραβάλλει

με πολιτικούς σχολιασμούς του και συνοπτικές αφηγήσεις, που συνθέτουν αιχμηρή πολιτική κριτική, αποκαλύπτοντας αποσιωπημένες πολιτικές εντάσεις, από προσωπικότητες με συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, όπως οι Μανώλης Γλέζος, Χαρίλαος Φλωράκης, Αλέξανδρος Ζαούσης (ιστοριογράφος) και οι ιστορικοί Βάσος Μαθιόπουλος και Φίλιππος Ηλιού.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι των γεγονότων από τις παραμονές της Απελευθέρωσης που οδήγησαν βδομάδες αργότερα στα Δεκεμβριανά, περιγράφεται πώς ένας ένδοξος αντιφασιστικός αγώνας, με το αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ στην κατοχική περίοδο, επισκιάστηκε από τις εμφύλιες συγκρούσεις.

Οι άσκοπες συζητήσεις για την επάνοδο του βασιλιά και η αναχώρηση του Κανελλόπουλου για τη Μέση Ανατολή, τον Μάρτη του ’42, έφεραν την Αριστερά στο προσκήνιο, με το ΚΚΕ να οργανώνει εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο στα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Άνοιξη του ’44, με την περίφημη συμφωνία του Λιβάνου, το κομμουνιστικό κόμμα υποχρεώθηκε να μετάσχει στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Μαθιόπουλος υποστηρίζει πως κανείς από την ελληνική πλευρά δεν γνώριζε τη συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και ΕΣΣΔ (Τσώρτσιλ-Στάλιν) να φτιάξουν ζώνη επιρροής στα Βαλκάνια. Ο Μανθούλης στέκεται ωστόσο στα γεγονότα που προηγήθηκαν δύο μήνες πριν την Απελευθέρωση, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Ρουμανία και προχωρούσαν προς τη Βουλγαρία και θέτει το ερώτημα: «Γιατί ο Στάλιν δεν έστειλε συνδέσμους στον Τίτο και στον ΕΛΑΣ, παρά μόνο τελευταία στιγμή; Θεωρούσε την περιοχή φέουδο βρετανικό ή τα μεγάλα κινήματα στις χώρες αυτές τον είχαν βάλει σε δύσκολη θέση;». Ο Μαθιόπουλος αποσαφηνίζει πως οι Άγγλοι, θέλοντας με κάθε μέσο να έχουν δική τους επιρροή στην Ελλάδα, ήρθαν σε απευθείας συνεννόηση με τον Χίτλερ, στη μοναδική σε όλο τον πόλεμο αγγλογερμανική συμφωνία, όπου στη Λισαβώνα, Αύγουστο του 1944, συμφωνήθηκε φεύγοντας προς βορρά οι Γερμανοί να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στους Βρετανούς, ως πρόχωμα στους Ρώσους, που είχαν ήδη μπει στη Βουλγαρία και κατέβαιναν στα Βαλκάνια. Από τη μεριά τους, οι Εγγλέζοι αναλάμβαναν να μην εμποδίσουν την οπισθοχώρηση των Γερμανών.

Το συμπέρασμα διατυπώνεται από τον ίδιο τον Μανθούλη, επιλέγοντας το αντάρτικό τραγούδι «Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου», για να εκφράσει την πίκρα του, σχολιάζοντας: «Αρχές Οκτώβρη του 1944, οι συνοικίες της Αθήνας απελευθερώνονται από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, αλλά τα λιμάνια και τα αεροδρόμια είναι ήδη στα χέρια των Άγγλων και το κέντρο ελέγχεται από τους Γερμανούς, που περιμένουν την άφιξη βρετανικών ενισχύσεων για να αποχωρήσουν, ώστε να μην δημιουργηθεί στρατιωτικό κενό, που θα επιτρέψει ενδεχόμενη κατάληψη από τον ΕΛΑΣ».

Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στον περιβόητο αγγλορωσικό διακανονισμό, στη συνάντηση Τσώρτσιλ-Στάλιν στο Κρεμλίνο στις 9/10/1944, όπου «σε ένα χαρτί μοίρασαν όλα τα Βαλκάνια», ενώ ο Μανθούλης επισημαίνει «αν η συμφωνία για την Ελλάδα κράτησε λίγα λεπτά, οι διαπραγματεύσεις για μια ενιαία πολωνική κυβέρνηση κράτησαν μια εβδομάδα. Ο Τσώρτσιλ έσωσε τα προσχήματα στην Πολωνία και διατήρησε στην απόλυτη δικαιοδοσία του την Ελλάδα, μήλον της έριδος όλων των μεγάλων». Τα λόγια του διανθίζονται με ειρωνεία, με την προβολή έγχρωμου αγγλόφωνου ντοκουμέντου κατά τη Βρετανική απόβαση στην Πελοπόννησο, όπου οι Έλληνες αντάρτες χαμογελούν ανυποψίαστοι, αγκαλιασμένοι με τους «συμμάχους» Άγγλους αλεξιπτωτιστές.

Δεινός σκηνοθέτης-μοντέρ, ο Μανθούλης μαθημένος και από το ιδεολογικό μοντάζ της σοβιετικής σχολής, που ανέδειξε στα αγωνιστικά ντοκιμαντέρ του ο Γιόρις Ίβενς, συνδυάζει την άποψη του σινεμά βεριτέ του Ζαν Ρους με τα μορφολογικά διδάγματα της νουβέλ βαγκ που έχει εξαρχής επιδείξει στη μυθοπλαστική ταινία του «Πρόσωπο με πρόσωπο» και χειρίζεται την ιστορική αφήγηση του ελληνικού εμφυλίου με απόλυτα κινηματογραφικό τρόπο, χρησιμοποιώντας με φειδώ τα ένδοξα αντάρτικα και το αρχειακό υλικό, που εδώ κυρίως λειτουργεί αντισταθμιστικά με το περιεχόμενο, δημιουργώντας συναισθηματική αντίστιξη μπρος στην τραγική εξιστόρηση γεγονότων και πολιτικών ερμηνειών, φανερώνοντας σταδιακά μια διπλή προδοσία, σε μια εξαιρετική δουλειά, πολιτική παρακαταθήκη ενός ΕΠΟΝίτη σκηνοθέτη.

Ο Μανθούλης προβάλλει ανίερες συμφωνίες, με την υποδόρια δύναμη της εικόνας, πλάι σε συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις, μετατρέποντας κάθε χαραμάδα αντίστασης σε μοιραία τραγική αποτυχία, αφήνοντας υπόνοιες για την προκαθορισμένη τύχη του θρυλικού Άρη Βελουχιώτη, που στη θέαση της φωτογραφίας του τίθεται το ερώτημα «Ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει στα ελληνικά βουνά, γιατί οι Άγγλοι συνέχιζαν να εξοπλίζουν τους αντάρτες του Ζέρβα;».

Λίγο πριν τα Δεκεμβριανά, η ιστορική αφήγηση με το τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπυ, για τη διάλυση και τον αφοπλισμό των αντάρτικων δυνάμεων συμπληρώνεται από τις μαρτυρίες των αξιωματικών του ΕΛΑΣ. Οι Εγγλέζοι τελικά επιτέθηκαν αλύπητα στην Αθήνα, με πυροβολικό, αεροπορία και με την ορεινή ταξιαρχία από την Αίγυπτο. Εισάγοντας ξανά τη μελωδία του ίδιου αντάρτικου τραγουδιού, με ακορντεόν αυτή τη φορά, υπογραμμίζονται οι τελευταίες προσπάθειες αντίστασης, πλάι στην πίκρα της ήττας, με το συγκλονιστικό ντοκουμέντο, όπου Χριστούγεννα του ’44, Τσώρτσιλ, Ήντεν και Σκόμπι παρακολουθούν σε ταράτσα τα βρετανικά αεροσκάφη να βομβαρδίζουν την Αθήνα.

Το τέλος του πρώτου μέρους κλείνει με τον αντιστασιακό ΕΠΟΝίτη ιστορικό των Α.Σ.Κ.Ι. Φίλιππο Ηλιού, που αναφέρει ως πρόβλημα κυρίως την Αγγλία ως επικυρίαρχο της Ελλάδας, που προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο διόδου της ανατολικής Μεσογείου προς την Ασία, προτίμησε να δημιουργήσει συνθήκες διωγμού των αριστερών κινημάτων στην Ελλάδα. Οι τίτλοι τέλους σφραγίζονται με την πένθιμη μελωδία «Επέσατε Θύματα», παράλληλα με τη φωτογραφία του πανό του ΕΑΜ «όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».

Στο δεύτερο μέρος «Με τα παραδοθέντα όπλα παρά πόδας», η εγκαθίδρυση της Βρετανικής κυριαρχίας το 1945 σηματοδοτείται με ντοκουμέντο του Στρατηγού Σκόμπυ, που χορεύει ανάμεσα σε νεαρές με παραδοσιακές στολές, ενώ ο Μανθούλης σχολιάζει «από τη μια μπαίνουν οι Σοβιετικοί στην κατεστραμμένη Βαρσοβία που απελευθέρωσαν οι Ρώσοι και από την άλλη ο ΕΛΑΣ εγκαταλείπει την Αθήνα στους Άγγλους». Ο Μανώλης Γλέζος χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μπορούσε να αποφευχθεί ο Δεκέμβρης, αν άκουγαν τον Στρατηγό Σαράφη που υποστήριζε πως έπρεπε να δεχτούμε τον αφοπλισμό των αντάρτικων δυνάμεων, για το λόγο ότι μόλις σχηματιζόταν ο Εθνικός Στρατός, το 90% των μαχητών ήταν ΕΠΟΝίτες, ενώ ακόμα και η πληθώρα των αξιωματικών που θα τον στελέχωνε ήταν ΕΑΜίτες».

Και ενώ οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ υπογράφουν ανακωχή, 11 Ιανουαρίου 1945, με τη νέα κυβέρνηση του Πλαστήρα, σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας διασκέπτονται οι τρεις μεγάλοι (Τσώρτσιλ, Ρούζβελτ, Στάλιν) για να υπογράψουν τη συμφωνία της Γιάλτας, κατά τραγική ειρωνεία, την ίδια μέρα με τη συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φλεβάρη του 1945.

Από τη σκοπιά τού Χαρίλαου Φλωράκη: «Το λάθος μας είναι ότι και στο Λίβανο και στη Βάρκιζα παραδώσαμε την εξουσία που είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ, χωρίς κανένα αντίκρισμα και χωρίς καμιά εγγύηση». Ο Μανθούλης αναφέρεται και στην επιστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη από το Νταχάου, τον Μάιο του 1945, σχολιάζοντας πως «μόλις πήρε το πόστο του Γ.Γ. του ΚΚΕ, αποκήρυξε τον Άρη Βελουχιώτη, για την ανυπακοή του στο κόμμα». Με τις φυλακές Αβέρωφ γεμάτες από χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους, ενώ μαίνονταν οι δολοφονίες αντιστασιακών, πολλοί αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αναγκάζονται να ξαναπάρουν το δρόμο για το βουνό, με το ΚΚΕ να κηρύσσει ταυτόχρονα συμφιλίωση και αυτοάμυνα. Ο Γλέζος σχολιάζει «Άφησε όλους τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ να συλληφθούν και από την άλλη έλεγε βγείτε στα βουνά. Πώς θα γινόταν και το ένα και το άλλο;».

Η αναφορά για τις εκλογές 31 Μαρτίου 1946, που έβγαλαν πρώτο κόμμα το Λαϊκό του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, με το ΕΑΜ στο 9,10%, μετά την αποχή του ΚΚΕ, συνοδεύεται από το θλιμμένο «Μινόρε της αυγής».

Ο Μάριος Πλωρίτης αναφέρει για την καμπάνια επιστροφής του βασιλια από την ακροδεξιά οργάνωση Χ, του Γρίβα: «Από το ξεκίνημά της η μοναρχία ήταν ένα αντι-λαϊκό και ανθελληνικό καθεστώς, υπηρετώντας κατά κανόνα τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων, ενώ καρπός της ήταν και η βασιλομεταξική δικτατορία».

Το ιστορικό απαύγασμα της εποχής στιγματίζεται από τον Φίλιππο Ηλιού που μιλάει για τη διαμόρφωση της θεωρίας των δύο πόλων, από τη μια Σοβιετικοί, από την άλλη Εγγλέζοι, με την Ελλάδα ανάμεσα. Το δεύτερο επεισόδιο κλείνει με τη φλογερή μαρτυρία του Φλωράκη, ο οποίος αναφέρεται στην προσωπική του περιπέτεια στα τέλη του 1946, όταν επιχείρησε να ανέβει στο βουνό.

Η συνταρακτική εικόνα της παράδοσης των όπλων μετά τη Βάρκιζα, που είναι στο επίκεντρο των περισσότερων ντοκιμαντέρ για τον εμφύλιο, ο Μανθούλης την περιλαμβάνει στους τίτλους τέλους του δεύτερου μέρους, υπό θλιμμένη μελωδία με σαξόφωνο.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

info:

1) Στην εφημερίδα μας έχουμε δημοσιεύσει δυο εκτενείς συνεντεύξεις του Ροβήρου Μανθούλη στα τεύχη 143 (Δεκέμβρης 2012) και 274 (Αύγουστος 2015)

2) Στο https://www.festivalfilmfrancophone.gr/  θα βρείτε πληροφορίες για το 21ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (6-14/4/2021) που διεξάγεται διαδικτυακά στην πλατφόρμα του Γαλλικού Ινστιτούτου cinema.ifg.gr.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!