Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Φανταστείτε να μπορούσε κάποιος να διαπράξει οποιοδήποτε έγκλημα, δίχως ποινική δίωξη! Σε μια τέτοια ιδέα κοινωνικής εκτόνωσης βασίζεται η τριλογία τρόμου Purge/Ημέρα Κάθαρσης, του Τζέιμς ντε Μόνακο. Οι δύο πρώτες ταινίες, παρά την εμπορική τους απήχηση, δεν είχαν διανομή εδώ, σε αντίθεση με το τρίτο μέρος Ημέρα Κάθαρσης: Έτος Εκλογών (2016), που κυκλοφορεί παράλληλα στις ελληνικές αίθουσες, λίγους μήνες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Σε ένα κοντινό μέλλον, στις ΗΠΑ, έχει καθιερωθεί από τις κυβερνήσεις των «Εθνοπατέρων» η Μέρα Κάθαρσης, που απελευθερώνει τα πιο αιμοβόρα ένστικτα όσων επιλέγουν να δράσουν. Εν έτει 2010, μια τυπική μικροαστική οικογένεια ξεκληρίστηκε από τους φανατισμένους 24ωρους δολοφόνους, ενώ βρισκόταν καθισμένη στο σαλόνι, μπρος στην τηλεόραση. Δεκαοχτώ χρόνια μετά, η Ρόαν, η επιζήσασα μητέρα, πολιτεύεται για να καταργήσει τη Μέρα Κάθαρσης, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι παρά συμπληρωματικός και φθηνός τρόπος εξόντωσης των κατώτερων στρωμάτων, πλάι στα απάνθρωπα μέτρα λιτότητας, ενώ αυξάνει τις ευκαιρίες κερδοσκοπίας των ασφαλιστικών εταιριών. Έχοντας αποκτήσει σοσιαλιστικό προφίλ, η δημοφιλής πλέον γερουσιαστής βάζει υποψηφιότητα για τις επερχόμενες εκλογές. Σε αποσπάσματα τηλεοπτικού ντιμπέιτ, οι Εθνοπατέρες υποστηρίζουν τον εξαγνιστικό χαρακτήρα αυτής της επετείου, ως ευκαιρία φυλετικής εκκαθάρισης, επιχειρηματολογώντας με όρους φανατισμένων θρησκευόμενων ακροδεξιών, που τονίζουν ότι τα χρήματα δεν αρκούν για τους πολλούς. Έτσι, ήδη από την εισαγωγή, απλοϊκά και μανιχαϊστικά προσδιορίζεται το «κακό», ως ο αρτηριοσκληρωτικός λόγος υπέρ της βίας, με πρόσχημα την καθαρότητα της φυλής, ταυτίζοντας ανεπιφύλακτα το «καλό» με κάθε δημοκρατική, φιλολαϊκή επίφαση ενάντια στη βία. Την παραμονή της παράλογης αυτής επετείου, ένας μεσήλικας Αφροαμερικανός ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, μετά την απροκάλυπτη τηλεφωνική ειδοποίηση ότι διπλασιάστηκαν τα ασφάλιστρα, προετοιμάζεται να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία του, μαζί με τον μεξικανικής καταγωγής βοηθό του και τη δυναμική μιγάδα φίλη τους, αντιμετωπίζοντας τη μέρα αυτή ως «Μέρα Κρίσης», πεποίθηση ριζωμένη από την αμερικάνικη ευαγγελική παράδοση της Βίβλου. Παράλληλα, η γερουσιαστής, αλληλέγγυα στον ανυπεράσπιστο φτωχό λαό, δεξαμενή των ψήφων της, αρνείται να κλειστεί στα καταφύγια της άρχουσας τάξης, επιλέγοντας παραδειγματικά να παραμείνει σπίτι. Παρά την παρουσία ένοπλων φρουρών, γίνεται εισβολή από παραστρατιωτικές ομάδες νεοναζί μισθοφόρων. Γλιτώνει μαζί με τον έμπιστο σωματοφύλακά της και καταφεύγουν στην πόλη, όπου συμβαίνουν τα πάντα. Συμπλοκές με συμμορίες, αλλά και ένοπλες αντιστασιακές ομάδες υπέρ των ανυπεράσπιστων.
Με αργή κίνηση και μια βιντεοκλιπίστικη σκηνοθετική αισθητική που εμφανίζει και εξαφανίζει περιοδικά τα στιγμιότυπα-εικονογραφικά μοτίβα χαρακτηριστικών εικόνων του εφιαλτικού σκηνικού, όπως αιωρούμενα τσεκούρια αλλά και θορυβώδης αποκεφαλισμός από λαιμητόμο, δίνουν δυναμικό ρυθμό στη φιλμική αφήγηση. Πίσω από τις λευκές κολώνες ενός νεοκλασικού επιβλητικού κτιρίου, όπου αναγράφονται με αίμα τα γράμματα της λέξης Κάθαρση, διαφαίνεται φωτισμένο ένα άγαλμα του Λίνκολν. Στυλιζαρισμένα στιγμιότυπα καρικατουρίστικου εικονογραφικού δυναμισμού συνοψίζουν τη βία, όπως στα κόμικς. Πλήθος στοιχεία-σύμβολα σχετίζονται με την αμερικάνικη ιστορία, ταυτισμένη εδώ με τη Δημοκρατία, μέσα από εικόνες του Λίνκολν και του «θείου Σαμ», ενώ οι μάσκες με τα πρόσωπα των Αμερικανών προέδρων μεταφέρουν διάσταση τρόμου σε μια αλλοιωμένη οπτική εννοιών και θεσμικών συμβολισμών, όπως αντίστοιχα σε ταινίες με ληστείες τραπεζών (Στην κόψη του κύματος (1991)/ Κάθριν Μπίγκελόου.
Φόρος τιμής στην παράδοση των θρίλερ του Τζον Κάρπεντερ (Η νύχτα με τις μάσκες/1978), η Μέρα Κάθαρσης για κάποιους αποτελεί τις Απόκριες των ενηλίκων, ενώ σχολιάζεται και το υποτιθέμενο μελλοντικό φαινόμενο του «τουρίστα-δολοφόνου» στις ΗΠΑ, με όπλα και σαδιστικά εξαρτήματα για ένα εικοσιτετράωρο «νόμιμο» σαφάρι.
Αυτή η σπλάτερ ταινία, με σκηνοθέτη αρχικά σεναριογράφο, αντλεί χαρακτηριστικές λεπτομέρειες από θρίλερ με ζόμπι, επαναφέροντας τον άλλοτε έντονο κοινωνικό προβληματισμό που καθιέρωσε ο Τζορτζ Ρομέρο (Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών /1978), επιχειρώντας έντονη κριτική στην καταναλωτική κοινωνία, στα χρόνια της πρώτης μεταπολεμικά οικονομικής κρίσης, με τη δράση τοποθετημένη στα μεγάλα εμπορικά κέντρα. Η διαφυλετική παρέα των τριών φίλων, γέννημα-θρέμμα κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, αποτελεί ετοιμοπόλεμες φιγούρες πάλι από θρίλερ με ζόμπι, όπως και το ειδικά διαμορφωμένο φορτηγάκι που διασχίζει τη λεηλατημένη πόλη, ενώ η γερουσιαστής και ο σωματοφύλακας καταλήγουν στο ψιλικατζίδικο, επιβεβαιώνοντας καθιερωμένα στερεότυπα. Αντίστοιχα, η οργάνωση μορφών αντίστασης στα υπόγεια αποτελεί χαρακτηριστικό ταινιών επιστημονικής φαντασίας, ενώ το επεισόδιο με τις πανκ παρανοϊκές ένοπλες νυμφομανείς νεαρές κλέφτρες ανακατεύει θεματολογίες με εκβιαστικές συμπεριφορές εφηβικών σχολικών ταινιών με γκόθικ στοιχεία κόμικς, υπό ήχους ροκ κομματιών, σε ένα χαρακτηριστικό σάουντρακ με φανκ τραγούδια και φασαριώζικη πρωτότυπη μουσική χάρντκορ αισθητικής, «εναλλακτικής» διάθεσης.
Το Χόλιγουντ ξέρει καλά να αφομοιώνει και να ομογενοποιεί πολιτικά μηνύματα και θραύσματα ενός μωσαϊκού ιδεολογιών, με σκοπό να διευρύνει το κοινό του, χειραγωγώντας συνειδήσεις. Ατάκες τύπου Η ψυχή της χώρας κινδυνεύει επιχειρούν να κατευθύνουν την ψήφο, παρουσιάζοντας την εκλογική διαδικασία ως το κατεξοχήν μέσο διασφάλισης της «τάξης», παρακάμπτοντας το μείζον παγκοσμίως θέμα του διαρκώς αυξανόμενου ποσοστού αποχής.
Εν κατακλείδι, μια ταινία κομμένη-ραμμένη στα μέτρα της Χίλαρι Κλίντον…
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου