Συνέντευξη στην Βασιλική Λάζου και τον Γιάννη Σκαλιδάκη

Το μεγάλο ερώτημα είναι: Αποτελούν τα Δεκεμβριανά μία προσπάθεια βίαιης κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ;
Το ένα δεδομένο που έχουμε είναι ότι εάν αλλάξουμε λίγο το κάδρο με το οποίο βλέπουμε τα Δεκεμβριανά και δεν τα ξεκινήσουμε από τις 3 του Δεκέμβρη αλλά τα εντάξουμε στο γενικότερο κλίμα, δηλαδή άμα φέρουμε λίγο την αφετηρία των γεγονότων στο καλοκαίρι του ’44, θα δούμε ότι στην Αθήνα έχουμε πάρα πολύ σκληρές εμφύλιες συγκρούσεις.
Δηλαδή μόνο τον Αύγουστο 1944 καταγράφονται 450 νεκροί. Από τη μια πλευρά ο ΕΛΑΣ και η ΟΠΛΑ και από την άλλη τα Τάγματα Ασφαλείας, η Χωροφυλακή, η Ειδική Ασφάλεια, το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων, οργάνωση υπό την εποπτεία των Γερμανών, και βέβαια μικρότερες αντικομουνιστικές οργανώσεις. Όλη αυτή η σφαγή που γίνεται τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη 1944 ουσιαστικά τερματίζεται γιατί φεύγουν οι Γερμανοί. Κατά συνέπεια, το ένα στρατόπεδο μένει πλέον ακάλυπτο. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να πολεμούν μόνοι τους οι ταγματασφαλίτες.
Από την άλλη για το ΕΑΜ, η μεγάλη αιματοχυσία σταματάει γιατί η ηγεσία επιβάλλει απόλυτη και σκληρή πειθαρχία ακολουθώντας τη νομιμότητα. Υπάρχει διαταγή στις 11 Οκτώβρη του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ που λέει ότι «συναγωνιστές οι καινούργιοι αγώνες είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτούς της Κατοχής. Πρέπει να δείξουμε στους συμμάχους μας ότι ο ΕΛΑΣ είναι ένας στρατός κανονικός με πειθαρχία, συνοχή κ.λπ».
Οπότε, σταματάνε οι περιττές συλλήψεις και περιπολίες και όλα τίθενται υπό αυστηρό έλεγχο από το Α΄ Σώμα Στρατού. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι στις 12,13,14 Οκτώβρη υπάρχουν πολλοί λίγοι νεκροί (5-6) από δολοφονίες, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στην Γαλλία και στην Ιταλία. Στην Ιταλία, τον Μάη-Απρίλη ’45 έγινε λουτρό αίματος με 12-20 χιλιάδες νεκρούς από το φασιστικό στρατόπεδο και στην Γαλλία είναι γύρω στις 9.000 οι νεκροί από την πλευρά του καθεστώτος του Βισύ. Αυτό το πράγμα στην Αθήνα δεν γίνεται γιατί αυτή είναι η εντολή που δόθηκε από τον ΕΛΑΣ της Αθήνας. Υπάρχει μάλιστα αναφορά βρετανού πράκτορα ο οποίος τη νύχτα πριν την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτώβρη διαπίστωσε ότι υπήρχε απόλυτη ησυχία στις συνοικίες, οι άντρες του ΕΛΑΣ περιπολούν με πολιτικά κ.λπ.
Η περίοδος λίγο πριν τα Δεκεμβριανά αποτελεί μία τομή: ξαφνικά σταματάνε όλες αυτές οι εμφύλιες συγκρούσεις που είχαν συνταράξει την Αθήνα τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη. Άρα θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι εάν το ΕΑΜ ήθελε να καταλάβει την εξουσία, θα μπορούσε πάρα πολύ απλά να το πράξει τις πρώτες τρεις ημέρες και ιδίως στις 15 Οκτώβρη που γίνεται η μεγάλη διαδήλωση των εθνικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της οποίας από τα ξενοδοχεία στην Ομόνοια πυροβολούν και σκοτώνουν διαδηλωτές του ΕΑΜ που είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την πορεία. Αυτό θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως έναυσμα το ΕΑΜ για να δημιουργήσει ένα λουτρό αίματος και θα μπορούσε να το κάνει πολύ εύκολα γιατί οι Βρετανικές δυνάμεις ήταν απειροελάχιστες και δεν θα μπορούσαν να επέμβουν ούτως ή άλλως. Όμως και σε αυτή την περίπτωση φάνηκε ότι είχε αποφασισθεί το ΕΑΜ να μπει σε μια διαδικασία νομιμότητας.

Αυτή η πολιτική έχει τις ρίζες της στην Κατοχή;
Το ΕΑΜ από τη στιγμή που συμμετείχε στη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και κυρίως από την στιγμή που δέχθηκε να υπαχθεί ο ΕΛΑΣ στο Βρετανικό Στρατηγείο του Σκόμπι στην Καζέρτα ήταν δεδομένο ότι πήγαινε σε μια λογική νομιμότητας. Μάλιστα στην Αθήνα συγκεκριμένα, αν το ΕΑΜ από αντιστασιακή οργάνωση μετατρέπονταν σε ένα πολιτικό φορέα ή κόμμα με ομαλές διαδικασίες μετά την Κατοχή, ήταν οφθαλμοφανές ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει άνετα με κοινοβουλευτικές διαδικασίες την εξουσία. Από την στιγμή που είχε την εμπειρία της Κατοχής δεν είχε κανένα λόγο να τρομάξει τους οπαδούς του και τους συμπαθούντες με μια βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Μπορεί η κατάσταση στην επαρχία να ήταν διαφορετική αλλά στην Αθήνα λόγω των μαζικών συλλαλητηρίων και της πολιτικής αλλά όχι ένοπλης διαμαρτυρίας, είχε δημιουργηθεί το υπόβαθρο για μια πολιτική κυριαρχία του ΕΑΜ, ήδη από την Κατοχή. Οπότε θεωρώ ότι πατούσαν με την λογική πάνω στη νομιμότητα. Γι’ αυτό παρά τις προκλήσεις των Βρετανών κυρίως, τον Νοέμβρη όλες οι απαντήσεις του ΕΛΑΣ ήταν καμία εμπλοκή με τους Βρετανούς για να μην τους δώσει κανένα δικαίωμα να πάνε σε ένοπλη σύγκρουση.

Τι αλλάζει λοιπόν με τη διαδήλωση στις 3 Δεκέμβρη του 1944;
Αυτό που αλλάζει είναι πολύ σημαντικό. Γιατί το αγκάθι ήταν η σύνθεση του στρατού. Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία ανασυγκρότησης του κράτους και άρα το κομβικό σημείο είναι ποιος θα έχει το δικαίωμα άσκησης της νόμιμης βίας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παντού στην Ευρώπη. Η ΕΑΜική πλευρά μιλάει για την ύποπτη στάση του Παπανδρέου, ο οποίος δημοσιοποίησε στους Βρετανούς μία πρόταση του ΕΑΜ ως δικιά του πρόταση για να το θέσει προ τετελεσμένου και για το ψέμα της σύνθεσης: να αποτελείται ο στρατός στο ένα μισό από δυνάμεις του ΕΛΑΣ και το άλλο μισό από τις υπόλοιπες δυνάμεις. Ή αν θα υπάρχει σύνθεση τριών δυνάμεων, του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της Ορεινής Ταξιαρχίας. Βέβαια ένα άλλο ζήτημα για το ΕΑΜ ήταν η σύνθεση της Ορεινής Ταξιαρχίας η οποία μετά την «εκκαθάρισή» της στο Κάιρο αποτελούνταν από αντι-ΕΑΜικά στοιχεία. Και υπήρχε εμμονή από την πλευρά του ΕΑΜ ως προς τη διάλυση της Ορεινής Ταξιαρχίας και των Σωμάτων Ασφαλείας ακόμα και στο τέλος των Δεκεμβριανών. Οπότε ήταν λογικό να παρουσιαστεί εμπλοκή πόσο μάλλον από την στιγμή που ο Παπανδρέου πιέζει τους Βρετανούς ώστε να τηρήσει μια σκληρή στάση όχι μόνο γιατί ήθελε να δυσκολέψει το ΕΑΜ, αλλά γιατί ήθελε με αυτό τον τρόπο να δεσμεύσει όλο και περισσότερο τους Βρετανούς σε μια υποχρέωση να στηρίξουν την πολιτική του. Εάν δει κάποιος τις συζητήσεις στο Βρετανικό Κοινοβούλιο κυρίως στις 8 Δεκέμβρη που η σύγκρουση ήταν εντελώς αμφίρροπη, γίνεται μια πρόταση μομφής κατά του Τσώρτσιλ, η οποία δεν είχε τύχη άλλωστε. Η κριτική που γίνεται είναι η εξής: ότι ουσιαστικά όλοι οι Βρετανοί αναγκάζονται να συνταχθούν με την πλευρά του αυταρχισμού σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Και μάλιστα με την πλευρά των ανθρώπων που στιγματίζονται ως συνεργάτες των Γερμανών την περίοδο της Κατοχής. Αυτό στιγματίζει την εικόνα της Βρετανίας σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του πολέμου. Οπότε, κάποιος θα πρέπει να μελετήσει σε επίπεδο πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας τον ρόλο του Παπανδρέου.

Τι ρόλο παίζει το ζήτημα της επιστροφής του Βασιλιά Γεωργίου Β΄;
Αυτό που διατρέχει όλη την περίοδο της Κατοχής και τα Δεκεμβριανά είναι το ζήτημα του Βασιλιά. Αυτό που θέλει να αποφύγει το ΕΑΜ είναι να επανέλθει ο Βασιλιάς, γιατί ουσιαστικά αυτό θα σήμαινε την παλινόρθωση του παλαιού πολιτικού συστήματος και φυσικά θα έπεφτε στο κενό όλος ο αγώνας που είχε γίνει στην Κατοχή. Νομίζω ότι πρωταρχικός στόχος του ΕΑΜ ήταν αυτός: να μην επιστρέψει ο Βασιλιάς και να του ασκηθεί πίεση να δεχθεί την Αντιβασιλεία, κάτι που ήθελαν και επιδίωκαν και οι Βρετανοί.

Τελικά όμως υποχώρησε ο βασιλιάς και ορίστηκε Αντιβασιλεία στα τέλη Δεκέμβρη.
Πράγματι, υποχωρεί τελικά ο βασιλιάς κάτω από ασφυκτικές πιέσεις των Βρετανών. Στα απομνημονεύματά του ο Μακ Μίλαν εκφράζεται με όσο πιο σκληρό τρόπο γίνεται απέναντι στον βασιλιά. Αυτό δείχνει πόσο πολύ τυράννησε τους Βρετανούς, μέχρι να δεχθεί να υποχωρήσει και να οριστεί Αντιβασιλεία. Έτσι έγινε απεμπλοκή του ζητήματος για να μπορέσουν οι Βρετανοί να πάνε μετά στο ΕΑΜ και να πουν «ορίστε κύριοι, εμείς σας εξασφαλίσαμε ότι δεν θα επιστρέψει ο Βασιλιάς. Τώρα πρέπει κι εσείς να δεχτείτε τους όρους ανακωχής». Θεωρώ ότι ο Παπανδρέου ήταν σαφώς ένα πρόσωπο στο οποίο είχε στρέψει τα πυρά του το ΕΑΜ, κομματικά και πάρα πολύ έντονα. Τον θεωρούσε δολοπλόκο, αλλά νομίζω ότι το κύριο πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί την περίοδο εκείνη ήτανε να ορισθεί η Αντιβασιλεία. Να σχηματιστεί ουσιαστικά μια κυβέρνηση η οποία δεν θα ήταν υποχείριο του βασιλιά. Τώρα εάν θα μπορούσε σε αυτή την κυβέρνηση να συμμετέχει και το ΕΑΜ για χάρη της εθνικής ενότητας, αυτό ήταν ένα άλλο ζήτημα και νομίζω ότι μέχρι την μεγάλη επίθεση που άρχισε στις 27- 28 Δεκέμβρη αποτελούσε μία πιθανότητα.

Τι συμβαίνει τελικά και παρά την εμμονή του στη νομιμότητα το ΕΑΜ εμπλέκεται σε μια σύγκρουση με τους Βρετανούς;
Όλα τα Δεκεμβριανά μού φαίνονται σαν μια προσπάθεια του ΕΑΜ να ενισχύσει την πολιτική διαπραγμάτευση με ένοπλο τρόπο. Δηλαδή, δεν υπάρχει εξαρχής μία προσπάθεια να ξεκαθαρίσει ένοπλα την κατάσταση. Πολύ απλά κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι στις 4 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ επιλέγει να επιτεθεί στα αστυνομικά τμήματα και όχι στην Ορεινή Ταξιαρχία που ήταν η κύρια εστία που έπρεπε να καθαρίσει. Και εδώ είναι ένας μύθος ακόμη. Η μάχη που κρίνει τα πάντα δεν είναι η μάχη στου Μακρυγιάννη, αλλά αυτή στο Γουδί. Εκεί υπάρχει αποτυχία συντονισμού γιατί περίμενε ο ΕΛΑΣ να κατέβει η 2η Μεραρχία του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Ένα μέρος της όμως αιχμαλωτίστηκε, το υπόλοιπο έπρεπε να επιτεθεί στις 7 Γενάρη τα ξημερώματα από το βόρειο μέρος, από τον Χολαργό προς το Γουδί, και συντονισμένα ο εφεδρικός ΕΛΑΣ από Καισαριανή και Κουπόνια από τη νότια πλευρά. Έγινε μόνο η επίθεση από τη νότια πλευρά, η 2η Μεραρχία δεν είχε προλάβει να φτάσει και η όλη επιχείρηση απέτυχε.

Πώς αντιμετωπίζει ο ΕΛΑΣ τους Βρετανούς;
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μεραρχία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου. Φθάνει στο Χαϊδάρι και βλέπει τους Βρετανούς να φθάνουν και αυτοί από την Πάτρα. Οι Βρετανοί τους προσπερνούν, γιατί είχαν μηχανοκίνητα, και ο επικεφαλής του τμήματος του ΕΛΑΣ, Πριόβολος, παίρνει εντολή να τους σταματήσει. Πράγματι, αιχμαλωτίζει ένα μεγάλο μέρος της Μεραρχίας, αλλά ο Σιάντος, που ήταν στη Χασιά, του δίνει αμέσως εντολή να την αφήσει να πάνε στην Αθήνα. Το θέμα εδώ είναι ότι ο ΕΛΑΣ ξεκινά μια ένοπλη σύγκρουση, αλλά όχι μια απόλυτη σύγκρουση. Είναι μία ένοπλη σύγκρουση στοχευμένη ενάντια στους συνεργάτες των Γερμανών, κυρίως στη χωροφυλακή. Αυτό το στόχο έχουν οι επιθέσεις που γίνονται στην Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδας ή στη Διοίκηση της Χωροφυλακής Αθηνών ή στη Γενική Ασφάλεια ή στην περιοχή Πολυτεχνείου, Μουσείου, Κυψέλης κ.λπ. Οι μάχες ήταν φοβερές. Αυτοί που συλλαμβάνονται στην Ανωτάτη Διοίκηση Στερεάς Ελλάδος εκτελούνται όλοι.
Ο ΕΛΑΣ δεν χτυπάει ούτε το Γουδή, όπου είναι τα Τάγματα Ασφαλείας και η Ορεινή Ταξιαρχία, και αφήνει τους Βρετανούς να κινούνται ελεύθερα. Και ακόμα το πιο χονδροειδές, δεν κάνει επιχειρήσεις στη Συγγρού. Η Συγγρού είναι ο μοναδικός δρόμος που έχουν ελεύθερο οι Βρετανοί από το Φάληρο ώστε να έχουν πρόσβαση στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι τις 15 Δεκέμβρη η Συγγρού είναι ανοικτή. Υπάρχουν βέβαια οι ελεύθεροι σκοπευτές, αλλά η κίνηση γίνεται κανονικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σκόμπι στις 11 Δεκέμβρη εξετάζει και ενημερώνει την Ορεινή Ταξιαρχία ότι οι βρετανικές δυνάμεις θα αφήσουν το κέντρο και θα ανασυνταχθούν στο Φάληρο, γιατί είχανε προμήθειες και πυρομαχικά μόνο για τρεις ημέρες και σε περίπτωση επίθεσης δεν μπορούσαν να κρατήσουν. Οπότε σκέφθηκαν να ανασυνταχθούν στο Δέλτα Φαλήρου, να κρατήσουν το γεφύρωμα περιμένοντας ενισχύσεις για να μπορέσουν μετά να εκκαθαρίσουν την πόλη. Και βέβαια το δίλημμα ήταν ότι «άμα φύγετε εσείς θα μας σφάξουν». Έτσι τους πείσανε να μείνουν οι βρετανικές αυτές δυνάμεις του τρίτου σώματος στο κέντρο της πόλης και σε διάφορα άλλα μέρη. Δεν είναι λοιπόν μια επίθεση που ξεκινάει με όλες της τις δυνάμεις στις 4 του Δεκέμβρη. Είναι μια επιλεκτική επίδειξη δύναμης του τι μπορεί να καταφέρει ο ΕΛΑΣ σε πολύ σύντομο χρόνο, οπότε να πιέσει περισσότερο για μια λύση πολιτική. Το ίδιο το ΕΑΜ ήταν αναποφάσιστο.

*Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2012

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!