Τι έδειξε ο Α’ γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών

Ο πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών, τα αποτελέσματά του και το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρό του, ίσως αποτελεί εν μέρει μια πρόγευση για τις επερχόμενες ελληνικές εκλογές, τηρουμένων των αναλογιών. Η οριακή διαφορά ανάμεσα στον Ολάντ (28,63%) και τον Σαρκοζί (27,18%), η εντυπωσιακή άνοδος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (18% από 10,44%) και η διάψευση των προσδοκιών ότι το Αριστερό Μέτωπο (με 11%, ένα καλό ποσοστό) του Μελανσόν θα καταλάμβανε την τρίτη θέση, περιθωριοποιώντας τη Λεπέν, αντικατοπτρίζουν δύο φαινόμενα: Τις κατακερματισμένες λαϊκές αντιδράσεις στην κρίση και στην πολιτική των γαλλικών ελίτ και τη μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά. Στη ρίζα τους μπορεί να ανιχνεύσει κανείς την αδυναμία συγκρότησης μιας αυτοτελούς αριστερής εναλλακτικής λύσης, ιδίως για την έξοδο από την κρίση, με πειστικότητα και ριζοσπαστική προοπτική.
Η αδυναμία αυτή έχει βαθιές ιστορικές και πολιτικές αιτίες και προφανώς δεν ήταν αναστρέψιμη εύκολα, ακόμη και με τις καλύτερες των προϋποθέσεων. Ωστόσο, η πολιτική του Αριστερού Μετώπου έπαιξε αρνητικό ρόλο. Ο Μελανσόν, που στην κεντρική προεκλογική του ομιλία διακήρυσσε «Όποιος απ’ τους δύο κι αν νικήσει στις εκλογές, οι δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου θα επιτεθούν στη Γαλλία, συνεπώς δεν έχουμε άλλη επιλογή, είτε θα παραδοθούμε είτε θα αντισταθούμε» (Humanite 24/4), παραδόθηκε εκ των προτέρων, άνευ όρων, στον Ολάντ, κηρύσσοντας «αντισαρκοζικό» αγώνα. Δεν μπόρεσε, συνεπώς, να υπερκεράσει το Εθνικό Μέτωπο, παρόλο που εκεί στόχευε ουσιαστικά, το οποίο κατόρθωσε να παρουσιαστεί ως κατά των ελίτ κόμμα, ως υπερασπιστής των «γαλλικών αξιών» (ταυτότητας), της εθνικής κυριαρχίας, και να εισπράξει την οργή ή την ανησυχία λαϊκών στρωμάτων που νιώθουν τις επιπτώσεις της κρίσης, της ακραίας λιτότητας που επιβάλλουν οι κανόνες του ενιαίου νομίσματος και στρέφονται κατά της Ε.Ε.  Είναι χαρακτηριστικό το πού αυξήθηκε η επιρροή της Λεπέν. Στις βορειοδυτικές περιφέρειες της χώρας και στη μεσογειακή ακτή, σε ορισμένα εκλογικά διαμερίσματα των οποίων ήρθε δεύτερη μετά τον Ολάντ, όπως στο Nord-Pa-de-Calais με 25%. Κοινό στοιχείο και στις δύο περιοχές η αυξημένη ανεργία (12,5%) και η αποβιομηχάνιση. Ταυτόχρονα, ο ρατσιστικός λόγος, ο αντιμουσουλμανισμός και οι πόλεμοι του Σαρκοζί, που υποστηρίχθηκαν από ευρύ φάσμα διανοουμένων, ΜΜΕ και διαπότισαν την πολιτική ατμόσφαιρα της Γαλλίας, σηματοδότησαν μια δεξιά στροφή στο πλαίσιο της οποίας το Εθνικό Μέτωπο με την αντιμεταναστευτική του στάση νομιμοποιήθηκε στα μάτια πολλών Γάλλων. Εδώ μπορούμε να δούμε πιο ευθείες αντιστοιχίες με την Ελλάδα. Πόσο, δηλαδή, νομιμοποιείται στα μάτια πολλών η ακροδεξιά με την πολιτική των Χρυσοχοΐδη-Λοβέρδου-Σαμαρά έναντι των μεταναστών.
Ο Φ. Ολάντ συγκεντρώνει τις πλείστες πιθανότητες να εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας στον Β΄ γύρο (6 Μαΐου), όχι κυρίως με βάση την αριθμητική, αλλά γιατί εκφράζει τη δυσαρέσκεια του γαλλικού κατεστημένου για την ετεροβαρή σχέση με τη Γερμανία. Επί τάπητος τίθενται επαναπροσδιορισμοί σχέσεων, με πρώτο τον γαλλογερμανικό άξονα.
Η περιβόητη αναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού συμφώνου, κεντρικό προεκλογικό σύνθημα των σοσιαλιστών, έχει εκπέσει ήδη σε μερικά «πρόσθετα μέτρα» στο σύμφωνο που αφορούν την «οικονομική μεγέθυνση», χωρίς να αμφισβητείται η δημοσιονομική πειθαρχία, η μείωση του ελλείμματος στο 3% το 2013 και ο μηδενισμός του το 2017 (Μισέλ Σαπέν, σύμβουλος του Ολάντ, στους Financial Times, 25/4) που συνεπάγονται τεράστιες περικοπές κρατικών δαπανών (115 δισ. ευρώ). Η δήλωση δημοσιονομικής πίστης μεταφράζεται σε αναζήτηση ενός νέου σημείου συμβιβασμού με τη Μέρκελ.
Τα «πρόσθετα μέτρα» συνίστανται κυρίως στη μετατροπή του Μόνιμου Μηχανισμού Σταθερότητας σε τράπεζα που θα χρηματοδοτείται από την ΕΚΤ, στην έκδοση ευρωομόλογου για τη χρηματοδότηση σχεδίων βιομηχανικής υποδομής και κεφαλαιοποίησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στην ενεργοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων και σε έναν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (France 24, 24/4). Είναι προφανές ότι τα μέτρα αφορούν τράπεζες και επιχειρηματικούς ομίλους. Όσο για τους εργαζόμενους: Η Humanite γράφει ότι ο Ολάντ δεν δεσμεύεται καν για τους κατώτατους μισθούς και φυσικά δεν περιμένει κανείς ότι πρόκειται να ασκήσει άλλη πολιτική στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων ή στις ιδιωτικοποιήσεις. Ο ίδιος, εξάλλου, δήλωσε προ δύο μηνών στους τραπεζίτες του Σίτι του Λονδίνου ότι δεν είναι «επικίνδυνος». Επίσης ότι «η Αριστερά (εννοεί το Σ.Κ.) απελευθέρωσε την οικονομία στη Γαλλία και άνοιξε τις αγορές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις ιδιωτικοποιήσεις».
Οι γαλλικές εκλογές συνέπεσαν με την αναζωπύρωση της κρίσης στην Ευρωζώνη και με τον πολλαπλασιασμό των αμφισβητήσεων της γερμανικής πολιτικής. «Οι αγορές μετατοπίζουν το ενδιαφέρον τους από τα ελλείμματα στην οικονομική μεγέθυνση», γράφει ο Economist (21/4). Τι είδους θα είναι αυτή -εφόσον συμφωνήσει η Γερμανία- μας προϊδεάζει η αντίστοιχη πολιτική που ακολουθήθηκε στις ΗΠΑ. «Το υπουργείο Εμπορίου ανέφερε ότι το τελευταίο τρίμηνο σημειώθηκε οικονομική μεγέθυνση, με αναγωγή σε ετήσια βάση, της τάξης του 3%. Και το προσωπικό εισόδημα αυξήθηκε πολύ. Οι Αμερικανοί μάζεψαν λεφτά με τη σέσουλα, πάνω από 13 τρισ. δολάρια, 3,3 δισ. περισσότερα από προηγουμένως. Όμως, όλα τα οφέλη πήγαν στο εισοδηματικά ανώτερο 10% και τη μερίδα του λέοντος πήρε το ανώτερο 1%. Πάνω από το ένα τρίτο πήγε σε 15.600 υπερπλούσια νοικοκυριά αυτού του 1%» (Ρ. Ράιχ, Financial Times, 2/4).
Ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο, μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει ένα διαφορετικό τοπίο. Παρακολουθώντας κανείς την προεκλογική εκστρατεία και στην Ελλάδα μπορεί να υποθέσει πλέον τα σημεία σύγκλισης μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» δυνάμεων σε μια μεταγενέστερη φάση. Εξάλλου, πολλοί δεν το κρύβουν ότι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον Ολάντ.

Αρ.Α.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!