Είναι ν’ αναρωτιέται κανείς τι συμβαίνει: Τόση πολλή ζήτηση έχει ο πολιτισμός και τα προϊόντα του στους δύσκολους καιρούς μας, ώστε να επενδύονται τόσα πολλά χρήματα; Μοιάζει παράδοξο, αλλά δεν είναι . Ο μοντέρνος άνθρωπος της καταναλωτικής κουλτούρας έχει τόσες ανάγκες, όσες ακριβώς θα του υποδείξουν. Μ’ αυτό το επιτυχημένο σλόγκαν καλείται λοιπόν από το εμπορευματοποιημένο σύστημα στην πολυτέλεια και την λαμπερή υπερβολή των Μεγάρων να γίνει μέτοχος και αρωγός ενός «άχρηστου» κεφαλαίου που πρέπει πάση θυσία να καταναλωθεί όσο είναι ακόμη φρέσκο, πριν δηλαδή το ακυρώσουν οι ταχύτατες μεταβολές του γούστου και της μόδας. Για να μη γενικεύουμε όμως και αδικούμε τους καλλιτέχνες που ανταποκρίνονται στις προσκλήσεις, δεν εννοούμε ότι τα έργα που παρουσιάζονται σε τέτοιους χώρους είναι όλα της μόδας και χωρίς ποιότητα. Λέμε απλώς ότι οι χώροι αυτοί λειτουργούν εμπρόθετα εκ της «συμβάσεώς» τους ψυχρά και εξαναγκαστικά, συγχύζουν τον θεατή, τον σπρώχνουν να θαυμάσει ισότιμα τη μεγαλοπρέπεια του οικοδομήματος με τα τεκταινόμενα επί της σκηνής του. Η τέχνη όμως θέλει το δικό της χρόνο, απαιτεί αφοσίωση και πνευματική συμμετοχή. Δεν είναι μια ακόμη μορφή διασκέδασης, ούτε ψυχαγωγία, δεν μπορεί να προσφερθεί και να καταναλωθεί ως οποιοδήποτε άλλο προϊόν της αγοράς, όπως προστάζει η μεταμοντέρνα σούπα του συστήματος. Γι’ αυτό και η δύναμή της κρίνεται εκεί που μπορεί να παραχθεί αυτόνομα, ανεξάρτητα από θεσμοποιημένα, ευαγή Ιδρύματα. Ας μη ζούμε λοιπόν με την αυταπάτη ότι αυτά που υπάρχουν ήδη ή εκείνα που φυτρώνουν σαν μανιτάρια , έχουν στόχο να διαπαιδαγωγήσουν τη συνείδηση του θεατή τους. Καθήκον της πραγματικής τέχνης είναι να αναζητήσει νέους ανεξάρτητους χώρους έκφρασης και δημιουργίας, πρωτοβουλίες από τα κάτω που θα αμφισβητούν το ελκυστικό και λαμπερό κέλυφος που αναπαύεται η τέχνη των μεγάρων.