Της Ματίνας Παπαχριστούδη
Όταν τον περασμένο Ιούνιο η Γιάννα Αγγελοπούλου έβαλε αιφνιδιαστικά λουκέτο στον «Ελεύθερο Τύπο», την έκπληξη και τις σημαντικές καταγγελίες των απολυμένων δεν ακολούθησαν ενέργειες και δράσεις που -πιθανώς- να οδηγούσαν στην έκφραση και διαμόρφωση άποψης και πρότασης συνολικά για τον ελληνικό Τύπο.
Η διαπίστωση ότι ο Τύπος, συνολικά, χαρακτηρίζεται ως «δημόσιο αγαθό» και απαιτείται η προστασία του υπό το βασικό όρο της καταχύρωσης της ανεξαρτησίας του έναντι της οικονομικής – πολιτικής εξουσίας του δημοσιογραφικού έργου, δεν ακούστηκε. Ορισμένοι, μάλιστα, μειδίασαν ειρωνικά, όντας συνηθισμένοι και προστατευμένοι στο καθεστώς αδιαφάνειας και διαπλοκής τους με κάθε είδους κέντρα και πηγές.
Εννέα σχεδόν μήνες μετά, εφημερίδες και ένθετα κλείνουν με συνοπτικές διαδικασίες, εργαζόμενοι δημοσιογράφοι μένουν άνεργοι χωρίς καμιά ελπίδα επανένταξης στην εργασία, οι σκληρές περικοπές θεωρούνται μονόδρομος «σωτηρίας». Μια από τις σημαντικές επιπτώσεις που κανείς δεν προβάλλει σε επίπεδο ηγεσίας, εκδοτικής ή συνδικαλιστικής, αφορά στο ίδιο το παραγώμενο προϊόν. Την ενημέρωση και πληροφόρηση των πολιτών και της κοινωνίας. Στην αρχή ήταν, για τους εκδότες, η αύξηση των κερδών και το ανάχωμα στην πτώση κυκλοφοριών. Αντί για την ενδυνάμωση του βασικού προϊόντος τους, της ενημέρωσης, επένδυσαν στις προσφορές. Επί μια δεκαετία πάλεψαν σκληρά και, τελικά, κατάφεραν να μετατρέψουν τους αναγνώστες σε εύκαιρους καταναλωτές που επιλέγουν την προσφορά αντί για την είδηση ή την αποκάλυψη. Παράλληλα, επέβαλλαν τον πλήρη έλεγχο στο δημοσιογραφικό έργο, διευκόλυναν τη χειραγώγησή του, όχι μόνο σε ανώτερο επίπεδο αλλά έως και πολύ χαμηλά, σε θέματα ήσσονος σημασίας.
Έτσι, σταδιακά, προέκυψαν τα ανούσια θέματα, τα διαφημιστικά ρεπορτάζ, τα αδιάφορα γραπτά και οι φοβισμένοι, αδιάφοροι συντάκτες. Σήμερα οι εκδότες είναι δέσμιοι των επιλογών τους. Θεωρούν πως μπορούν να κρατήσουν τη θέση τους, ως ισχυροί παράγοντες στη διαμεσολάβηση της πληροφόρησης και της ενημέρωσης ανάμεσα σε οικονομική και πολιτική εξουσία. Αλλά δεν έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Δεν έχουν τους αναγνώστες. Και οι «πελάτες», ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης, θα κόψουν την αγορά εφημερίδας, ενώ είναι διαπιστωμένο πως χειραγωγούνται κυρίως μέσω της τηλεόρασης ή άλλων καναλιών, όπως εκπαίδευση, εργασία κ.λπ. Προστρέχουν (εκδότες και καναλάρχες), στις τράπεζες για νέο δανεισμό και εισπράττουν αρνήσεις. Κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «υπαλλήλους» στη δομή και κυκλοφορία του χρήματος, αποδεχόμενοι τις εντολές αυτών που διατείνονται πως ελέγχουν. Να είναι, άραγε, τυχαίο ότι όλοι οι πολιτικοί διαγκωνίζονται στον προθάλαμο του κεντρικού δελτίου του Mega για λίγα λεπτά συμμετοχής στις καθοδηγούμενες τηλεοπτικές πολιτικές «συγκεντρώσεις»; Στις εφημερίδες αντιθέτως προτιμούν να διοχετεύουν ανώνυμα σχόλια και φήμες, αποδεχόμενοι ότι ο ρόλος τους μετατοπίστηκε από τον κυρίαρχο της ενημέρωσης και αποκάλυψης, στον παραπολιτικό σχολιασμό, στο κους-κους και το πολιτικό κουτσομπολιό, που ενίοτε λειτουργεί εκβιαστικά, άλλοτε παραπλανητικά και πολλές φορές απλώς για να θολώσει τα νερά.
Το στοίχημα των εργαζομένων
Την επόμενη εβδομάδα, όπως μαθαίνουμε, θα συνεδριάσει το όργανο των εκδοτών (η Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων) και η ατζέντα είναι ανοιχτή και μεγάλη. Οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν για την πιθανή δημιουργία μιας νέας Ένωσης από τους «νέους» των παραδοσιακών εκδοτικών συγκροτημάτων, η οποία θα ενσωματώνει και τις ιδιοκτησίες των ηλεκτρονικών Μέσων (δηλαδή αυτούς τους ίδιους), θορύβησαν. Και προφανώς η κατάσταση που επικρατεί σε ΔΟΛ, Ελευθεροτυπία προβληματίζει. Οι περικοπές βρίσκονται επίσης στο μενού των ενεργειών τους και το ερώτημα είναι αν θα υπάρξει κοινή στάση από την πλευρά τους.