της Μαρίας Λαντζανάκη*

Με αφορμή το τσουνάμι καταγγελιών για κακοποίηση, ψυχολογική ή σεξουαλική, σε διάφορους χώρους μέχρι και την υπόθεση παιδεραστίας Λιγνάδη, έχουν ανοίξει διάφορες συζητήσεις σε λάθος βάση – που δυστυχώς συχνά γίνονται και στον «προοδευτικό» χώρο.

ΚΑΠΟΙΟΙ, κρυφά ή φανερά, ρωτάνε «γιατί τώρα». Δεν μπαίνω στη διαδικασία να το αναλύσω. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι ο μισός πληθυσμός –ο γυναικείος–, έχει βιώσει κάποια στιγμή στη ζωή του ένα περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης και ξέρει πολύ καλά ότι η αυθόρμητη αντίδραση σε κάτι τέτοιο είναι το πάγωμα, η αμηχανία και η αίσθηση ότι μπορεί να έχει παρεξηγηθεί κάτι. Υπερβολή; Σε μία πρόσφατη μελέτη με μεγάλο δείγμα που έγινε στο χώρο της Υγείας, έξι στις δέκα νοσηλεύτριες έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και το 14% σεξουαλικό εξαναγκασμό! Ακόμα έχουμε την ενδοοικογενειακή βία που δεν μπορεί καν να υπολογιστεί. Αν μιλήσουμε δε για παιδική κακοποίηση, ο ανθρώπινος εγκέφαλος μέχρι που σβήνει τέτοιες φοβερές μνήμες για πολλά χρόνια. Άρα οι γυναίκες πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε βιωματικά πόσο θάρρος χρειάζεται για να καταγγείλεις κάτι τέτοιο δημόσια – ο υπόλοιπος πληθυσμός ας προσπαθήσει να το καταλάβει.

Άλλοι λένε, απλά και απέριττα, «φταίει ο καπιταλισμός». Ανέξοδο. Γιατί η σχέση του πολιτικού συστήματος με τα κυκλώματα κακοποίησης, παιδεραστίας, η προσπάθεια συγκάλυψης τέτοιων φαινομένων είναι αυταπόδεικτη σε όλον τον κόσμο. Δεν είναι καμία νέα ανακάλυψη για την κοινωνία δυστυχώς. Αλλά επειδή για όλα, με κάποιο τρόπο, φταίει ο καπιταλισμός μήπως τελικά πετάμε τη μπάλα στην εξέδρα αν απαντάμε έτσι; Και για να θέσω καλύτερα το ερώτημα: Μας ενοχλεί ένας καπιταλισμός με λιγότερες κακοποιημένες γυναίκες και με λιγότερους παιδεραστές;

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙ που λένε πόσο ρηχό είναι το κίνημα «me too». Ότι αφορά το star system και ξεπλένει τα πραγματικά αίτια της πατριαρχίας και της κοινωνικής ανισότητας. Ή ακόμα ότι η εργάτρια ή το λαϊκό κορίτσι που έχει υποστεί κακοποίηση στο σπίτι της, στη δουλειά της κ.ο.κ. δεν μπορεί να μιλήσει και μιλάνε μόνο οι περσόνες. Αν και αυτά γενικά είναι αλήθεια, αυτού του είδους η κριτική συγχρόνως είναι υποκριτική. Γιατί η ελληνική Αριστερά έχει κανονικά θάψει το γυναικείο ζήτημα, το έχει αναδείξει μόνο ως καρικατούρα (μιλάω για διάφορες συλλογικότητες που θεωρούν ότι είναι φεμινιστικό να μην πηγαίνεις στον γυναικολόγο) ή ως επετειακή αφίσα κάθε γιορτή της γυναίκας (βλ. ΚΚΕ) ή στην καλύτερη εξαντλείται σε μία ανάρτηση μιας θηλάζουσας αντάρτισσας με το όπλο στον ώμο (οι πιο «επαναστατικές» περιπτώσεις).

Εμπιστοσύνη σε όποια καταγγέλλει κάποιο επεισόδιο κακοποίησης ανεξάρτητα από το ποια είναι ή από ποιον χώρο προέρχεται. Χωρίς επιφυλάξεις. Τις υποστηρίζουμε όποτε και αν επέλεξαν να το κοινοποιήσουν

Άλλο θέμα συζήτησης αφορά ότι θα ποινικοποιήσουμε το φλερτ, ή θα χαθούν τα όρια του τι σημαίνει κακοποίηση. Σου λέει ο άλλος: «άλλο βιασμός άλλο λεκτική κακοποίηση». Προφανώς και είναι διαφορετική η βαρύτητα αλλά αυτό δεν αναιρεί τη σπουδαιότητα και των δύο αλλά και το τραύμα που μπορεί να επιφέρει στον αποδέκτη της βίας. Όσο για το φλερτ μην ανησυχείτε, ποτέ κανείς δεν μπέρδεψε το φλερτ με την κακοποίηση. Η ανταπόκριση είναι αυταπόδεικτη, το «ναι» από το «όχι» έχει τεράστια διαφορά. Αυτή η λογική θυμίζει τη λογική «βιάστηκε γιατί φορούσε κοντή φούστα». Την κατεξοχήν ενοχοποίηση του θύματος.

ΘΕΩΡΩ ΛΟΙΠΟΝ προϋπόθεση για όποια συζήτηση, πολλώ δε μάλλον με κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του προοδευτικό, τα εξής: Εμπιστοσύνη σε όποια καταγγέλλει κάποιο επεισόδιο κακοποίησης ανεξάρτητα από το ποια είναι ή από ποιον χώρο προέρχεται. Χωρίς επιφυλάξεις. Τις υποστηρίζουμε όποτε και αν επέλεξαν να το κοινοποιήσουν. Κι ας έχουν περάσει 50 χρόνια. Και ας έχουν παραγραφεί τα αδικήματα. Και ας πέσουμε και σε μια περίπτωση έξω. Οι υπόλοιπες ενενήντα εννέα λένε την αλήθεια ή και πολύ λιγότερα από την αλήθεια. Δεν κρίνουμε τη «βαρύτητα» της κακοποίησης και δεν μειώνουμε το θύμα. Δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα.

Να διατυπώσουμε αιτήματα που εκφράζουν τις αγωνίες των γυναικών και της κοινωνίας. Να χυθεί άπλετο φως και να υπάρξει δικαιοσύνη. Να παραιτηθεί η κα Μενδώνη που είναι απόλυτα απαξιωμένη. Αλλά να προχωρήσουμε και παρακάτω. Να αποδοθεί δικαιοσύνη στην υπόθεση Λιγνάδη. Να ερευνηθεί το σύστημα που γνώριζε τις πράξεις του και τον κάλυπτε – και να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη. Να ερευνηθούν σε βάθος όλες οι καταγγελίες που έχουν γίνει σε διάφορους χώρους. Να σταματήσει η δαιμονοποίηση ολόκληρων χώρων όπως π.χ. του θεάτρου. Όπως παντού υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι και η πλειοψηφία δεν είναι σάπια. Ιδίως η νέα γενιά.

ΚΑΙ ΟΣΟΙ από εμάς θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα, πρέπει να δούμε το ρόλο μας για την ανάδειξη του φαινομένου της πατριαρχίας στον καπιταλισμό και να ασχοληθούμε με τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα. Αλλιώς είναι προτιμότερη η σιωπή. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται μια νέα αρχή. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά.

* Η Μαρία Λαντζανάκη είναι γυναικολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!