Και πράγματι, η γερμανική ηγεσία φάνηκε να εγκλωβίζεται στην «παγίδα» του Ιταλού και του Ισπανού πρωθυπουργού που διεκδίκησαν και απέσπασαν την υπό όρους δυνατότητα η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Διάσωσης να παρεμβαίνουν στις αγορές κρατικών ομολόγων και να χρηματοδοτούν απευθείας την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Το τελευταίο παζάρι στις Βρυξέλλες -που δεν περιείχε καθόλου Ελλάδα, με εξαίρεση τη μάλλον γραφική παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας- υποτίθεται ότι είχε ως κεντρικό αντικείμενο να καθοριστεί ο οδικός χάρτης προς την πολιτική, δημοσιονομική και τραπεζική ενοποίηση της Ε.Ε. και την ενίσχυση της αναπτυξιακής της διάστασης με ένα Αναπτυξιακό Σύμφωνο 120 δισ. που είχε προσυμφωνηθεί στη Ρώμη, στη μίνι σύνοδο Μέρκελ, Μόντι, Ραχόι και Ολάντ. Στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύει η απειλή διπλού βέτο από Ιταλία και Ισπανία, το θεμελιώδες κίνητρο των πολιτικών ηγεσιών δεν είναι διόλου η ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά η «εθνική διάσωση» κάθε απειλούμενης χώρας και ιδιαίτερα του τραπεζικού της συστήματος. Ο Ραχόι και ιδιαίτερα ο Μόντι θέλησαν και εξασφάλισαν ένα μηχανισμό απώθησης της πολιορκίας των αγορών. Το ίδιο ήθελε και ο Ολάντ γιατί, πολύ απλά, γνωρίζει ότι η χώρα του θα είναι ο επόμενος στόχος.
Ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξαν οι 17 της Ευρωζώνης προβλέπει ότι τα ταμεία στήριξης της ζώνης του ευρώ αλλά και η ΕΚΤ θα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη σταθεροποίηση των αγορών ομολόγων. Επίσης, ο μελλοντικό μόνιμο ταμείο στήριξης της Ευρωζώνης, ο ESM, θα μπορεί να δανείζει απευθείας τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίησή τους, χωρίς η ενίσχυση που δέχονται να καταγράφεται στο κρατικό χρέος μιας χώρας. Οι χώρες που θα παίρνουν τέτοιου είδους στήριξη θα δεσμεύονται από Μνημόνιο, αλλά όχι υπό την άμεση επιτήρηση μιας τρόικας.
Δημοσιονομικά δεσμά
Με το συμβιβασμό που επιτεύχθηκε τελικά στις Βρυξέλλες, η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, φάνηκε να υποχωρεί σε κάτι που η ίδια είχε ορίσει περίπου ως αιτία πολέμου. Ωστόσο, αυτή είναι η μια όψη του πράγματος. Η άλλη όψη είναι οι αυστηροί όροι που τίθενται για την ευέλικτη χρήση των ευρωπαϊκών ταμείων διάσωσης και της ΕΚΤ και το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσουν οι χώρες της Ευρωζώνης για να τύχουν των ευεργετημάτων αυτής της απόφασης. Το τίμημα αυτό είναι ο «οδικός χάρτης προς μια αυθεντική οικονομική και νομισματική ένωση» που, βάσει της απόφασης της Συνόδου των 27, θα πρέπει να καταληχθεί μέχρι τον Οκτώβριο από τον πρόεδρο της Ε.Ε. και την Κομισιόν και να οριστικοποιηθεί μέχρι το τέλος του έτους, και το οποίο μεταφράζεται στην πιο ευρεία εκχώρηση κυριαρχίας στις Βρυξέλλες και εμμέσως, βάσει των προσδοκιών της καγκελαρίας, στο Βερολίνο. Οι άξονες αυτού του οδικού χάρτη περιλαμβάνουν:
– Την τραπεζική ενοποίηση της Ε.Ε. στο πλαίσιο της οποίας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των 27 θα εποπτεύονται από μια ενιαία ευρωπαϊκή αρχή. Στο ίδιο πλαίσιο θα υπάρξει πανευρωπαϊκός μηχανισμός εγγύησης των καταθέσεων.
– Τη δημοσιονομική ενοποίηση, με συγκέντρωση της αρμοδιότητας εποπτείας της κατάρτισης και υλοποίησης των προϋπολογισμών στην «οικονομική κυβέρνηση» της Ε.Ε., που μπορεί να λάβει τη μορφή ενός Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών ή ενός ειδικού επιτρόπου.
– Την πολιτική ενοποίηση, συνακόλουθη της δημοσιονομικής, με ενίσχυση της δημοκρατικής της επίφασης. Διατυπώνονται ιδέες για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων ή την άμεση εκλογή του προέδρου της Ε.Ε. από τους Ευρωπαίους πολίτες, με προφανή στόχο να αντισταθμιστεί η εκχώρηση κυριαρχίας και η στεγανοποίηση των ευρωπαϊκών αποφάσεων από πολιτικές διεργασίες σε κάθε χώρα της Ε.Ε.
– Την κοινή διαχείριση του χρέους με την αξιοποίηση ή σύνθεση προτάσεων που κυμαίνονται από την ενεργή ανάμειξη της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά ομολόγων και την αξιοποίηση των ταμείων διάσωσης για απευθείας στήριξη των τραπεζών, όπως ήδη αποφασίστηκε χθες, μέχρι τα περίφημα ευρωομόλογα και την «αμοιβαιοποίηση» των κρατικών χρεών που, κατά την ιστορική πια ρήση της Μέρκελ «όσο ζει η ίδια δεν θα γίνει αποδεκτή».
Το έλασσον και το μείζον
Στην ουσία, μέσα από αυτό τονσυμβιβασμό η γερμανική ηγεσία υποχώρησε στο έλασσον και το βραχυπρόθεσμο για να αποσπάσει το μείζον και το μακροπρόθεσμο. Το είχε, άλλωστε, προαναγγείλει ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, που σε συνέντευξη στη Wall Street Journal εμφανιζόταν διατεθειμένος να αποδεχθεί κάποια μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους, εφόσον πειστεί ότι ο δρόμος για την καθιέρωση ενός κεντρικού ευρωπαϊκού ελέγχου επί των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, είναι μη αναστρέψιμος. Και η Μέρκελ με αυτή τη βεβαιότητα φαίνεται να συγκατατέθηκε σε αυτό που πιεστικά απαιτούσαν οι ισχυροί του λεγόμενου ευρωπαϊκού Νότου, οι ΗΠΑ και οι άλλοι διεθνείς εταίροι της Ευρωζώνης και, πάνω από όλους, οι αγορές. Στο διάστημα μέχρι τον Οκτώβριο θα αποκαλυφθούν στις δυσοίωνες λεπτομέρειές τους οι συνέπειες της δημοσιονομικής και τραπεζικής ένωσης που, σε γενικές γραμμές, σημαίνουν ότι όλη η Ευρώπη μπαίνει σε ένα μνημόνιο. Κι αν για τις ισχυρές χώρες και τους δορυφόρους τους αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά ακόμη παζάρια σαν το χθεσινό, για τους υπερχρεωμένους παρίες, όπως η Ελλάδα, αυτό μπορεί να σημαίνει ή τη μετατροπή τους σε προτεκτοράτα ή ακόμη και την ασφαλή πια εξώθησή τους εκτός Ευρωζώνης.
Τυπικά, ακόμη και η Ελλάδα υποτίθεται ότι μπορεί να κάνει χρήση των νέων μηχανισμών που θεσπίστηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και να μειώσει έτσι σε βάθος μερικών μηνών το χρέος της περίπου κατά 50 δισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, οι όροι είναι απολύτως απαγορευτικοί και περνούν μέσα από την τήρηση του Μνημονίου. Ως εκ τούτου, η επιστροφή της τρόικας στην Αθήνα την ερχόμενη εβδομάδα μπορεί πράγματι να σημαίνει επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, αλλά προς το χειρότερο. Ακόμη και η περίφημη επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο χρόνια δεν είναι δεδομένη.
Αντιθέτως, είναι δεδομένο ότι η τρόικα, απαλλαγμένη από το άγχος των εκλογών και από το σύνδρομο ενός πανευρωπαϊκού ντόμινο, μπορεί τώρα να ζητήσει τον βαρύ λογαριασμό από τους υφισταμένους της στη συγκυβέρνηση, προσφέροντας μόνο ψιχία για την πολιτική τους επιβίωση.