Επιμέλεια: Νίκος Σταθόπουλος
Ο ελληνικός λόγος θα αναπαραστήσει το θρησκευτικό βίωμα με μια ποικιλία στάσεων και συγκινήσεων. Η Ανάσταση, στο σύμπαν της νεοελληνικής συνείδησης, ούτε στιγμή δεν έπαψε να «αναγνωρίζεται» κάπου ανάμεσα στη Χαρά και τη Λύπη. Ένα «μεθοριακό» αίσθημα μεταξύ Πένθους και Αθανασίας. Καμιά όψη του συλλογικού και ατομικού βίου δεν μένει άθικτη από το κολοσσιαίο νηφάλιο πάθος που εκλύεται από την ελληνική νοηματοδότηση της Ανάστασης. Το πνευματικό και ψυχικό ρίγος, σαν μια «αυτοδίδακτη» λαϊκή σπουδή στα ζητήματα της οντολογίας, ξεπερνά κάθε ιδεολογία, και τρέπεται σε συνεκτικό υπερκύτταρο της νεοελληνικής βίωσης των πραγμάτων, σε μια από τις «ειδοποιούς διαφορές» από άλλα «κοσμοείδωλα» και χωρίς καμιά κουλτούρα «ανωτερότητας». Αν δεν το δεχτούμε αυτό, είναι μάταιη απάτη κάθε συζήτηση περί «διαφορετικότητας»!
Η εκκλησιαστική υμνογραφία, ανυψώνοντας την τέχνη σε πνευματικό δέος πίστης αλλά και σε «μαζική» φιλοσοφία περί των εγκοσμίων, θα πει:
«Ω θαυμάτων ξένων, ω πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται
κηδευόμενος χερσι του Ιωσήφ…[…]
Ως φωτός λυχνία νυν η σαρξ του Θεού
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται
και διώκει τον εν άδη σκοτασμόν»
Το πάθος θανάτου σημασιολογείται ως «παράδοξη» νικηφόρα κατάφαση της ζωής, και το Φως μπαίνει κυρίαρχο «στο κάδρο», γίνεται η ορίζουσα μοίρα των πραγμάτων εκεί που θα περίμενε ο «ορθολογιστής» τη νεκρική θλίψη σε ένα αιώνιο σούρουπο της ελπίδας. Εδώ εντοπίζεται η απαρχή της έννοιας Λαμπρή που «εξελληνίζει» το Πεσάχ/Πάσχα όχι σαν εθνικιστική γραφικότητα αλλά σαν καίρια πρωτοτυπία ενός πολιτισμού που επιζεί αλλάζοντας χωρίς να καταλύει τα αιώνια του ανθρώπινου Αγώνα για το Καλό. Η Χαρά της Ζωής, η νίκη της Ύπαρξης ενάντια στο Μηδέν, και ως υπαινισσόμενη προτροπή το «δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής» της κατά Μόντι Πάιθονς εκδοχή του Γολγοθά!
Αυτό το πνεύμα θα απαθανατίσει η τελετουργική θεατρικότητα του εθνικού ποιητή που θα «ζωγραφίσει» την εμπειρία του αναστάσιμου ορόσημου ως μείζονα στιγμή Αγάπης και Γιορτής: Η Λαμπρή είναι ταυτόχρονα η λάμψη της ζωής και το φωτοβόλισμα της χαράς, είναι η φωτεινότητα του υλικού κόσμου των ανθρώπων την πιο μεστή στιγμή της άνοιξης. Η Λαμπρή είναι το ελληνικό Πάσχα ως μίξη του υπερφυσικού-απολλώνειου με το ανθρώπινο-διονυσιακό!
Η «Ημέρα της Λαμπρής»
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
«που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα».
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
«Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!»
Ο Σολωμός πηγάζει απευθείας από την εθνική λαϊκή παράδοση. Παράδοση που επενδύει κάθε σημειολογία αγώνα και αντίστασης με τη λαμπριάτικη φωταψία, και μάλιστα όχι σε πανηγυρικές «μεγάλες» θεματικές αλλά σε μικρά καθημερινά στιγμιότυπα όπου κάποιο ξάφνιασμα υπάρχει για να τονίζει υπαινικτικά το θαύμα που κυοφορείται. Εδώ είναι μια κοπελιά από την Αρκαδία που μεγαλώνει μέσα στην κλέφτικη ζωή και γίνεται καλύτερη πολεμίστρια από τους συναγωνιστές της:
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη
Ποιος είδε την Αρκαδιανή στα κλέφτικα ντυμένη.
Δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες.
Κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν κλεφτοπούλα…
Και μια Λαμπρή μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
Ρίχναν οι κλέφτες τα άρματα ρίχναν και το λιθάρι…
Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα, το πάν σαράντα χνάρια
Το ρίχνει κι η Αρκαδιανή, το πάει σαράντα πέντε…!
Η «εθνική» χρήση της Λαμπρής, με την έννοια του «ελληνικού Πάσχα», απογειώνεται από τον Παλαμά που ο στόμφος του, «γεμισμένος» με έναν βιωματικό λυρισμό, φιλοτεχνεί παραστάσεις υψηλής συναισθηματικής έντασης:
Δράμα και θάμα του Απριλιού γιορτή και του Κυρίου,
Λαμπρή,
μυστικό ρόδο που οι σκληροί γεννούν του μαρτυρίου
Σταυροί.
Χαρά των άδολων καρδιών και των ολόασπρων κρίνων,
Λαμπρή, βόηθα, τη δόξα του ξανά το Γένος των Ελλήνων
να βρει.
Γίνε Ελεούσα Παναγιά ή με το δόρυ η Κόρη,
Λαμπρή,
μεσουρανίς κάμε να πάνε ως πρώτα οι δαφνοφόροι
καιροί.
Στο στόμα ως έχουν το φιλί του Πάσχα όλοι, μεγάλοι,
μικροί,
δείξε φιλί αναστάσιμο και την Ελλάδα πάλι,
Λαμπρή.
Πρόσταξε του όκνου οι δαίμονες να πέσουν και του μίσους
νεκροί.
Στήσε μας της θυσίας βωμούς και της αγάπης Κροίσους,
Λαμπρή.
Από λατρείες παλιές και νέες άναψε Υμέναιον ένα,
Λαμπρή,
για μιαν απίστευτη στο θάμα των Ελλήνων γέννα,
μπορεί.
Ο ελληνικός λαός ποτέ δεν υπήρξε στενόμυαλος και αυτοπεριοριστικός. Ανέκαθεν άφηνε την τέχνη και το στοχασμό να κάνουν τα δικά τους σάλτα στα διαφορετικά, στα «έναλλακτικά» νοήματα. Το Πάσχα έδωσε πάμπολλες φορές τη δυνατότητα να φιλοσοφηθούν βασικά περιεχόμενα του βίου με μια «αιρετική» ευλάβεια που ξαφνιάζει για την παρρησία της! Ο Γιάννης Ρίτσος:
«Εαρινή Συμφωνία»
Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησιές
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου.
Η «επερχόμενη Μαγδαληνή» (!) ανατρέπει κάθε καθιερωμένο εφησυχασμό και δίνει στη Λαμπρή την αόρατη λάμψη μιας εαρινής «ζύμωσης» της ζωής. Η ελληνική ποίηση τολμά να «ανασταίνει» τον ανθρώπινο συγκλονισμό εκεί που η εκκλησιαστική ατολμία δημιουργεί απωθητικά απολιθώματα. Στην ίδια αιρετικότητα, στην ίδια «δαιμονική ευσέβεια» ο «ανευλαβής» Χριστιανόπουλος, να εκκινεί από το «σκάνδαλο της πόρνης» για να ανελκύσει από τα Πάθη μια άλλη Λαμπρή, τη λαμπερή προοπτική θυσίας και αθανασίας που φωλιάζει στο ανεπανάληπτο του Ιησού «ότι πολύ ηγάπησας»!
Ο ελληνικός ποιητικός λόγος προσπαθεί, χωρίς τυμπανοκρουσίες, να σηματοδοτήσει όχι έναν τελεσίδικο «ορισμό», αλλά μια «οδό». Mια οδό εξόδου από κάθε στερεοτυπία
«Εποχή των ισχνων αγελαδων» (1950)
Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του,
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το Ναό στο λιμάνι
κι απ’ την πόλη στο Όρος των Ελαιών.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ‘ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ»
Η κοσμική γραφίδα, η «θύραθεν» ποίηση, δεν θα εξαντληθεί στην «εκκοσμίκευση», δεν θα αυτοματαιωθεί σε συμβάσεις «προοδευτισμού». Θα μιλήσει θρησκευτικά χωρίς τίποτα από τη μιζέρια μιας πίστης που αρχιτεκτονήθηκε ως αντίγραφο της «υπακοής εις τας αρχάς». Η ελληνικότητα δεν θα «διακοσμήσει» μα θα επανακαθορίσει την εθνική λαϊκή θρησκευτικότητα. Θα γράψει ο Γιώργος Θέμελης:
Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα
Πάσχα της αγάπης Πάσχα
Πάσχα των αγγέλων
Ήλιος κι ανατέλλεις
Πάσχα μέγα Πάσχα
ήλιος φωτοδότης
των Ελλήνων Πάσχα
Εδώ η Λαμπρή εννοείται μέσα στην συναρπαστική φωτοχυσία του «φωτοδότη ήλιου» που επιστέφει ως διάδημα ποιότητας τη Γιορτή Ζωής του πάσχοντος και αναστημένου κάθε χρόνο Ελληνισμού. Η Ζωή, σαν αξία και σαν αίτημα που «υπαγορεύει» αγώνες και στάσεις, είναι κοινή στη «λογιοσύνη» και στην «λαϊκότητα». Διαβάζουμε σε ένα δημώδες:
«Τάξε του Χάρου καμπουχά, της Χάρισσας βελούδο,
και του μικρού Χαρόπουλου μεταξωτό μαντίλι.
Μπέρτι και σου τις χάριζαν τις τρεις γιορτές του χρόνου,
μόν’ του Χριστού για το Χριστό και τω Βαγιώ για βάγια
και τη μεγάλη τη Λαμπρή για το Χριστοσανέστη».
Έρχεται από τα παλιά η «Λαμπρή», από τα χρόνια των ακριτών, από τις κουλτούρες ενός αγροτικού πολιτισμού που αντιστεκόταν, ερωτευόταν, μισούσε και φίλιωνε, με βασικές σημασίες ζωής, με έμφαση στις εκδηλώσεις των πραγμάτων και όχι στις έννοιες: Δείγμα αυτό μιας «παγανιστικής» συνέχειας από την κλασική αρχαιότητα. Κείνο το τρομερό «Χριστός Ανέστακας» του Καζαντζάκη «κρατάει» κάτι από πολεμική ιαχή του Αισχύλου, από «γιούργια» μιας «απόκοτης» ομάδας κλεφταρματολών, κι από «πεθαίνω για σένα» των λαϊκών ρομάντσων!
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πίστη, η πίστη του λαού, της κοινωνίας, επιμένει στοχαστικά, επιμένει σε «καταβυθίσεις» σε όσα σηματοδοτεί η Ανάσταση, σε όσα δεν αφυδατώνονται στη «φιλολογία των οροσήμων» αλλά διαχέονται σε ένα «καθημερινοποιημένο» πένθος όπου το ανθρώπινο γίνεται φιλοδοξία Θεού, δηλαδή ξεμιζεριάζει και αναβαπτίζεται στην πνευματικότητα:
Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.
Ο Καρούζος «απαντά» στο άρρητο «και τώρα τι κάνουμε;» όταν σβήνουν οι πολυέλαιοι της τελετής. «Απαντά» σκηνοθετώντας μια «πλανόδια» μοναξιά που πρέπει να τελειοποιήσει την «προσευχή μάχη» ώστε να μην πνιγεί στον κόσμο αλλά να κάνει ουράνια εκτίναξη την αιώνια άνοιξη των απομακρυσμένων θαυμάτων. Το «έαρ» να θυμίζει «φρέαρ» σε απαιτητική αντίστιξη με το Ύψος. Το σκότος του «έαρος φρέατος» υποδηλώνει τη ματαιότητα των κοσμικών διαχειρίσεων και την αναγκαιότητα μιας «Λαμπρής». Μια διακριτική απαισιοδοξία που μαρτυρά, εκτός των άλλων, και τα όρια του διανοητικισμού!
Ο ελληνικός ποιητικός λόγος προσπαθεί, χωρίς τυμπανοκρουσίες, να σηματοδοτήσει όχι έναν τελεσίδικο «ορισμό», αλλά μια «οδό». Mια οδό εξόδου από κάθε στερεοτυπία είτε ηθικολογική, είτε ιδρυματικά εκκλησιαστική, είτε φιλοσοφική. Μένουμε πιστοί σε αυτό σαν μορφή του συλλογικού χρέους να εμπλουτίζουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα με τα «βάθη» της «σκεπτόμενης καρδιάς» που μας δίδαξαν οι ανεξίτηλοι πατέρες του νεοελληνικού σκέπτεσθαι. Μας απειλούν χίλια «τέρατα», και μπορούν να μας προστατεύσουν μόνο οι πνευματικές και ηθικές ποιότητες με πυρήνα τους τη Λαμπρή! Ο αγώνας ενάντια στον σύγχρονο, μετανεωτερικό κόσμο της Εξουσίας, της Αδικίας και της Εκμετάλλευσης, είναι ο αγώνας του Προσώπου ενάντια στο Μηδέν και το φωταγωγημένο Έρεβος της «μαζικής καταναλωτικής δημοκρατίας».