Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΟΥΓΚΟ ΦΟΝ ΧΟΦΜΑΝΝΣΤΑΛ
(1874-1929)
Η μπαλάντα της εξωτερικής ζωής
Και μεγαλώνουμε παιδιά με μάτια
βαθιά, κι αθώα. γερνάνε και πεθαίνουν
κι οι άνθρωποι τον δρόμο τους τραβάνε.
Και πάλι οι αγίνωτοι καρποί γλυκαίνουν
και πέφτουν σαν νεκρά πουλιά στο χώμα
και λίγες μέρες μένουν και πικραίνουν.
Κι ακόμα πνέει ο άνεμος κι ακόμα
μαθαίνουμε άδεια λόγια κι ειπωμένα
κι ορμή και βάρος νιώθουμε στο σώμα.
Και δρόμοι είναι στη χλόη και τόποι ολοένα
με δέντρα, λίμνες, με πυρσούς που αυγάζουν
και μέρη αλλού νεκρά και ξεραμένα.
Γιατί χιστήκαν τούτοι; και δεν μοιάζουν
ποτέ μαζί τους; κι είναι αμέτρητοι άλλοι;
Πώς η χαρά, η ωχρία, τα δάκρυα αλλάζουν;
Και τι όλα αυτά μας ωφελούνε πάλι
που σ’ άσκοπη γυρνάμε οδοιπορία
κι είμαστε αιώνια μόνοι και μεγάλοι;
Και αν είδαμε όμοια κι άλλα τι μας μέλει;
Κι όμως πολλά λέει όποιος λέει «βράδυ»
που ρέει βαθύνοια λέξη και πικρία
καθώς βαρύ κερήθρες άδειες μέλι.
Βίωμα
Ήταν γεμάτη μ’ασημότεφρην αχλύ
του σούρουπου η κοιλάδα όπως σαν στάζει
στα σύννεφα η Σελήνη. Μα δεν ήταν νύχτα.
Σβηστήκαν στην αχλύ της ζοφερής κοιλάδας
την ασημότεφρην κι οι δύοντες λογισμοί μου
και σιωπηλά βυθίστηκα στην κινουμένη
και διαυγή θάλασσα και άφησα την ζωή μου.
Ά! Πόσο θαυμαστά λουλούδια ήταν εκεί
με κάλυκες πυρούς και ζοφερούς και λόχμες
που ένα πορφυροκίτρινο φως τοπαζιού
σε ρεύματα θερμά τις πέρναγε κι έκαιγε. Όλα
είχαν γεμίσει μια βαθιά τότε παλίρροια
μιας μουσικής βαρύθυμης κι ήξερα ετούτο:
αν και δεν το εννοούσα το ’ξερα όμως:
Αυτός είναι ο θάνατος. Κι έγινε μουσική,
γλυκιά και ζοφερόπυρη και δυνατή
λαχτάρα σαν βαρυθυμία. Παράξενο όμως!
Μια νοσταλγία ανείπωτη έκλαψε σιωπηλά
μες στην ψυχή μου για την ζωή, και έκλαιγε
όπως κλαίει εκείνος που σε καράβι μεγάλο
με κίτρινα γιγάντια ιστία προς το βράδυ
στο βαθυκύανο νερό περνά απ’την πόλη,
την πατρική την πόλη του, και βλέπει τότε
τα στενορρύμια της, ακούει τις βρύσες της, μυρίζει
την ευωδιά της πασχαλιάς, βλέπει τον ίδιο
στην όχθη ένα παιδί με μάτια παιδικά
που αγωνιούν και θέλουνε να κλάψουν, βλέπει
φως στο δωμάτιο απ’ τ’ανοιχτό του παραθύρι.
Μακριά τον παίρνει το μεγάλο όμως καράβι
στο βαθυκύανο νερό σιγά γλιστρώντας
με κίτρινα παράξενα γιγάντια ιστία.
Μετάφραση: Γιώργος Βαρθαλίτης