Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΤΖΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ (1798-1837)
Το νυχτερινό τραγούδι ενός περιπλανώμενου βοσκού της Ασίας
1
Τι θέλεις σελήνη, στον ουρανό εκεί, τι θέλεις
Σιωπηλή σελήνη;
Σηκώνεται το βράδυ, και πηγαίνεις,
Τα έρημα κοιτώντας μέρη, ύστερα σταματάς.
Ακόμη δεν νιώθεις ευχαριστημένη
Να βαδίζεις στα ίδια πάντα μονοπάτια;
Ακόμη δεν μπορείς να αποφύγεις, σε σαγηνεύει ακόμη
Των κοιλάδων τούτων η θέα;
Μοιάζει του βοσκού η ζωή
Με τη ζωή σου.
Σηκώνεσαι με την αυγή,
Και το κοπάδι μακριά, μέσ’ στην πεδιάδα παίρνει, και βλέπει
Άλλα κοπάδια, βλάστηση, πηγές
Μετά κατάκοπος το βράδυ γέρνει:
Για τίποτ’ άλλο δεν ελπίζει.
Πες μου, σελήνη: στο βοσκό
Η ζωή, σε τι να χρησιμεύει;
Και στους δυο σας, αυτές οι ζωές, σε τι να ωφελούν;
Πες μου: αυτή η σύντομη περιπλάνησή μου
Που να οδηγεί,
Και η αιώνιά σου περιφορά;
2
Γεροντάκος κάτασπρος, ξυπόλυτος,
Μισόγδυτος και αδύναμος,
Με ξύλα στη ράχη βαρυφορτωμένος,
Σε κοιλάδες, σε βουνά,
Πάνω σε λίθους μυτερούς, σε ψηλές θίνες και σε δύσβατες πλαγιές,
Σε ανέμους, σε θύελλες, όταν πυρώνει
Η εποχή κι όταν παγώνει,
Τρέχει μακριά, αγκομαχά, τρέχει,
Χειμάρρους περνά και έλη,
Πέφτει, σηκώνεται κι ακόμη, ακόμη τρέχει,
Χωρίς ποτέ ανάπαυση να τον ανακουφίσει
Κουρελιασμένος κι αιμόφυρτος, κι όταν στο τέλος
Φθάνει, εκεί που ο δρόμος
Κι όλος ο κόπος ήταν στραμμένος:
Μια άβυσσος φρικιαστική, χωρίς τέλος,
Όπου γκρεμίζεται με λήθη σκεπασμένος.
Παρθένα σαγήνη, είναι
Αυτή η θνητή ζωή.
6
Ίσως εάν είχα κι εγώ φτερά
Να υψωθώ πάνω από τα σύννεφα,
Κι ένα προς ένα να μετρώ τα άστρα,
Ή, όπως ο κεραυνός, από κορφή σε κορυφή ν’ αναπηδώ,
Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος, γλυκό μου κοπάδι,
Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος, πάμφωτη σελήνη.
Ή, μήπως, λαθεύει πράγματι,
Θωρώντας του άλλου τη ζωή, ο νους μου;
Σε οποιαδήποτε, μάλλον, μορφή
Σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν είναι,
Μέσα σε φωλιά ή μέσα σε κούνια,
Είναι πάντα κακότυχος
Όποιος στον κόσμο αυτό γεννιέται.
Μετάφραση: Παύλος Γερενής