Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ (1898-1956)
Τραγούδι της μάνας μου
1. Δεν θυμάμαι πια πως ήταν η όψη της, πριν της πλακώ-
σουν οι έγνοιες, οι πόνοι, τα βάσανα. Κουρασμένη έσερνε
τα μαύρα της μαλλιά από το μέτωπο, το τόσο
ταλαίπωρο – το χέρι της πάντως το βλέπω ακόμα.
2.Είκοσι χειμώνες την απείλησαν, τα μαρτύριά της ήσανατελείωτα, κι ο θάνατος ντράπηκε, όταν τον είδε μπροστά της. Κι όταν επέθανε, το λείψανό της ήτανμικρού παιδιού κορμάκι.
3. Είχε μεγαλώσει στα δάση.
4. Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που, όσο την έβλεπαν
ν’ αργοσβήνει, τόσο τραχύτερα γίνονταν. Τη συχωρέσαμε που
υπόφερε, εκείνη ωστόσο ανάμεσά μας τριγύρναγε,
ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού για πάντα εν τέλει φύγει.
5. Πολλοί μας αφήνουν και δεν συγκρατούμε καν πως ήσαν.
Τους είπαμε τα πάντα και πλέον δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα
σ’ εκείνους και σ’ εμάς, και οι φάτσες μας σκληραίνουνε
στου χωρισμού την ώρα. Τα πιο σπουδαία, εν τούτοις,
δεν τα είπαμε, και αναλωθήκαμε όλο σε φληναφήματα,
σε κάτι ανοησίες.
6. Ω, μα γιατί να μην έχουμε πει τα πιο σπουδαία πράγματα!
Κι ήταν εύκολο, πανεύκολο! Και θα τιμωρηθούμε
για την ολιγωρία μας. Αν κι εύκολες το δίχως άλλο οι λέξεις,
στριμώχνονταν πίσω από τα δόντια μας, δεν βγαίναν έξω.
Κι εκεί που μια φορά πήγαμε να γελάσουμε,
πέσανε στο λαιμό μας και μας έπνιξαν.
7.Η μάνα μου πέθανε τώρα, χτες, το βράδυ, την Πρώτη Μαΐου.
Και δεν δύναμαι, φευ, να φάω τη γη με τα νύχια
μου ναν την ξεθάψω.
Στη μητέρα μου
Όταν έφυγε από μας, τη βάλανε στο χώμα
να βγαίνουν άνθη από πάνω της, πεταλούδες να πετάνε…
Εκείνη, πανάλαφρη, καθόλου δεν εβάραινε τη γη.
Μα τι πόνος χρειάστηκε για να ’ναι πανάλαφρη!
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
1
Τη νύχτα τούτη, τώρα που σε αγαπάω
έχει άσπρα σύννεφα άηχα ο ουρανός στην πόρτα
και το νεράκι κελαρύζει στα χαλίκια
κι ο άνεμος φυσάει τα ξεραμένα χόρτα.
2
Με αφρούς λευκούς νερό κυλάει,
ναι, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει.
το σύννεφο στον ουρανό είναι,
και πάντα θα ’ναι και θα μένει.
3
Αργότερα σε χρόνους που θε να ’μαι μόνος
θα ’χει άσπρα σύννεφα άηχα ο ουρανός στην πόρτα
και το νερό θα κελαρύζει στα χαλίκια
και θα φυσάει ο άνεμος τα ξεραμένα χόρτα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής