Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΣΤΗΒΕΝ ΚΡΕΗΝ (1871-1900)
Οι Μαύροι Καβαλάρηδες
3
Ναι, έχω χίλιες γλώσσες
Κι οι εννιακόσιες ενενήντα εννέα ψεύδονται
Αν και πασχίζω τη μια να χρησιμοποιήσω,
Δεν τραγουδά κατά τη βούλησή μου,
Μένει νεκρή μέσα στο στόμα μου.
4
Στεκόμουν σε ψηλό σημείο
Κι έβλεπα, χαμηλά, πολλούς διαβόλους
Να τρέχουν, να χοροπηδούν,
Να ξεφαντώνουν μες στην αμαρτία
Ένας τους σήκωσε το βλέμμα
Και, χασκογελώντας,
«Σύντροφε!», φώναξε «Αδερφέ!»
10
Μπροστά μου βρέθηκε πανύψηλο βουνό,
Κι ατέλειωτες ημέρες το ανέβαινα
Μεσ’ από χιονισμένους τόπους.
Στην κορυφή σαν έφτασα και κοίταξα,
Κατάλαβα πως όλοι αυτοί οι κόποι
Είχανε γίνει για να δω
Κήπους σ’ ασύλληπτη απόσταση.
11
«Η αλήθεια», είπε ένας ταξιδιώτης,
«Είναι βράχος, φρούριο πανίσχυρο.
Ήμουν συχνά εκεί,
Ακόμη και στον πιο ψηλό του πύργο,
Απ’ όπου ο κόσμος δείχνει μαύρος».
«Η αλήθεια», είπε ένας ταξιδιώτης,
«Είναι ανάσα, άνεμος,
Φάντασμα, ίσκιος.
Πολύν καιρό την αναζήτησα,
Αλλά ποτέ δεν άγγιξα
Ούτε την παρυφή του ενδύματός της».
Τον δεύτερο εγώ πίστεψα,
Γιατί η αλήθεια ήταν για μένα
Ανάσα, άνεμος,
Φάντασμα, ίσκιος
Και ποτέ δεν είχ’ αγγίξει
Ούτε την παρυφή του ενδύματός της.
Ο πόλεμος είναι καλός
4
Ένας άνθρωπος είπε στο σύμπαν.
«Κύριε, υπάρχω!»
«Πάντως», απάντησε το σύμπαν,
«Το γεγονός δε μου δημιουργεί
Κανένα αίσθημα υποχρέωσης».
5
Όταν ο προφήτης, άνθρωπος παχύς κι αυτάρεσκος,
Έφτασε στου βουνού την κορυφή,
Φώναξε: «Ανάθεμα τις γνώσεις μου!
Περίμενα να δω τόπους καλούς, λευκούς
Και μαύρους τόπους και κακούς…
Όμως η θέα είναι γκρίζα».
Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης