Μάζα
Τελειώνοντας η μάχη,
κι ο μαχητής νεκρός, ήρθ’ ένας άντρας
και του’πε: «Μην πεθάνεις, σ’ αγαπώ πολύ».
Μα, αχ! πέθαινε το λείψανο ολοένα.
Πλησίασαν δυo και του επανάλαβαν!
«Μη μας αφήνεις! Άξιε! Γύρνα στη ζωή».
Μα, αχ! πέθαινε το λείψανο ολοένα.
Του πρόστρεξαν δέκα, εκατό, χίλιοι, εκατό χιλιάδες
φωνάζοντας: «Με τόση αγάπη και να μην μπορούμε
τίποτα ενάντια στο θάνατο!»
Μα, αχ! πέθαινε το λείψανο ολοένα.
Τον κύκλωσαν εκατομμύρια ανθρώποι
με το ίδιο παρακάλιο! «Μείνε αδέρφι».
Μα, αχ! πέθαινε το λείψανο ολοένα.
Τότες τον κύκλωσαν της γης οι ανθρώποι όλοι•
το λείψανο τους κοίταξε με λύπη, με συγκίνηση
σηκώνεται με αργές κινήσεις,
φιλάει τον πρώτο κι ύστερα παίρνει δρόμο.
Μάλλον είμαι άλλος
Μάλλον είμαι άλλος: άλλος που την αυγή βαδίζει
γύρω από κάποιο δίσκο, μεγάλο, ελαστικό:
θνητός, εικονικός, διάφραγμα ατρόμητο.
Μάλλον προσμένοντας αναπολώ, θυμάμαι μάρμαρα
όπου ένας δείχτης πορφυρός κι όπου μια αιώρα μπρούτζινη,
τσάκαλος άγριος, μπάσταρδος, απών.
Μάλλον άνθρωπος τελικά
με τους ώμους χρισμένους με έλεος λουλακί
λέω μάλλον δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα.
Μαύρη πέτρα πάνω σε μιαν άσπρη πέτρα
Θα πεθάνω μια μέρα στο Παρίσι,
βροχερή που από τώρα τη θυμάμαι,
θα γίνει στο Παρίσι – δεν προτρέχω –
μια Πέμπτη, όπως και σήμερα, του Οχτώβρη.
Θά’ναι Πέμπτη, σαν σήμερα, που γράφω
τούτους τους στίχους και τα κόκαλά μου
πονάνε και δε μου ’τυχε ποτέ μου
με τόσες βόλτες νά’μαι τόσο μόνος.
Πάει ο Σέσαρ Βαλιέχο, του κολλούσαν
όλοι χωρίς αυτός να τους πειράζει•
του τις παίζαν γερά και με τα χέρια
και με τα λόγια• μάρτυρές του βάζει
τις Πέμπτες και τα μπρατσοκόκαλά του,
τη μοναξιά του, τη βροχή, τις βόλτες…
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου