H Μεγάλη Πείνα

VIII

Καθισμένος πάνω στον ξύλινο φράχτη
Καθισμένος πάνω στον ξύλινο φράχτη
Καθισμένος πάνω στον ξύλινο φράχτη
Δεν έδινε δεκάρα.
Έλεγε ό,τι του κατέβαινε
Έλεγε ό,τι του κατέβαινε
Έλεγε ό,τι του κατέβαινε
Και τραγουδούσε χωρίς ειρμό.
Καθώς ο κόσμος του μαράζωνε
Δεν είχε παρά ένα τσιγάρο να καπνίσει
Και μια λίρα να ξοδέψει για το ποτό του
Το άλλο Σαββάτο.
Τα βόδια του ήταν παχιά
Και τ’ άλογά του
Όσο μπορούσε να τα θρέψει το χορτάρι
μεσοκαλόκαιρο.

Οι νέες γυναίκες αφηνίαζαν
Λαχταρούσαν παιδιά.
Χαρούμενα όνειρα παρά τον κίνδυνο
Να τις εγκαταλείψουν οι πατεράδες.
Αλλά κανείς δεν τις έπαιρνε.
Κανείς δεν τις έπαιρνε.
Κανένας άνδρας δεν έβλεπε ποτέ
τις ξεκούμπωτες φούστες τους.
Ω, ήταν τόσο τυφλοί οι άνδρες
Κι ο Πάτρικ Μαγκουάιαρ
Από την καθαρτήρια φωτιά του
Φώναζε τους θεούς των χριστιανών ν’ αποδείξουν
Πως αυτό το μπλεγμένο κουβάρι
Ήταν η αναγκαία οδύνη
Κι όχι το σκοινί που έπνιξε τον αληθινό έρωτα.

Μα καθισμένος στον ξύλινο φράχτη
Κάποτε τον Ιούλιο
Στα τριάντα τέσσερα ή τριάντα πέντε του
Βαυκαλιζόταν μέσα στο ψέμα.
Το ανάγκαζε να διαβαστεί όπως έπρεπε.
Έκανε τη ζωή να διαβάσει το κακό σαν καλό.
Καταριόταν την ασκητική αδελφότητα
Χωρίς να ξέρει το γιατί.
Καθισμένος στον ξύλινο φράχτη
Μοναχός. Ολομόναχος
Γελούσε και τραγουδούσε
Σαν παλαβιάρης
Ή σαν μαουνιέρης φαντασιόπληκτος
Έβγαζε το βογγητό του.
Καθισμένος στον ξύλινο φράχτη.
Καθισμένος στον ξύλινο φράχτη.
Καθισμένος στον ξύλινο φράχτη
Καβαλούσε ονειροπόλα αμάξια.
Κλείδωνε το σώμα ανάμεσα στα γόνατά του
Όταν ο φράχτης παραταλαντευόταν στον αέρα.
Κι έτσι που άγγιζε την υψηλή έκσταση
Γλιστρούσε η ζωή ανάμεσα στα κάγκελα.

Μετάφραση: Άμυ Μιμς – Ρουλα Κακλαμανάκη

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!