Από το βουνό Τσουνγκ-ναν στα μαξιλάρια
και την κούπα του καλού Χιου-Σουου

Κατηφόριζα το Γαλάζιο Βουνό
το σούρουπο
με τη γνώριμη συντροφιά του φεγγαριού.
Πίσω μου ξετυλίγονταν το μονοπάτι
και χάνονταν μέσα στους ίσκιους.

Περνώντας απ’ το χτήμα κάποιου φίλου μου,
άκουσα τα παιδιά να με καλούν
απ’ την αγκαθωτήν αυλόπορτα.
Χοροπηδώντας μ’ οδήγησαν
μεσ’ από σμαραγδένια μπαμπού,
κι εκεί τ’ αμπέλια φιλοξένησαν
τα σκονισμένα μου ρούχα.
Η χαρά με πλημμύριζε,
μια κι ήτανε να ξαποστάσω
και να τα πιούμε λίγο με τ’ αφεντικό.
Τραγουδήσαμε τον ίδιο σκοπό
με τον άνεμο μέσα στα πεύκα
και σιγοσβήσαν τα τραγούδια μας
με το χαμήλωμα των αστεριών.
Τότε, σαν μέθυσα κι εγώ,
και κολυμπούσε ο φίλος μου στην ευτυχία,
ανάμεσά μας για λίγο ξεχάστηκε
ο κύκλος της ζωής.

Το τραγούδι μιας φθινοπωριάτικης νύχτας

Ένα κομμάτι φεγγάρι κρεμάστηκε πάνω απ’ την πόλη.
Ακούω το χτύπημα των ρούχων κάτω στον ποταμό.
Στη Σμαραγδένια Πύλη σπρώχνει την καρδιά μου
τ ’αγέρι του φθινόπωρου
Αχ, πότε πια θα συντριφτεί τ’ ασκέρι των Τατάρων,
να δω κι εγώ τον άντρα μου κοντά μου να γυρνά.

Νοσταλγία

Νοσταλγώ ατέλειωτα
να πάω στο Τσαν-Καν.
…Έντομα του φθινόπωρου φλυαρούν
στο χρυσαφένιο φράχτη,
δροσοσταλίδες λάμπουνε στο ψάθινο καπέλο μου,
το μακρινό φανάρι τρεμοσβήνει
κι ο πόθος μεγαλώνει μέσα μου.
Πέρ’ απ’τον ίσκιο βλέπω το φεγγάρι
καθάριο σα λουλούδι μες στα σύννεφα.
Πάνω μου ο ουρανός βαθύς και γαλάζιος,
κάτω πρασινίζουν τ’ ακούραστα νερά.
Πλατιά η γης κι ο ουρανός απέραντος
κι ανάμεσό τους η θλίψη μου να φτερουγίζει.
Ως πότε τ’ όνειρο θ’ αφήνει το κατώφλι μου
και θα πλανιέται πέρα στα βουνά;
Μια νοσταλγία με παιδεύει.
Ατέλειωτα.

Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!