Χαλκίδα
Ναν’ σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμόναχος και να λέω: τι πόλη!
να μην ξέρω αν είμαι – μέσα στην ασβόλη –
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε – είπα – ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ω Χαλκίδα – πόλη (έλεγα) και φέτος
ήμουν – στ’ όνειρό μου είδα –Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα …
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοί μου οι κόποι
παν’ σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
ως θερία, ως δέντρα – αναγλυμένοι – ως ψάρια
τα όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου
………………………………………
Έτσι ναν’ σπασμένοι, να φυσά απ’ το νότο
και με πίλο κλόουν να γελάς, Χαλκίδα:
Αχ, νεκρόν στο χώμα – να φωνάζεις – είδα
έναν μου ακόμη πιερότο!…
Το Τραίνο
Πως ήταν έτσι, πως μου εφάνη
τόσο μελαγχολικό αυτό το τραίνο,
σχεδόν όλο πηγαίνω και δε φτάνει,
σχεδόν ούτε δε φτάνει ούδε πηγαίνω.
Ούτε θυμάμαι πρωί αν ήταν,
ή νύχτα κι έλαμπε ο δίσκος της Εκάτης
έτσι του μελαγχολικό όπως εκείταν,
όπως εγώ είμαι χαύνος του επιβάτης.
Όπως σχεδόν παιδί – ωραίον όπως
δεν ξέρω τι με πήρε εντός του – μόνο
καιρός αν ήταν, ή ήταν δρόμος, ή ήταν τόπος
που ταξιδεύει (σκέφτομαι) στο χρόνο …
Κι όπως βροντάν εντός του οι κρότοι
πότε στατό και πότε χωρίς φρένο
με αναφτούς τους φάρους του στα σκότη
άπιαστο, σερπετό και νυχτωμένο…
Κι όλο κυλάει στου νου τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’επιστροφή; ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρνει μου τη νιότη.
Και πάει σαν άστρο κι ως μεσ’ σ’ ύπνο
και ούδε ξέρω για να πω’μαι αν σε ποίο
αν μεσ’ σε φέρετρο κείτομαι ή σε λίκνο,
αν είναι τραίνο αυτό κι εγώ τοπίο.
Πάντως και πάει και πάει κι είναι το τραίνο
και πάει μαζί του η ζωή με τα φτερά της
και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
περίεργο πάντως ως είμαι του επιβάτης…