Επιτύμβια Επιγράμματα

118.

Λέν’ για τον Ζήνωνα πως πέθανε γιατί
αηδιασμένος απ’ τα γεράματα
αρνιόταν να βάλει στο στόμα τροφή.
Άλλοι πως σκόνταψε και χτυπώντας το χέρι
στη γη, όπως έπεσε, είπε:
«Μόνος μου έρχομαι, τι με φωνάζεις;»

123.

Και συ, Εμπεδοκλή, κάποτε, ήπιες από κρατήρα φωτιά αθάνατη
αποκαθαίροντας το σώμα σου στις φλόγες.
Και δεν θα πω πως θέλοντας το σώμα σου έριξες
στης Αίτνας το ξεχείλισμα,
αλλά θέλοντας να φύγεις μη θέλοντας έπεσες.

124.

Ο Εμπεδοκλής λένε πως έπεσε απ’ το αμάξι
κι έσπασε το δεξί του πόδι (και στη συνέχεια πέθανε).
Αν όμως έπεσε στον κρατήρα της Αίτνας
και η φωτιά τον κατάπιε,
πώς τότε δείχνεται ακόμα ως τώρα ο τάφος του στα Μέγαρα;

126.

Να μην προκαλείς στους άλλους υπόνοιες
και τίποτα αν δεν κάνεις αλλά δείχνεις πως κάνεις,
τότε σε παίρνουν για ένοχο.
Έτσι και τον Φιλόλαο σκότωσε ο Κρότωνας,
διότι έδειξε πως ήθελε τύραννος να γίνει.

127.

Πολλές φορές με τρόμο το σκέφτηκα πόσο δυστύχησε
στη ζωή του ο Ηράκλειτος και πώς μετά πέθανε.
Αρρώστια κακή το σώμα του γέμισε όλο νερό
και του πήρε το φως και στο σκοτάδι τον έφερε.

129.

Ήθελες, Ζήνωνα, να κάνεις καλό – να σκοτώσεις
τον τύραννο και απ’ τη σκλαβιά την Ελέα να σώσεις.
Πιάστηκες όμως, σε πήρε ο τύραννος, στον τροχό σε κατάκοψε.

Τι λέω όμως; Το σώμα σου μόνο, όχι εσένα.

130.

Και για σένα, Πρωταγόρα, λέει η φήμη,
πως διωγμένο απ’ την Αθήνα – ως άθεο –
γέροντα στο δρόμο σε βρήκε ο Χάρος.
Σε έδιωξαν οι Αθηναίοι εξορία.
Την εξορία την ξέφυγες, αλλά τον Πλούτωνα όχι.

Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!