[Στου φθινοπώρου το μήνα το στερνό]
Στου φθινοπώρου το μήνα το στερνό,
Και στα στερνά
Της πικραμένης μου ζωής,
Γιομάτος θλίψη,
Σε δάσος
Μπήκε ανώνυμο κι αειθαλές:
Απ’ άκρη σ’ άκρη έχει νιφτεί
Στου γάλατος το χρώμα
Μιας γυάλινης ομίχλης,
Από τους γκρίζους κλώνους του
Δάκρυα στάλαξαν καθαρά –
Με κείνα
Που μόνο τα δέντρα κλαιν
Παραμονές χειμώνα που τα πάντα ξεθωριάζει.
Κι εδώ ακριβώς το θάμα έμελλε να γίνει:
Στου ήλιου το βασίλεμα
Μεσ’ από σύννεφο ξεχύθηκε βαφή γαλάζια
Και φάνηκε αχτίδ’ αστραφτερή,
Σα να ήτανε Ιούνης μήνας,
Από του μέλλοντος τις μέρες
Σε χρόνους περασμένους.
Τα δέντρα έκλαιγαν παραμονές μεγάλων
Έργων, κι αγαθών, και γιορτινής απλοχεριάς
Καλότυχων νεροποντών, που αναβρύζουν
Απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Κι οι παπαδίτσες μπήκαν στο χορό, σα χέρια
Σε πιάνου πληκτρολόγιο που λες κι ανέβαιναν
Από τη γη – κι ως τις ψηλές τις νότες.
Θεοφάνης ο Έλληνας
Όταν ενσαρκωμένο έβλεπα το βουητό
και τα φτερά ζωντάνευαν σε χρώμα άσπρο,
σκέψη με φώτισε: προσπέρασα, είπα, τη ζωή
κι ο άθλος μου απόμεινε σε διάσελο.
Στη διαθήκη των τάφων ομνύω που χάσκουν
σαν πληγή από τρανό μαχαίρι, στης βιβλικής
λευκότητας το χρώμα να τη φέρω,
του Θεοφάνη παραγιός ν’ αξιωθώ.
Από τα νύχια του τον γνώρισα: σωστό λιοντάρι,
κόκαλο απ’ το κόκαλο μιας ερημιάς δικής του,
και διψώ, κι όνειρα πλάθω, κι αποτεφρώνομαι
σε κάρβουνα γαλήνης αναμμένα.
Αιώνες έξι τη φλόγα του αναπνέω κι από
τη ζήλια πληγώθηκα των έξι αιώνων,
– Θα ‘ρθεις, άραγε, εύσπλαχνε Σαμαρείτη,
μ’ εκείνο το κρύο σου λινό να με λαμπρύνεις;
Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος