Η «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»
Ένα κάθ’ εβδομάδα,
στην ωρισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.
[…]
Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…
H «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν την ίδιαν ώρα.
Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.
(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
Η «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.
Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι —si j’étais roi!—
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην «Κλεοπάτρα», τη «Σεμίραμη» τη «Θεοδώρα»,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι’ αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
-μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου-
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι’ ενώ θ’ ακούγονταν η μουσική
που θάπαιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα
θάγραφα μιαν αρμονικώτατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.