Μη με ρωτήσετε μέσα από ποιες παρακαμπτήριες ξεκίνησα να πιάσω το μαγιόξυλο, και κατέληξα να διαβάζω ποίηση (ίσως φταίει ότι στην οθόνη της συνοικιακής καφετέριας είδα την Μενεγάκη να φοράει στεφάνι). Για κάποιο λόγο, ωστόσο, που χρειάζομαι ένα εξάμηνο να σας εξηγήσω, αισθάνομαι ότι ο προορισμός δεν λάθεψε: να προϋπαντείς τον τελευταίο μήνα της Άνοιξης σημαίνει, από πολλές απόψεις, να ξεμαθαίνεις την πεπατημένη των λόγων και των σκέψεων που σε κατακλύζουν τις υπόλοιπες μέρες, για να πειραματιστείς με νέα συμβολικά πλαίσια. Είναι κι αυτό ένα κάποιο θάρρος της υπάρξεως. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αντισταθμίζεις την αποφορά.
Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για τον ποιητή Κώστα Μόντη. Που για να ’βρεις τα βιβλία του, πρέπει να κάνεις ειδική παραγγελία από την Κύπρο (ενώ της Κικής, αντίθετα, τα βρίσκεις στο άψε-σβήσε). Και που ανάθεμα αν τα σχολικά μας εγχειρίδια του επιφύλαξαν έστω δύο αράδες. Δεν θα συνεχίσω, γιατί έχω αρχίσει ήδη να φουντώνω –πλην όμως, θα σας συνιστούσα να εγκύψετε με βουλιμία και χωρίς αναστολές. Διότι κάποια πλευρά του εαυτού σας θα συναντήσετε οπωσδήποτε. Και θα την ακούσετε να προφέρει την αλήθεια της –περίεργο πράγμα– ταυτόχρονα με ασέβεια και ευλάβεια. Με προπέτεια και σεμνότητα.
Σταχυολογώ τις πλευρές του δικού μου εαυτού –και να με συγχωρήσετε. Φερ’ ειπείν, για την ασχήμια της πόλης. «Θα μπορούσε νάταν κάτι άλλο επιτέλους/ απ’ τα σπίτια./ Δεν είχαμε καμμιά εξέλιξη σ’ αυτό τον τομέα / Μας κούρασαν». Για την ενασχόληση με τη θεολογία: «Με τη βοήθεια του Θεού / αγόμαστε προς αφορισμό». Για νέους και ευπώλητους λογοτέχνες: «Δεν είχες τίποτα να πης, κύριε / Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις/ γιατί τις ηνώχλησες;». Για δημοσιογράφους και ειδήμονες αδιακρίτως: «Θέλετε να μιλήσουμε ειλικρινά; Ε λοιπόν όχι’ και σ’ αυτό και σ’ εκείνο/ και σ’ όλα σας, / σ΄ όλα σας!». Για τον μεσουρανούντα πολιτικό της ημέρας: «Όπου ναν’ έρχεται κ’η ώρα / που θα σε ξεχάση η χώρα». Για την επανάσταση: «Είπαν οι περίοικοι: “Τόσα χρόνια είν’ ξερός αυτός ο χείμαρρος, / ας επεχτείνουμε λιγάκι τα περιβόλια μας στην κοίτη του”. / Και τα επεξέτειναν / και πραγματικά πολύ καιρό ήταν ανενόχλητοι. / Μονάχα που ο λησμονημένος χείμαρρος κατέβηκε μια μέρα/ κρατώντας τον παλιό του τίτλο κυριότητος, / ανεμίζοντας θριαμβικά τον παλιό του τίτλο κυριότητος / και σάρωσε έξαλλος τις επεχτάσεις».
Σταχυολογώ όμως και για τις αθεράπευτες μεταφυσικές μου απευθύνσεις. «Ναι, Κύριε, εγώ είμαι πάλι. / Λυπάμαι, μα θα ξανάρθω και θα ξανάρθω». Για την Παναγία επίσης: «Γιατί πάντα με το Χριστό, / γιατί πάντα εξαρτημένη απ’ Αυτόν; / Ζωγραφίστε μου μιά μόνη Παναγιά, / ζωγραφίστε μου μια μόνη Παναγιά να παίζη σχοινάκι / ζωγραφίστε μου μια μόνη Παναγιά με τα πρώτα της όνειρα, / ζωγραφίστε μου μια ανέμελη Παναγιά / να μη ξέρη τι προγραμματιζόταν πίσω από την πλάτη Της».
Σταχυολογώ, τέλος, για την ελπίδα –το ύστατο αγκυροβόλημα: «Δεν απελπίζομαι απελπισία / ελπίδα απελπίζομαι». ΄Η, κατά μία διαφορετική διατύπωση: «Η ελπίδα είναι μονάχα για όσους / το ίδιο θα ήλπιζαν και δίχως της!».
Κάτι μου λέει ότι σήμερα θα κοιμηθώ ανάλαφρος σαν παιδί.