Η ελεημοσύνη παίζει το ρόλο ενός ευεργετικού σκανδάλου όταν καταλύει τον κατεστημένο εγωισμό, αψηφά τον νόμο και την τάξη, διαταράσσει τον εφησυχασμό της καθεστηκυίας τάξης· όμως γίνεται σκανδαλώδης όταν αρκείται στον ίδιο της τον εαυτό και δεν προσπαθεί να εγγραφεί στην πραγματικότητα, μέσω μιας νομικής ή πολιτικής επέκτασης.
Η ελεημοσύνη έχει όλα τα θέλγητρα της ουτοπίας, εγκαθιδρύει μια καινούργια σχέση φιλαλληλίας που επικυρώνει πρακτικά την ενότητα του ανθρωπίνου γένους, τη γενική έννοια του ανθρώπου, πέρα από κάθε θρησκευτική, κοινωνική ή εθνική ταυτότητα. Όμως γίνεται αμφισβητήσιμη από τη στιγμή που αρνείται να εμβαθύνει στα πράγματα, που νιώθει υποχρεωμένη να δράσει αμέσως, δίχως καμιά δεύτερη σκέψη, μια και υποτίθεται πως η φοβερή πραγματικότητα του πόνου δεν επιδέχεται την παραμικρή ένσταση και κεραυνοβολεί οποιονδήποτε αντιτίθεται σε αυτήν. Επιπλέον, καθίσταται ύποπτη όταν εξομοιώνει τις καταστάσεις πολέμου και κρίσης με τις φυσικές καταστροφές, όταν υπαγάγει όλα τα υποκείμενά της στους ανθρωπολογικούς τύπους του «ενδεή», του «πρόσφυγα» και του «τραυματία». Πάνω απ’ όλα όμως καθίσταται ύποπτη όταν διστάζει να κατονομάσει το Κακό και θεωρεί ότι δεν είναι δική της δουλεία να καταδείξει του ενόχους.
Ίσως η ελεημοσύνη να κλείνει μια συγκεκριμένη πληγή· αλλά μονάχα η πολιτική, δηλαδή η εντός των πλαισίων του δημόσιου χώρου κωδικοποιημένη αντιμετώπιση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων, κατασκευάζει ίσους. Πρέπει να τοποθετήσουμε τη συγκίνηση στη σωστή της θέση. Ναι, δίχως το συναίσθημα της ευσπλαγχνίας δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ηθικοί. Ομως, στην καλύτερη περίπτωση η ευσπλαγχνία δεν είναι παρά ένα σημείο εκκίνησης και, όταν ερεθίζεται υπερβολικά, αυτό το ζωτικό στοιχείο καθιστά την ευσπλαγχνία συνώνυμη της αναισθησίας. Τόσο η ανθρωπιστική δράση όσο και η ελεημοσύνη αποζητούν μονάχα αναξιοπαθούντες, δηλαδή εξαρτημένα πλάσματα· η πολιτική, αντιθέτως, χρειάζεται συνομιλητές, δηλαδή αυτόνομα πλάσματα. Γι’ αυτό και τα προβλήματα στα οποία απευθύνεται η ελεημοσύνη, δεν είναι ούτε «ανθρωπιστικά», ούτε «ηθικά». Είναι βαθύτατα πολιτικά. Και απαιτούν πολιτικές λύσεις.
Όταν η ανθρωπιστική δράση και η ελεημοσύνη υποκαθιστούν την πολιτική, τότε γίνονται το το σύγχρονο πρόσωπο της αδιαφορίας, μετριασμένης από την αποστολή κάποιων τροφίμων και ιατρικών μονάδων ή από πρακτικές όπως η ενεργητική σιωπή, η καθοδήγηση ενός οδοιπόρου που έχασε το δρόμο του, ή το χάρισμα ενός ζεστού χαμόγελου σε κάποιον αναξιοπαθούντα. Αυτό όμως που η ελεημοσύνη κάνει στην πραγματικότητα, είναι να εγκλείει στο εσωτερικό της τις εθνικές ομάδες ή τις περιοχές του κόσμου που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτές –και μ’ αυτόν τον τρόπο να τις καταδικάζει στο αιώνιο καθαρτήριο.
Για όσους τυχόν δεν το κατάλαβαν, ολόκληρο το παραπάνω κείμενο ανήκει στον Pascal Bruckner («Ο Πειρασμός της Αθωότητας», ελληνική μετάφραση Λόισκα Αβαγιάννου, Αθήνα: Αστάρτη 1996, σσ. 305-308, passim]. Αλλά αν επιφέρεις κάποιες επουσιώδεις τροποποιήσεις στη διατύπωση, και αν αντικαταστήσεις τη λέξη «φιλανθρωπία» του πρωτότυπου με τη λέξη «ελεημοσύνη», θα μπορούσα κάλλιστα να το είχα γράψει εγώ.