Του Γιώργου Γιαλούρη

Αγαπητές κυρίες και αγαπητοί κύριοι, σήμερα θα σας βάλω ένα quiz: Τι κοινό έχουν ένας solution architect, ένας business analyst, ένας data analyst, ένας data scientist, ένας intellectual property and software asset management specialist, ένας technology risk specialist, ένας learning and development specialist, ένας chief human resources officer (CHRO), ένας chief operating officer (COO), ένας chief information security officer (CISO), ένας chief information officer (CIO), ένας engagement service director, ένας analytics and reports specialist, ένας expense controller, ένας implementation specialist, ένας data officer, ένας chief actuary, ένας business process reengineering manager, ένας account manager, ένας continuous improvement manager, ένας digital transformation manager, ένας senior manager, ένας junior manager και ένας σάκος από σκατά; Καμία σχέση δεν έχουν κυρίες και κύριοι, αφού τα σκατά είναι πιο χρήσιμα μια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως λίπασμα, ενώ στον αντίποδα οι παραπάνω τίτλοι τους οποίους τόσο περήφανα πάρα πολλοί άνθρωποι κουβαλούν στις ηλεκτρονικές τους υπογραφές, αναφέρονται σε υψηλά αμειβόμενα όσο και πλήρως άχρηστα πόστα, ωστόσο ανήκουν, όπως και πάρα πολλές άλλες θέσεις εργασίας, στην κατηγορία των bullshit jobs, δουλειές από τις οποίες αν βγάλεις το σοβαροφανές και χαζοχαρούμενο περιτύλιγμα μένει ένα πλήρες και ολοκληρωτικό τίποτα, ένα απόλυτο κενό, ένα οντολογικό «μη ον», και αυτό φάνηκε στην πανδημία όπου οι πραγματικά χρήσιμες δουλειές συνέχισαν να υφίστανται χωρίς την οποιαδήποτε διακοπή, ενώ τα ανθρώπινα όντα, φορείς των παραπάνω μεταμφιέσεων, έφτιαχναν banana bread και αγόραζαν κρουστικά πιστόλια μασάζ από το internet και φυσικά «εργάζονταν» κι έκαναν ό,τι κάνουν και μετά την πανδημία, συμμετέχουν δηλαδή σε διαδικτυακές συναντήσεις και στέλνουν email, ενημερώνοντας, φλυαρώντας, επικοινωνώντας με «μεταβατική διάθεση» μη μεταβατικά ρήματα, στέλνοντας ευγενικές υπενθυμίσεις και κανονίζοντας νέες συναντήσεις με στόχο πάντα τις επιδόσεις, την αριστεία, την τόνωση της παραγωγικότητας η οποία πάντα καταβαραθρώνεται αφού δεν ξέρει κανείς τι παράγει και γιατί το παράγει, την τήρηση των στόχων οι οποίοι ποτέ δεν επιτυγχάνονται, την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων τα οποία στην πράξη ποτέ δεν επαληθεύονται, τη συγκράτηση του κόστους το οποίο πάντα ξεφεύγει, μηδέν εις το πηλίκο δηλαδή κυρίες και κύριοι, μπούρδες εις τον κύβο κυρίες και κύριοι, διότι δουλειά έτσι δεν γίνεται, αφού «γίνεται» δουλειά μόνο στο όνομα της δουλειάς, στο όνομα των επιδόσεων και της παραγωγικότητας, κυνηγούν την ουρά τους κυρίες και κύριοι, κυνηγούν τις επιδόσεις, να είναι διαρκώς καλύτεροι, πιο ελαστικοί, να διαφεντεύουν τους εαυτούς του κι έτσι γίνονται σκλάβοι του εαυτού τους στην προσπάθειά τους να πετύχουν περισσότερα, να είναι πιο αποδοτικοί, δραστήριοι, υπερδραστήριοι, δεν έχει σημασία αν δεν παράγουν τίποτα φτάνει να δουλεύουν διαρκώς, κι έτσι γίνονται δούλοι χωρίς όμως κάποιον αφέντη, αφού είναι αφέντες του εαυτού τους, εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους, είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα, συνθλίβονται μέσα σε μία χυδαία αυτοαναφορικότητα ενδεδυμένοι μ’ ένα κουρέλι ελευθερίας, άνθρωποι της πράξης που δεν πράττουν τίποτα, μόνο καταναλώνουν, κυκλοφορούν με τα ηλεκτρικά τους αυτοκίνητα (φετιχισμός του καινοφανούς) και απαιτούν τα πάντα, άνθρωποι στην πραγματικότητα νωθροί, υποδουλωμένοι στον εαυτό τους και στον ψηφιακό κόσμο, μακριά από οτιδήποτε το πραγματικό, το οποίο, όπως λέει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, σε αντίθεση με το ψηφιακό, «διακρίνεται κυρίως για την ικανότητά του να αντιστέκεται».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!