Η Μάρτα Χάρνεκερ είναι Χιλιανή, με σπουδές στο Παρίσι, θεωρητικός του μαρξισμού και ακτιβίστρια, ειδική σε θέματα Λατινικής Αμερικής, σύμβουλος του προέδρου Ούγκο Τσάβες, με δράση στη Χιλή, την Κούβα και τη Βενεζουέλα. Τον περασμένο Δεκέμβρη έκανε ομιλίες στην Αθήνα, καλεσμένη από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Τα παρακάτω αποσπάσματα (χωρίς υποσημειώσεις) προέρχονται από το βιβλίο της Πραγματοποιώντας το αδύνατο – Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα (εκδ. Οδυσσέας).
Η πολιτική όχι ως η τέχνη του εφικτού αλλά ως η τέχνη πραγματοποίησης του αδύνατου
Η Αριστερά, αν θέλει να είναι τέτοια, δεν μπορεί να ορίζει την πολιτική ως την τέχνη του εφικτού. Στη realpolitik οφείλει να αντιπαρατάξει μια πολιτική που, χωρίς να πάψει να είναι ρεαλιστική, χωρίς να αρνείται την πραγματικότητα, θα δημιουργεί τους όρους για να τη μεταμορφώσει.
Ήδη ο Γκράμσι ασκούσε κριτική στον «”υπερβολικό” πολιτικό ρεαλισμό», γιατί αυτός φτάνει να βεβαιώσει ότι οι πολιτικοί πρέπει «να ενεργούν μόνο στo πλαίσιo της “έγκυρης πραγματικότητας”» και ότι δεν πρέπει να ενδιαφέρονται «για το πώς “πρέπει να είναι τα πράγματα”, αλλά μόνο για το “πώς είναι”», πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί οι πολιτικοί δεν είναι ικανοί να δουν «πιο πέρα από τη μύτη τους». Για τον Ιταλό διανοητή είναι οι διπλωμάτες και όχι οι πολιτικοί εκείνοι που πρέπει «να κινούνται μόνο μέσα στην έγκυρη πραγματικότητα, γιατί η ειδική τους δραστηριότητα δεν είναι να δημιουργούν νέες ισορροπίες, αλλά να διατηρούν μέσα σε ορισμένα νομικά πλαίσια μια υπάρχουσα ισορροπία». Αντιλαμβανόταν τον αληθινό πολιτικό σαν τον Μακιαβέλι: «Έναν άνθρωπο που ανήκει σε μία πλευρά, με ισχυρά πάθη, έναν πολιτικό της δράσης που θέλει να δημιουργεί νέους συσχετισμούς δυνάμεων και που γι’ αυτό δεν μπορεί να πάψει να ασχολείται με το “πώς πρέπει να είναι τα πράγματα”, φυσικά όχι με την ηθικολογική έννοια».
Όμως, αυτός ο πολιτικός δεν δημιουργεί από το μηδέν, δημιουργεί ξεκινώντας από την «έγκυρη πραγματικότητα». Χρησιμοποιεί τη θέληση «για να δημιουργήσει μια νέα ισορροπία δυνάμεων» ξεκινώντας από ό,τι σ’ αυτήν υπάρχει «προοδευτικό και ισχυροποιώντας το. Κινείται πάντοτε στο έδαφος της έγκυρης πραγματικότητας, αλλά για να κυριαρχήσει σε αυτήν και να την ξεπεράσει (ή να συμβάλει σ’ αυτό)».
Για την Αριστερά, η πολιτική πρέπει να συνίσταται λοιπόν στην τέχνη να ανακαλύπτει τις δυνατότητες που υπάρχουν στη συγκεκριμένη σημερινή κατάσταση, για να μπορέσει να κάνει δυνατό αύριο αυτό που σήμερα φαίνεται αδύνατο.
Το ζητούμενο είναι να οικοδομηθεί ένας ευνοϊκός για το λαϊκό κίνημα συσχετισμός δυνάμεων ξεκινώντας από εκείνα που, μέσα στην αδυναμία του, συνιστούν τα δυνατά του στοιχεία.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τους εργάτες της εποχής του Μαρξ οι οποίοι ήταν υποταγμένοι στην τεράστια εξουσία των καπιταλιστών αφεντικών τους που μπορούσαν, ανά πάσα στιγμή, να τους πετάξουν στον δρόμο χωρίς κανένα μέσο επιβίωσης. Ο αγώνας σε τέτοιες συνθήκες ήταν αυτοκτονία. Τι έκαναν λοιπόν; Αποδέχτηκαν την εκμετάλλευση, υποτάχθηκαν, παραδόθηκαν, επειδή εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον να κερδίσουν τη μάχη; Ή αγωνίστηκαν για να αλλάξουν αυτή την κατάσταση χρησιμοποιώντας τις ενυπάρχουσες δυνατότητες στην κατάσταση εκμετάλλευσης στην οποία βρίσκονταν: την ύπαρξη μεγάλων συγκεντρώσεων εργατών, την οργανωτική τους ικανότητα, την ταυτότητά τους ως τάξη που την εκμεταλλεύονται; Η οργάνωση και η ενότητα των εργαζομένων που είναι ποσοτικά πολύ πιο πολυάριθμοι από τους ταξικούς τους αντιπάλους ήταν η δύναμή τους, όμως ήταν μια δύναμη που έπρεπε να οικοδομηθεί, και μόνο πορευόμενοι σ’ αυτόν τον δρόμο έγινε δυνατό εκείνο που αρχικά φαινόταν αδύνατο.
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα σημερινό παράδειγμα. Δεν χωρά αμφιβολία ότι σήμερα, στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, έχει μειωθεί πάρα πολύ η διαπραγματευτική δύναμη της εργατικής τάξης τόσο λόγω του φάσματος της απόλυσης -είναι πλέον προνομιούχοι όσοι έχουν πρόσβαση σε σταθερή μισθωτή εργασία- όσο και λόγω του κατακερματισμού που έχει υποστεί αυτή η τάξη από το νέο αναπτυξιακό νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Ξεκινώντας από αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα, υπάρχουν αυτοί που διακηρύσσουν την αδυναμία να γίνει αγώνας σε αυτές τις συνθήκες. Είναι προφανές ότι η κλασική τακτική του συνδικαλιστικού αγώνα, η απεργία -που βασίζεται στην ενότητα της βιομηχανικής εργατικής τάξης και την ικανότητά της να σταματά τη λειτουργία των επιχειρήσεων- σήμερα δεν αποδίδει θετικούς καρπούς και οι οπορτουνιστές το εκμεταλλεύονται αυτό για να κάνουν να αδρανήσει το εργατικό κίνημα και να το πείσουν να δεχτεί παθητικά τις σημερινές συνθήκες υπερεκμετάλλευσης. Η τέχνη της πολιτικής, αντίθετα, συνίσταται στο να ανακαλύψεις μέσα από ποιους δρόμους θα ξεπεραστούν οι σημερινές αδυναμίες της βιομηχανικής εργατικής τάξης, που είναι πραγματικές αδυναμίες, για να οικοδομηθεί μια συνδικαλιστική κοινωνική δύναμη που να είναι αντίστοιχη με τις νέες παγκόσμιες συνθήκες. Υπάρχει ανάγκη να οικοδομηθεί μια νέα συνδικαλιστική στρατηγική: δεν πρόκειται πλέον μόνο για την ταξική αλληλεγγύη του 19ου αιώνα. Αν τότε ήταν βασική η ενότητα της βιομηχανικής εργατικής τάξης, σήμερα είναι βασική η ενότητα όλων όσοι είναι θύματα της εκμετάλλευσης του κεφαλαίου -των μόνιμων και των μερικά απασχολούμενων, των συμβασιούχων και αυτών που εργάζονται υπεργολαβικά- με όλα τα κοινωνικά τμήματα που πλήττονται από το νεοφιλελεύθερο σύστημα.
Συμφωνώ με την Ισαμπέλ Ραουμπέρ ότι πρέπει να «επεξεργαστούμε μια πρόταση η οποία -διαφυλάσσοντας τον κεντρικό και οργανωτικό ρόλο της εργατικής τάξης- να αναγνωρίζει επίσης τη σημερινή της αδυναμία και να στοχεύει στην επανοικοδόμηση της δύναμης της, ευνοώντας τη συνάρθρωση του συνόλου των εργαζομένων, μόνιμων, υποαπασχολούμενων, άνεργων και περιθωριοποιημένων με το σύνολο των καταπιεσμένων και αποκλεισμένων ανδρών και γυναικών, για να οικοδομηθεί εκείνη η κοινωνική δύναμη που είναι ικανή να αντιπαρατεθεί με δύναμη ίδια με τη δύναμη της κυριαρχίας, αμφισβητώντας την και κατακτώντας την».
Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί εκείνη η διαπραγματευτική δύναμη που η εργατική τάξη, από μόνη της, δεν διαθέτει πλέον και την οποία πολύ λιγότερο διαθέτει ο υπόλοιπος πληθυσμός.
Αυτή η λύση ήδη έχει δοκιμαστεί στην πράξη. Οι Αργεντινοί συνδικαλιστές πέτυχαν προόδους στον αγώνα τους ακριβώς επειδή γνώριζαν πώς να εντάξουν στο κίνημά τους ευρέα κοινωνικά τμήματα, όπως το έκαναν οι συνδικαλιστές του Ρίο Τούρμπιο στην επαρχία Σάντα Κρους.
«Η μόνη εφεδρεία και η μόνη εγγύηση για να μπορέσουν, σήμερα, τα συνδικάτα να διανύσουν έναν αγώνα είναι όταν στηρίζονται στον υπόλοιπο πληθυσμό – υποστηρίζει ο Αλφόνσο Κονιοεκάρ, από το συνδικάτο των μεταλλωρύχων αυτής της περιοχής. Κανένα συνδικάτο μόνο του δεν μπορεί να κερδίσει σήμερα μια μάχη, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός επιτίθεται από όλες τις πλευρές».
Από την πλευρά του, ο Αργεντινός συνδικαλιστής Νέστορ Πικόνε, μέλος της Συνομοσπονδίας των Αργεντινών Εργαζομένων (Confederation de los Trabajadores Argentinos, CTA), υποστηρίζει ότι «σήμερα, αντιπροσώπευση των εργαζομένων σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι υπάρχει κατακερματισμός και αναγκαιότητα συνάρθρωσης. Χρειαζόμαστε ένα συνδικαλισμό που να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τη νέα ταξική σύνθεση. Κάθε ιστορική φάση καθόρισε, από την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, διαφορετικές μορφές οργάνωσης και μορφές αντιπροσώπευσης. Οι οργανώσεις αναδύονται από τις απαιτήσεις ορισμένων κοινωνικών τμημάτων και ο Νέος Συνδικαλισμός πρέπει να είναι έκφρασή τους».
Αυτή ήταν, επίσης, η εμπειρία του Κινήματος των Ακτημόνων της Βραζιλίας (MST, Movimiento de los Sin Tierra). Όσο το κίνημα αυτό δούλευε μόνο μέσα στους αγρότες, απομονωνόταν και δεν είχε μεγάλη δύναμη. Όμως, όταν κατάλαβε πολύ καθαρά ότι έπρεπε να κάνει στροφή στον τρόπο δουλειάς του, ότι έπρεπε να υιοθετήσει σαν δικά του τα προβλήματα των υπόλοιπων καταπιεσμένων κοινωνικών τμημάτων: των αστέγων, των ανέργων κ.λπ. και ότι ήταν αναγκαίο να δώσει να καταλάβουν οι κάτοικοι της πόλης ότι ο αγώνας για τη γη δεν ήταν απλώς αγώνας υπέρ κάποιων ολιγάριθμων αγροτών, αλλά ότι σήμαινε τη λύση πολλών κρίσιμων προβλημάτων της ίδιας της πόλης, άρχισε να αποκτά ολοένα ευρύτερη στήριξη και σήμερα έχει μετατραπεί στο κύριο σημείο αναφοράς όλων των κοινωνικών αγώνων στη Βραζιλία και στην πρωτοπορία του αγώνα κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Όμως, τίθεται ένα ερώτημα: μήπως υπάρχουν αδυναμίες τις οποίες καμία ανθρώπινη δράση δεν μπορεί να μετατρέψει σε δυνατότητες; Φυσικά και υπάρχουν, και είναι αυτές που ο Hinkelammert ονομάζει «αδυναμίες υπερβατικού τύπου» ή ουτοπικούς στόχους. Πρόκειται για εκείνους τους στόχους που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αν δεν επιτευχθεί η ομόφωνη γνώμη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Στόχοι επιθυμητοί που περικλείουν τις ανθρώπινες αξίες στην πιο καθαρή και καθοριστική τους μορφή που, όμως, λόγω του βαθμού τελειότητάς τους ξεφεύγουν από τις ανθρώπινες δυνατότητες αν και χρησιμεύουν για να φωτίζουν τον δρόμο. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το βασίλειο της ισότητας του Μαρξ.
Η τέχνη της πολιτικής είναι επίσης η τέχνη να ξέρεις να διακρίνεις ανάμεσα στις αδυναμίες εκείνες που είναι υπερβατικές αδυναμίες και εκείνες που μπορούν να μετατραπούν σε δυνατότητες αν δημιουργηθούν οι αναγκαίοι γι’ αυτό όροι. Και με αυτή την έννοια, στον αγώνα «για έναν πολιτικό ρεαλισμό η ουτοπία μετατρέπεται σε πηγή έμπνευσης, σε κριτική αναφορά, σε εννοιολογικό στοχασμό».
Αλλαγή της παραδοσιακής αντίληψης της πολιτικής
Περιορισμός της πολιτικής στη θεσμική σφαίρα
Να σκεφτόμαστε την οικοδόμηση δυνάμεων και το συσχετισμό δυνάμεων σημαίνει να αλλάξουμε την παραδοσιακή αντίληψη της πολιτικής. Αυτή περιορίζει την πολιτική στον αγώνα που σχετίζεται με τους νομικοπολιτικούς θεσμούς και υπερτονίζει τον ρόλο του κράτους. Αναφέρεται, αμέσως, σε πολιτικά κόμματα και στη διαμάχη σχετικά με «τον έλεγχο και την κατεύθυνση των επίσημων οργάνων εξουσίας». Τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα επικεντρώνουν όλη την πολιτική δράση στην κατάληψη της εξουσίας και την καταστροφή του κράτους και οι πιο ρεφορμιστές στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας ή την άσκηση διακυβέρνησης «ως θεμελιώδη και μοναδική μορφή της πολιτικής πρακτικής»· τα λαϊκά στρώματα και οι αγώνες τους είναι οι μεγάλοι αγνοούμενοι. Αυτό είναι εκείνο που ο Έλιο Γκαγιάρδο χαρακτηρίζει «πολιτικισμό της λατινοαμερικανικής Αριστεράς».
Ξεπέρασμα της στενής έννοιας της εξουσίας
Να σκεφτόμαστε την οικοδόμηση δυνάμεων σημαίνει, επίσης, να ξεπερνάμε τη στενή αντίληψη που περιορίζει την εξουσία στην καταπιεστική πλευρά του κράτους. Η αντίπαλη εξουσία δεν είναι μόνο καταπιεστική αλλά, όπως λέει ο Κάρλος Ρουΐς, «επίσης οικοδομεί, διαπλάθει, εκπαιδεύει […]. Αν η εξουσία των κυρίαρχων τάξεων δρούσε μόνο ως λογοκρισία, αποκλεισμός, εγκαθιστούσε εμπόδια ή καταπίεση, θα ήταν περισσότερο εύθραυστη. Αν είναι ισχυρότερη, είναι γιατί εκτός από το να αποφεύγει αυτά που δεν θέλει, είναι επίσης ικανή να οικοδομεί αυτά που θέλει, να διαπλάθει συμπεριφορές, να παράγει γνώσεις, ορθολογισμούς, συνειδήσεις, να διαμορφώνει έναν τρόπο να βλέπει κάποιος τον κόσμο και τον εαυτό του […]».
Να σκέφτεσαι την οικοδόμηση δυνάμεων σημαίνει, επίσης, να ξεπερνάς «το παλιό και ριζωμένο λάθος να προσπαθείς να οικοδομήσεις πολιτική δύναμη -είτε με τα όπλα είτε με τις κάλπες- χωρίς να οικοδομήσεις κοινωνική δύναμη».
Η πολιτική ως η τέχνη της οικοδόμησης μιας αντισυστημικής κοινωνικής δύναμης
Η ανάδυση μιας αντισυστημικής κοινωνικής δύναμης είναι αυτό που φοβούνται περισσότερο οι κυρίαρχες τάξεις, γι’ αυτό και η στενή έννοιά τους για την πολιτική ως αγώνα για την κατάκτηση χώρων εξουσίας στους θεσμικούς νομικοπολιτικούς μηχανισμούς.
Για την Αριστερά, αντιθέτως, η πολιτική πρέπει να είναι η τέχνη της οικοδόμησης μιας αντισυστημικής κοινωνικής δύναμης. Αυτό, όμως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν γίνει δυνατό «να εξαλείψει τους φραγμούς που βάζει η αντίπαλη κυριαρχία για να αποτρέψει την οικοδόμησή της, απ’ όπου και η σημασία να έχει μια ευρεία αντίληψη αυτών των φραγμών και να μην περιορίζεται στην παρατήρηση και την αντιπαράθεση με ένα μόνο τμήμα τους. Αυτοί οι φραγμοί δεν είναι παρά η μορφή με την οποία οι κυρίαρχες τάξεις οργανώνουν με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους τους κυριαρχούμενους».
Η Αριστερά δεν πρέπει, συνεπώς, να αντιλαμβάνεται το λαό ή την κάθε λαϊκή κοινωνική δύναμη ως κάτι ήδη δεδομένο που μπορεί να το χειραγωγήσει, αρκεί απλώς να το διεγείρει, αλλά ως κάτι που πρέπει να οικοδομήσει. Αν αυτό ίσχυε πάντοτε, ισχύει ακόμη περισσότερο σήμερα, κάτω από το νεοφιλελευθερισμό. Είναι γνωστό ότι ένα στοιχείο-κλειδί της στρατηγικής της εξουσίας είναι να πετύχει το μέγιστο κατακερματισμό της κοινωνίας, γιατί μια κοινωνία διασπασμένη σε διαφορετικές μειονοτικές ομάδες που δεν καταφέρνουν να συναρθρωθούν σε μια πλειοψηφία ικανή να αμφισβητήσει την υπάρχουσα ηγεμονία, είναι ο καλύτερος τρόπος αναπαραγωγής του συστήματος.
Από εδώ προκύπτει ότι ένα από τα βασικότερα έργα της Αριστεράς είναι το ξεπέρασμα της διασποράς και της πολυδιάσπασης του λαού που υφίσταται την κυριαρχία και εκμετάλλευση και η «οικοδόμηση της ενότητας του λαού» και για αυτό είναι βασική η «επανάκτηση της ικανότητας σύγκλισης».
Τώρα, λοιπόν, το να τίθεται η πολιτική ως τέχνη της οικοδόμησης της λαϊκής κοινωνικής δύναμης σημαίνει, ταυτόχρονα, να απορρίπτονται δύο είδη πολιτικών στυλ που εμποδίζουν αυτού του είδους την οικοδόμηση: η λαϊκιστική χειραγώγηση της Δεξιάς και η υπόκλιση στο αυθόρμητο της παραδοσιακής Αριστεράς.
Όταν μιλώ για «υπόκλιση στο αυθόρμητο», αναφέρομαι στο πολιτικό στυλ που περιορίζεται να δρα πάνω σε ήδη δεδομένες καταστάσεις, «να εξαρτάται από κοινωνικές εκρήξεις που ανακύπτουν αυθόρμητα» σε διάφορους κοινωνικούς τομείς και που διαφέρουν ανάλογα με τη γενική κατάσταση της κοινωνίας (απεργίες, καταλήψεις χώρων, διαδηλώσεις κάθε είδους). Αυτό είναι το στυλ του πολιτικού αγκιτάτορα που ενεργεί «πάνω σε δυνατότητες που εμφανίζονται και που δεν προχωρούν πολύ, και το κάνει όχι ως αποτέλεσμα της δράσης ή της πρωτοβουλίας του ούτε ως αποτέλεσμα μιας συνολικής πολιτικής ανάλυσης που τον οδηγεί στο να τις επιλέξει […]», γι’ αυτό και το αυθόρμητο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του.
Ένα πολιτικό στυλ που είναι συνεπές με τη σύλληψη της πολιτικής ως τέχνης της οικοδόμησης μιας λαϊκής κοινωνικής δύναμης, αντίθετα, ξεκινά στη βάση τού ότι η κοινωνική δύναμη δεν είναι κάτι ήδη δεδομένο, αλλά κάτι που πρέπει να οικοδομηθεί και ότι οι κυρίαρχες τάξεις έχουν μια καθορισμένη στρατηγική για να το εμποδίσουν. Αυτό σημαίνει να μην αφήνεσαι να παρασυρθείς από την κατάσταση, αλλά να δρας πάνω σε αυτήν, επιλέγοντας ανάμεσα «στους παρόντες χώρους και συγκρούσεις εκείνους όπου πρέπει να συγκεντρώσεις τις ενέργειές σου» σε σχέση με τον κεντρικό στόχο: την οικοδόμηση της λαϊκής δύναμης. Αυτή η οικοδόμηση δεν δημιουργείται αυθόρμητα, χρειάζεται ένα υποκείμενο που θα οικοδομεί, ένα πολιτικό υποκείμενο που θα μπορεί «να κατευθύνει τη δράση του στη βάση μιας ανάλυσης του συνόλου της πολιτικής δυναμικής. Όμως, ποια είναι η κατάσταση της Αριστεράς ως προς αυτό;».