Ομολογώ ότι πριν διαβάσω το βιβλίο της Μαριάνθης Μπέλλα για την Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος σε συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Γληνού, δεν γνώριζα απολύτως τίποτα γι’ αυτό το πρωτοποριακό εγχείρημα.
Φανταστείτε μόνο ότι ανάμεσα στις μαθήτριες βρίσκει κανείς ονόματα όπως της Πηνελόπης Δέλτα, της Ρόζας Ιμβριώτη, της Ελένης Κορύλλου (Άλκης Θρύλος), της Σοφίας Λασκαρίδου, της Σοφίας Μαυροειδή, της Ιωάννας Σεφεριάδου (μετέπειτα Τσάτσου), της Αγγελικής Χατζημιχάλη και πολλών ακόμη σημαντικών Ελληνίδων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική και στην πολιτική ζωή του τόπου.
Η μελέτη αυτή είναι εξαιρετικά διαφωτιστική και καλογραμμένη και περιλαμβάνει μια θαυμάσια ανάλυση των εκπαιδευτικών συνθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1909 και 1921, αλλά και μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση της εκπαίδευσης των γυναικών από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι το 1921.
Η μελέτη των αρχείων, αλλά και η κριτική παρουσίαση των στοιχείων, μας χαρίζουν μια ολοζώντανη εικόνα της Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής (Α.Γ.Σ.)
Το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής υιοθετούσε πολλά στοιχεία από το πρόγραμμα του Ελεύθερου Νεοελληνικού Πανεπιστημίου και εμπνεόταν από το ιδανικό του «Γυναικείου Ανθρωπισμού», το οποίο ανέπτυξε ο Γληνός στο εναρκτήριο μάθημα που έγινε στις 11 Οκτωβρίου 1921, στην αίθουσα του Παρνασσού.
Παρά τον ιδιωτικό της χαρακτήρα, η Α.Γ.Σ. δεν συνιστούσε επιχειρηματική δραστηριότητα με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κέρδους, αλλά είχε σκοπό, με ένα καινοτόμο για την εποχή πρόγραμμα μαθημάτων, να εισάγει τις γυναίκες στη σύγχρονη φιλοσοφική και κοινωνιολογική κίνηση, ώστε να αποκτήσουν συνείδηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους και να γίνουν ενεργά μέλη της κοινωνίας. Η επιτυχία της μπορεί να αποδοθεί στην Σχολή υπήρξε το πρώτο μορφωτικό πρωτοτυπία των διδακτικών αντικειμένων, τη συνεργασία διαπρεπών επιστημόνων και διανοούμενων, το υψηλό επίπεδο διδασκαλίας και την καλή οργάνωσή της.
Η Σχολή σταμάτησε την λειτουργία της τον Μάιο του 1923, μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων του δεύτερου χρόνου. Ο Γληνός και οι συνεργάτες του, μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, επανήλθαν στις κρατικές θέσεις που κατείχαν πριν το Νοέμβριο του 1920 και το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση και συνέχιση του έργου της μεταρρύθμισης και την κατάρτιση ενήμερων και ικανών δασκάλων που θα εργάζονταν για την αναμόρφωση του σχολείου. Ο Γληνός ανέλαβε θέση Εκπαιδευτικού Συμβούλου στο υπουργείο Παιδείας (1922) και τη διεύθυνση της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924). Παράλληλα λειτουργούσε από το 1923 το Μαράσλειο Διδασκαλείο με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο, το οποίο προσαρτήθηκε στην Παιδαγωγική Ακαδημία ως πρότυπο πειραματικό διδασκαλείο.
Θα μπορούσατε να μας παρουσιάσετε ένα σύντομο ιστορικό της ίδρυσης και λειτουργίας της Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής;
Η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή ήταν ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο για γυναίκες το οποίο ιδρύθηκε τον Μάιο του 1921 από τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου Δημήτρη Γληνό, Μυρσίνη Κλεάνθους, Χαράλαμπο Θεοδωρίδη και Κώστα Σωτηρίου. Σκοπός της ήταν να δώσει στις Ελληνίδες ανώτερη φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνιολογική και καλλιτεχνική μόρφωση ώστε να κατανοούν την κοινωνική και πολιτική ζωή και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτήν. Την επίβλεψη και προστασία της ανέλαβαν δυο νεωτερικά σωματεία, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος και ο Σύνδεσμος Ελληνίδων για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Το πρόγραμμα σπουδών ήταν καινοτόμο για την εποχή και είχε ως άξονα το ιδανικό του «Γυναικείου Ανθρωπισμού» το οποίο ανέπτυξε ο Γληνός στο εναρκτήριο μάθημα (11/10/1921). Περιλάμβανε τακτικά μαθήματα (Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας, Ιστορίας του Πολιτισμού, Τέχνης και Αισθητικής, Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας), διαλέξεις (Κοσμολογίας, Βιολογίας, Υγιεινής του παιδιού, Αστικού Δικαίου, Πολιτικής Οικονομίας, Κοινωνιολογίας, Νεοελληνικής Λογοτεχνίας) και φροντιστήρια για την πρακτική άσκηση των φοιτητριών. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα σύγχρονο κύκλο κοινωνικών και πολιτισμικών σπουδών.
Η Σχολή λειτούργησε δύο χρόνια (1921-1923) με επιτυχία, συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό φοιτητριών και εξασφάλισε τη συνεργασία σημαντικών επιστημόνων και διανοούμενων.
Γιατί ένα βιβλίο για αυτή τη Σχολή σήμερα;
Για πολλούς λόγους που σχετίζονται και με την ιστορία αλλά και με το παρόν της εκπαίδευσης. Καταρχάς το βιβλίο είναι η πρώτη μελέτη που έγινε για τη Σχολή, η οποία ήταν ελάχιστα γνωστή, με υλικό από το Αρχείο Δημήτρη Γληνού, του Ιδρύματος Γληνού. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι προοδευτικά εγχειρήματα των αρχών του 20ού αιώνα αποτελούν αιτήματα και της δικής μας εποχής. Ανοίγουν, παράλληλα, και άλλες επίκαιρες συζητήσεις, που έχουν σχέση με τη διεθνή κίνηση των τότε νεωτεριστών παιδαγωγών να δημιουργούν ιδιωτικά σχολεία, αποδεσμευμένα από τον έλεγχο του κράτους, για να εφαρμόσουν νέες παιδαγωγικές απόψεις και καινοτομίες.
Η Σχολή υπήρξε το πρώτο μορφωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα που δεν είχε σκοπό την προετοιμασία των γυναικών για τους παραδοσιακούς ρόλους της μητέρας και νοικοκυράς, αλλά την προετοιμασία για τον νέο ρόλο που διεκδικούσαν, την έξοδο στον δημόσιο χώρο, την ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου
Παρά τη σύντομη ζωή της, η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή, φαίνεται πως υπήρξε σταθμός για την εκπαίδευση των γυναικών. Ποια πιστεύετε ότι ήταν η σημαντικότερη συμβολή της;
Η Σχολή υπήρξε το πρώτο μορφωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα που δεν είχε σκοπό την προετοιμασία των γυναικών για τους παραδοσιακούς ρόλους της μητέρας και νοικοκυράς, αλλά την προετοιμασία για τον νέο ρόλο που διεκδικούσαν, την έξοδο στον δημόσιο χώρο, την ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Όμως, οι γυναίκες έπρεπε να αποδείξουν ότι ήταν άξιες να πάρουν μια ισότιμη θέση με τους άνδρες στον δημόσιο χώρο και να ασκήσουν τα δικαιώματα που διεκδικούσαν. Η Σχολή ανέλαβε να τις εφοδιάσει με την κατάλληλη μόρφωση, με γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επέτρεπαν να στοχάζονται και να αναλύουν την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσαν.
Η πολύπλευρη προσωπικότητα του Δημήτρη Γληνού πιστεύετε ότι έχει αποτιμηθεί όσο θα της άξιζε;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την προσωπικότητα του Γληνού. Όλο και περισσότεροι νέοι ιστορικοί της εκπαίδευσης ερευνούν τη σκέψη, το έργο και τη συμβολή του στην μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. Αλλά και σύλλογοι εκπαιδευτικών και πολιτών ενδιαφέρονται για την παιδαγωγική και πολιτική δράση του και οργανώνουν ημερίδες, διαλέξεις και συνέδρια. Σημαντική στον τομέα αυτό είναι η συμβολή του Ιδρύματος Γληνού που έχει διασώσει και διατηρήσει το αρχείο και τη βιβλιοθήκη του Δημήτρη Γληνού, τα οποία είναι προσβάσιμα στο επιστημονικό κοινό. Πέρσι, στις 19, 20 και 21 Μαΐου (2017) πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το συνέδριο «Δημήτρης Γληνός – Η σκέψη, η δράση, οι χρήσεις», το οποίο διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Γληνού και το Εργαστήριο Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Η διεξαγωγή του συνεδρίου συνέπεσε με τα εκατό χρόνια από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, της οποίας ο Δημήτρης Γληνός υπήρξε πρωτεργάτης. Ωστόσο, η θεματική του συνεδρίου δεν περιορίστηκε στη μεταρρύθμιση του 1917, αλλά παρουσίασε την πολυσχιδή δράση και το έργο του Γληνού στη Φιλοσοφία, την Κοινωνιολογία, την Παιδαγωγική, την Πολιτική, αλλά και τις μεταγενέστερες χρήσεις και διαχειρίσεις αυτού του έργου.
Εντυπωσιάζει το γεγονός των τόσο πρωτοποριακών ιδεών έναν σχεδόν αιώνα πίσω. Τι θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε σήμερα για μια άλλη πορεία στην Παιδεία;
Δεδομένου ότι πολλά από τα σημεία της μεταρρύθμισης του 1917, τόσο στον τομέα των σχολικών βιβλίων όσο και στον τομέα του περιεχομένου της εκπαίδευσης και των διδακτικών προσεγγίσεων, παραμένουν ακόμα εκκρεμή, το έργο του Γληνού είναι επίκαιρο. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που όλα τα σχολικά συστήματα της Ευρώπης και των ΗΠΑ κινούνται στο μοντέλο τη μετρήσιμης αποτελεσματικότητας, το οποίο ασκεί ομογενοποιητική επίδραση στις πρακτικές των εκπαιδευτικών, οι απόψεις του Γληνού για τη διδασκαλία και το περιεχόμενο του σχολείου μπορούν να γίνουν και πάλι οδηγός για μια προοδευτική μεταρρύθμιση. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το πρόταγμα της Κριτικής Παιδαγωγικής για τον «εκπαιδευτικό διανοούμενο της αλλαγής» έχει ουσιαστικά διατυπωθεί από τον Γληνό ήδη από τη δεκαετία του 1920. Ο Γληνός με τη φράση του «εκ των κάτω το φως» έδειξε ότι ο μετασχηματισμός της εκπαίδευσης είναι αδύνατος, αν οι εκπαιδευτικοί δεν δραστηριοποιηθούν ως διανοούμενοι της αλλαγής του σχολείου.