«Αν θέλουμε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ρατσισμό χρειάζεται διαφορετικός τρόπος ζωής». Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Δύο τόποι απομακρυσμένοι. Δύο διαφορετικές εποχές. Η Ρωσία του 1905 και των παραμονών της Επανάστασης, η Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Η συγγραφέας Μαρία Ουζούνη με το βιβλίο της που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων καταφέρνει να γεφυρώσει δυο εποχές με συνδετικό κρίκο ένα σπάνιο πιάνο, να μας χαρίσει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, αλλά και να μας δώσει μια νέα οπτική εναντίον των στερεοτύπων που κυριαρχούν σε σχέση με τους μετανάστες.
Συναρπαστική πλοκή, πιστή ανάπλαση μιας εποχής, σε ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει να συνδυάσει την αναγνωστική απόλαυση με το «μήνυμα» – όσο κι αν σε κάποιους αυτό μοιάζει ανοίκειο. Διότι αν μιλάμε για μια πράγματι «στρατευμένη» λογοτεχνία, κάπως έτσι τη φανταζόμαστε. Κι ας ανατριχιάζουν όσοι πρεσβεύουν την καθαρότητα της λογοτεχνίας, λες κι ο συγγραφέας είναι δυνατόν να ζει εκτός τόπου και χρόνου.

 

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να διαλέξεις τους συγκεκριμένους ήρωες για την ιστορία σου;
Κατ’ αρχάς ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία. Έπειτα η αφήγηση έπλασε τους συγκεκριμένους ήρωες, ενώ στην πορεία η διαμόρφωση των προσώπων επενέβαινε και στην πλοκή.
Στο μυθιστόρημα, δύο τόποι και δύο εποχές που απέχουν αρκετά, η Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα και η Αθήνα στο τελείωμά του, συνδέονται μεταξύ τους με άλλα νήματα.
Αφηγείται μια ιστορία ανθρώπων μέσα σε αυτές τις δύο περιόδους. Είναι πρόσωπα στην αποτυχημένη επανάσταση του 1905 στη Μόσχα και μετανάστες από άλλες χώρες στην Αθήνα, την εποχή του πρώτου κύματος μεταναστών που άλλαζε και την πόλη. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου βλέπουν με το δικό τους μάτι τη Ρωσία του 1905 και την Αθήνα της δεκαετίας του 1990. Υπάρχουν πολλά πρόσωπα. Ένας κρίκος που συνδέει τις διαφορετικές ιστορίες των δύο κεντρικών προσώπων είναι το κοινό πάθος για τη μουσική και το πιάνο.

Η αγάπη για τη μουσική είναι μια δική σου ιδιότητα που «μεταμορφώνεις» μέσα στους ήρωές σου;
Αναπόφευκτα. Η σχέση μου με τη μουσική περιορίζεται στην ακρόαση και την ιστορία της. Δεν είμαι μουσικός, ούτε μουσικολόγος, απλώς φαντάστηκα ανθρώπους που έχουν στενότερη σχέση με τη μουσική. Με απασχολούσε το πώς η ιδιότητα αυτή, με όλα τα πιθανά χαρακτηριστικά της, επηρεάζει τη συμπεριφορά.

Μεταφέρεις εξαιρετικά το κλίμα της προεπαναστατικής Ρωσίας. Χρειάστηκε να μελετήσεις κάποια πράγματα ή άφησες απλώς τη φαντασία σου ελεύθερη;
Η φαντασία απαιτείται αλλά δεν αρκεί όταν καταπιάνεσαι με ιστορικά γεγονότα και με την καθημερινή ζωή μιας εποχής που δεν έχεις ζήσει. Είναι πολύ εύκολο να πέσεις σε ανακρίβειες και τελικά να χτίσεις μια «ιστορία» σε ένα κακοφτιαγμένο σκηνικό. Αλλά πέρα απ’ αυτό, ήταν αληθινή δική μου ανάγκη να μελετήσω τα ιστορικά δεδομένα και σκάλισα όσο περισσότερες πηγές μπορούσα, είτε από επιστημονικά κείμενα είτε από λογοτεχνία της εποχής.
Πολλά στοιχεία, μάλιστα, τα έχω βάλει σ’ ένα μπλογκ στο Ίντερνετ. Το έφτιαξα με τη σκέψη να αναδείξω τις πηγές μου, είτε ως πηγές δεδομένων είτε ως πηγές έμπνευσης. Είναι εδώ https://agiapetroupoli-katopatisia.blogspot.gr

Διαλέγεις ένα μάλλον καλό τέλος στις περιπέτειες των ηρώων σου. Ήθελες να δώσεις κάποιο μήνυμα με αυτό;
Όχι ακριβώς, αλλά νομίζω ότι περνάει και λίγο από το χέρι των ανθρώπων το «τέλος» που θα έχουν, δεν είναι μόνο η μοίρα ή οι κοινωνικές συνθήκες.
Η Κάτια από μικρή, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, ονειρευόταν να ξεπεράσει τα όρια του ορίζοντα της στέπας, να ταξιδέψει. Δεν φοβάται μήπως χάσει την ασφάλειά της. Τη βλέπουμε να ταξιδεύει στη Μαύρη Θάλασσα, ευτυχισμένη και αισιόδοξη για το μέλλον, παρ’ όλο που οι στρατοί έχουν ήδη πάρει θέση μάχης.
Ο Σορίν, αντίθετα, ζει στην κόψη του ξυραφιού. Όμως κι αυτός έχει ανάγκη από μια ευκαιρία που μέχρι τότε δεν την είχε. Τελικά δεν είναι όλα μαύρα ή άσπρα. Παρ’ ότι είναι κακοποιός, διόλου ρομαντικός, δεν ταλαντεύεται να υπερασπιστεί τις αξίες του σε βάρος του «επαγγέλματος».
Δεν μου αρέσει να ορίζω ένα τέλος ως κακό ή καλό, αλλά εάν δεχτούμε το διαχωρισμό οι πιθανότητες είναι 50-50, οπότε εγώ διαλέγω αυτό που ταιριάζει στην ιστορία μου. Μολονότι είναι ένα μυθιστόρημα που έχει και την «αστυνομική», ας πούμε, πλοκή, για μένα το τέλος δεν θα ήταν «καλό» αν το έδινε, λόγου χάρη, η αστυνομία.

Πώς μπορούμε, επί της ουσίας, να απαντήσουμε στον ανερχόμενο ρατσισμό, πέρα από ευχολόγια και καλές προθέσεις;
Δεν είναι εύκολο. Είναι σαν ασθένεια στο σώμα μας που όταν την αντιλαμβανόμαστε μπορεί να είναι πλέον αργά. Δυστυχώς νομίζαμε ότι «εμείς οι Έλληνες» δεν είμαστε ρατσιστές, ενώ ακόμα και μέσα σ’ αυτή την αντίληψη υπόβοσκε ένας στερεοτυπικός ρατσισμός της «ανωτερότητας». Όχι μόνο σε σχέση με τους κατατρεγμένους πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά ως προς τους πάντες. Και η Αριστερά, που έχει κατεξοχήν τον πρώτο λόγο ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις, δεν έβλεπε το πρόβλημα ή το θεωρούσε περιθωριακό φαινόμενο που θα καταπολεμηθεί μαζί με τον καπιταλισμό.
Συνήθως με δύο τρόπους απαντάμε στις διακρίσεις, είτε με συμπάθεια και φιλανθρωπία (που δεν την υποτιμώ, αν γίνεται ειλικρινά) είτε με δυναμική προστασία του αδυνάτου που υφίσταται τις διακρίσεις. Σήμερα γίνονται και τα δύο αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα. Είναι η προσπάθεια αλληλοκατανόησης και συμβίωσης με το διαφορετικό. Αν θέλουμε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ρατσισμό χρειάζεται διαφορετικός τρόπος ζωής. Υπάρχει εμπειρία από άλλες χώρες με μεγάλα ποσοστά μεταναστών και ελάχιστο ρατσισμό, όπου ο ένας γνωρίζει την κουλτούρα του άλλου. Τρόποι βρίσκονται αλλά απαιτείται και άλλου είδους κυβέρνηση. Η σημερινή κυβέρνηση έχει κάνει το ρατσισμό κυρίαρχο δόγμα, στήνει ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μας φλομώνει με καθημερινή ρατσιστική προπαγάνδα και η αστυνομία λειτουργεί σαν συμμορία εκτός νόμου στο κυνήγι του διαφορετικού «χρώματος».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!