Διαβάζω χρόνια τώρα τα βιβλία του και τα απολαμβάνω, όπως και χιλιάδες αναγνώστες κάθε ηλικίας. Νομίζω οι συστάσεις είναι περιττές για ένα εκ των κορυφαίων μας συγγραφέων.

Ο Μάνος Κοντολέων με κάθε νέο του βιβλίο μας εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς δεν επαναπαύεται ποτέ και πάντα ανακαλύπτουμε κάτι διαφορετικό. Έχουμε συζητήσει πολλές φορές και με διάφορες αφορμές, όμως συνειδητοποίησα, διαβάζοντας το νέο του βιβλίο «Με το ίδιο όνομα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, πως δεν είχαμε ποτέ μέχρι τώρα μια συζήτηση στον Δρόμο.

Και μάλιστα το συγκεκριμένο βιβλίο που έχει ως αφορμή τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέστρεψαν τα δάση μας, δίνει αφορμή για στοχασμό σε ό,τι αφορά στη σχέση μας με τη φύση και τον τρόπο που καταλήγουμε να την καταστρέφουμε.

Ο Μάνος Κοντολέων ποτέ δεν δίστασε να πάρει θέση απέναντι σε όσα συμβαίνουν, τόσο με τα βιβλία, όσο και με τις τοποθετήσεις του. Ήδη με το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο Φωκίων ήταν ελάφι» που κυκλοφόρησε το 1979 –και επανεκδόθηκε σαράντα χρόνια αργότερα με τον τίτλο «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι»– βρήκε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να μιλήσει για το Πολυτεχνείο και τη δικτατορία, ανοίγοντας δρόμους σε πολλούς συγγραφείς που ακολούθησαν.

Στο νέο του βιβλίο συνδέει τους μύθους με τη σημερινή πραγματικότητα μέσα από τα γράμματα ενός παππού στον εγγονό του με αφορμή μια πυρκαγιά που κατάστρεψε τη φύση γύρω από το εξοχικό σπίτι-ησυχαστήριό του, όπου φάνηκε να χάνονται τα αρώματα της φιλύρας και της πορτοκαλιάς που μέχρι τότε κυριαρχούσαν.

Μια ιστορία γεμάτη τρυφερότητα και αγάπη για τον κόσμο που μας περιβάλλει…

«Με τίποτε δεν μπορώ να δικαιολογήσω την απουσία της ελληνικής διανόησης από τα φλέγοντα πολιτικά θέματα της εποχής μας»

Ποια στάθηκε η αφορμή για το νέο σου βιβλίο;

Ομολογώ πως αυτή η ιστορία ξεκίνησε με μια εσωτερική συνομιλία με τον εαυτό μου. Ήταν το καλοκαίρι του 2021, εγώ από το Πήλιο παρακολουθούσα τις φωτιές στην Εύβοια και στην Αττική, στην τηλεόρασή μου κάποια στιγμή είδα τις φλόγες να πλησιάζουν το σπίτι μου και… Ξαφνικά αισθάνθηκα πως δεν υπήρχε κάποιο συναίσθημα να με ταρακουνά. Αμέτοχος – απίθανη εμπειρία, το ομολογώ. Εκείνη την ώρα, η Άννα, η κόρη μου, μας πήρε τηλέφωνο από τα Χανιά και με ένα σπάσιμο στη φωνή προσπαθούσε να παρηγορήσει την Κώστια, τη μητέρα της κι εμένα. Ενώ και η ίδια ήταν συγκλονισμένη καθώς έβλεπε μια καταστροφή που αποκτούσε και προσωπική διάσταση. Κι εγώ, της απάντησα… Της είπα πως ό,τι κι αν χάναμε θα ήταν υλικό. Όλα τα πολύτιμα τα είχα φυλαγμένα στη μνήμη. Κι αφού ζούσα, τίποτε στην ουσία δεν θα έχανα.

Κάποια στιγμή, λίγες μέρες αργότερα, άρχισα να γράφω το «Με το ίδιο όνομα». Έτσι χωρίς προγραμματισμό. Στην ουσία έγραψα για τη μνήμη που συνδέει τον άνθρωπο με τον ίδιο τον εαυτό του, με έναν άλλον άνθρωπο, αλλά και τον Άνθρωπο με την ίδια τη Φύση.

 «Τη ζωή εμείς τη συνεχίζουμε». Τι σημαίνει αυτή η κομβική φράση του βιβλίου για σένα;

Πως όλα είναι μνήμη και από τη μνήμη φτιάχνουμε το μέλλον. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος – «Με το ίδιο όνομα». Συμβολικά και μόνο πρωταγωνιστούν ένας παππούς και ο εγγονός του. Στην ουσία μίλησα για τη συνέχεια των γενεών. Για τη συνέχεια της ίδιας της ζωής. Και τη ζωή του ανθρώπινου γένους ο ίδιος ο άνθρωπος τη φτιάχνει. Και είναι το μόνο είδος του ζωικού βασιλείου που το κάνει αυτό. Γιατί διαθέτει μνήμη. 

Αφηγείσαι με έναν μοναδικό τρόπο μύθους για τα δέντρα. Θα μπορούσε να είναι η αρχή για μια σειρά βιβλίων;

Ο άνθρωπος και η Φύση – στενή η σχέση. Ασφαλώς και στο παρελθόν το έχω μετατρέψει σε ιστορίες. Πρόχειρα θυμάμαι το έργο μου «Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε», αλλά και τη σειρά των βιβλίων μου «Μανόλο και Μανολίτο και Μανουήλ». Τώρα αν αυτό θα το συναντήσω συγγραφικά και στο μέλλον… Δεν ξέρω. Πολύ πιθανόν. Έτσι κι αλλιώς από τους Μύθους ξεκίνησε ο Πολιτισμός μας.

Είσαι από τους πλέον βραβευμένους συγγραφείς βιβλίων για παιδιά και νέους. Έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές με τα δικά σου τα βιβλία. Θεωρείς πώς η παιδική-νεανική λογοτεχνία θεωρείται από ορισμένους ως υποδεέστερο είδος;

Ναι, θεωρείται. Και δεν μπορώ να καταλάβω αυτή τη στάση. Όχι, πως δεν υπάρχουν και άτεχνα έργα σε αυτή την κατηγορία. Αλλά μήπως κάτι παρόμοιο δε συμβαίνει και στην ενήλική λογοτεχνία; Νομίζω πως αυτή η στάση που επισημαίνεις έχει να κάνει με μια διάθεση πολλών, πάρα πολλών ενηλίκων να διαχωρίζουν την ύπαρξή τους ως παιδιά από αυτή που διαθέτουν ως ενήλικες. Και μάλλον υποτιμούν την πρώτη. Αλλά για να φτάσεις στο ρετιρέ, πρέπει να έχεις περάσει και από το ισόγειο. Κι αν αυτό έχει χωρίς σωστή δόμηση φτιαχτεί, όλο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει.

Μα όλο αυτό το θέμα που θίγεις με την ερώτησή σου είναι πολύ βαθύ και απαιτεί μια άλλη συζήτηση. Που θα στηρίζεται και σε άλλους άξονες – πολιτικούς, κοινωνικούς, ψυχαναλυτικούς κ.λπ.

Συχνά –όχι μόνο από τα βιβλία σου– παίρνεις θέση και για τα πράγματα του τόπου. Όπως και για το πρόσφατο έγκλημα στα Τέμπη. Πιστεύεις πως οι Έλληνες διανοούμενοι στην εποχή μας στέκονται στο «ύψος των περιστάσεων»;

Στην πλειονότητά τους θα έλεγα πως όχι. Θεωρώ πως ένα μεγάλο μέρος των διανοούμενων έχει στρέψει την προσοχή του προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Ένας εγωκεντρισμός επικρατεί. Κι ένας στείρος ανταγωνισμός. Βέβαια όλο αυτό το κλίμα το συντηρεί και η γενικότερη κοινωνική στάση, ο τρόπος που εκφράζονται τα διάφορα ΜΜΕ. Αλλά με τίποτε δεν μπορώ να δικαιολογήσω την απουσία της ελληνικής διανόησης από τα φλέγοντα πολιτικά θέματα της εποχής μας. Την απουσία της, όπως και την επιπόλαιη, συχνά, τοποθέτησή της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!