Ανεπαρκής ορμή των «αντιπάλων» του κόμματος της Μέρκελ
του Ερρίκου Φινάλη
Να ξεκινήσουμε από ένα γεγονός που, μέσα στον εκλογικό πυρετό, δεν παίρνεται αρκετά υπόψη: όποιος και να επικρατήσει, ακόμη και σχετικά, στην αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου για την ανάδειξη της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης, δεν θα εκπροσωπεί την πλειοψηφία των πολιτών μιας Γερμανίας που πασχίζει να διατηρήσει την ηγεμονική θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση εν μέσω παγκόσμιας αναταραχής. Στις προηγούμενες εκλογές η αποχή, μαζί με τα άκυρα ψηφοδέλτια, ξεπέρασε το 30%. Επιπλέον η απερχόμενη ομοσπονδιακή βουλή, η Μπούντεσταγκ, είχε αποκλείσει με το καλημέρα το 16% των ψηφοφόρων οι οποίοι ψήφισαν κόμματα που δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 5% για είσοδο στη βουλή. Μεταξύ αυτών τον παραδοσιακό μπαλαντέρ των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, το φιλελεύθερο FDP, που έπεσε θύμα ενός ορίου το οποίο προοριζόταν να αποκλείσει «επικίνδυνα» κόμματα. Έτσι το γερμανικό πολιτικό σύστημα αναγκάστηκε να καταφύγει στο λεγόμενο μεγάλο συνασπισμό μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) υπό τη Μέρκελ.
Προς εξακομματική (και δύστοκη) βουλή
Αυτή τη φορά, αν βέβαια δεν διαψευστούν οι δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι τόσο το FDP όσο και η ξενοφοβική και ευρωσκεπτικιστική «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) θα καταφέρουν να μπουν στη βουλή. Έτσι, για πρώτη φορά εδώ και 56 χρόνια, στην Μπούντεσταγκ θα εκπροσωπούνται έξι κόμματα. Είναι αποτέλεσμα και αυτό της κρίσης του επίσημου πολιτικού συστήματος που διαπερνά όλη την Ευρώπη – και φτάνει να επηρεάζει ακόμη και τη Γερμανία, η οποία μέχρι τώρα κατάφερνε να διατηρεί με σιδηρά πυγμή την «πολιτική σταθερότητα». Καθώς όμως το κόμμα της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ βρίσκεται σε πτώση, είναι αμφίβολο αν τα κουκιά θα αρκούν ώστε η Γερμανία να επανέλθει σε ένα πιο «παραδοσιακό» κυβερνητικό σχήμα, π.χ. κεντροδεξιάς συνεργασίας μεταξύ CDU/CSU και FDP.
Το ίδιο δύσκολος (σ’ αυτή την περίπτωση όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και πολιτικά) θα είναι και ένας «προοδευτικός» συνασπισμός μεταξύ SPD, Πράσινων και Αριστεράς. Ήδη ο Όσκαρ Λαφοντέν απέρριψε εμμέσως πλην σαφώς αυτό το ενδεχόμενο* επισημαίνοντας ότι, αν το SPD και οι Πράσινοι πράγματι ήθελαν, διαθέτουν ήδη μαζί με την Αριστερά την πλειοψηφία που απαιτείται για την κατάργηση αντιλαϊκών μέτρων της συγκυβέρνησης Μέρκελ-SPD και την ψήφιση κοινωνικής νομοθεσίας. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι στα σχέδια του SPD και του Σουλτς, τον οποίο βιάζονται να πλασάρουν ως πιθανό νικητή πολλά διεθνή και εγχώρια «προοδευτικά» ΜΜΕ. Το μόνο που θα ήθελε ενδεχομένως ο Σουλτς θα ήταν να μετατρέψει την Αριστερά σε κυβερνητικό δεκανίκι.
Σταδιακή απορρύθμιση του πολιτικού συστήματος
Είναι βέβαια γεγονός ότι στο ισχυρότερο κράτος μέλος της Ε.Ε. το πολιτικό σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να παραδώσει τα όπλα. Κραδαίνοντας το καρότο της «σταθερότητας» που εγγυάται σχετικά καλύτερες συνθήκες ζωής και μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., καταφέρνει να διατηρεί την εμπιστοσύνη σημαντικού τμήματος του πληθυσμού – μικρότερου βέβαια απ’ ό,τι σε περασμένες δεκαετίες. Φυσικά είναι πληγωμένο από την κρίση, που δεν έχει μείνει εκτός γερμανικών συνόρων (αλλά, ας μην ξεχνάμε, σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζεται από την απομύζηση ιδίως της περιφέρειας της Ευρώπης). Οι πληγές, σοβαρές αλλά όχι θανάσιμες ως τώρα, φαίνονται στην πτώση της επιρροής της Μέρκελ και στις απώλειες του κόμματός της. Αλλά και η συστημική εναλλακτική, το SPD του Σουλτς, δεν είναι πολύ πιο πειστική, και διαφαίνεται ότι το δημοσκοπικό άλμα του έχει σαφή όρια.
Όπως επισήμανε προχθές και η αντιπρόεδρος της Αριστεράς Ζάρα Βάγκενκνεχτ, σταδιακά οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι αποδεικνύονται φρούδες οι ελπίδες πως ο Σουλτς σηματοδοτεί μια ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες και απορρυθμιστικές πολιτικές της απερχόμενης συγκυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών υπό την Μέρκελ, και άρα «τα αποτελέσματα θα αποδειχθούν απογοητευτικά για το SPD». Αποτέλεσμα θα είναι να ενισχυθεί η τάση… σταδιακής απορρύθμισης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, το οποίο είχε συνηθίσει την κυριαρχία των δύο μεγάλων κομμάτων με το FDP ως μπαλαντέρ. Τώρα οι κοινοβουλευτικοί μπαλαντέρ είναι τουλάχιστον τρεις (Αριστερά, Πράσινοι και FDP), συν η «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Η διαφορά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι η AfD μοιάζει να λαχανιάζει πολύ νωρίς για να θεωρηθεί πραγματική απειλή.
Έκπληξη στο Σάαρλαντ
Την περασμένη Κυριακή πραγματοποιήθηκαν οι τοπικές εκλογές στο Σάαρλαντ, ένα από τα ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας – που κάποτε ήταν γνωστό για τα ανθρακωρυχεία του, αλλά σήμερα είναι φημισμένο κυρίως για τους εκατοντάδες οίκους ανοχής που φιλοξενεί, προσελκύοντας καθημερινά χιλιάδες «τουρίστες» από γειτονικές χώρες… Σε κάθε περίπτωση, και παρά το σχετικά μικρό πληθυσμό του, οι εκλογές σ’ αυτό ήταν πολυαναμενόμενες, ως ένα από τα πρώτα τεστ ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του Σεπτεμβρίου. Και έκρυβαν εκπλήξεις! Καταρχήν, κόντρα στις προβλέψεις των δημοσκόπων, οι Χριστιανοδημοκράτες της Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, πρωθυπουργού του κρατιδίου, θριάμβευσαν με 40,7% – κερδίζοντας επιπλέον 5,5% σε σχέση με τις εκλογές του 2012. Αντίθετα, οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι της στον κυβερνητικό συνασπισμό είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται, αφού τελικά έπεσαν κάτω από το 30%, χάνοντας και 1% σε σχέση με το 2012. Φαίνεται ότι η προεκλογική «αριστερή» στροφή του SPD μάλλον θύμωσε τους πολίτες, που την εξέλαβαν ως εμπαιγμό, αφού τόσα χρόνια συγκυβερνά με το CDU χωρίς κλυδωνισμούς…
Τρίτο κόμμα αναδείχθηκε η Αριστερά. Με επικεφαλής τον Όσκαρ Λαφοντέν, έχασε «μόνο» 3% από το 16% του 2012, που ένα μέρος του προφανώς κατευθύνθηκε στην ξενοφοβική «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Η οποία όμως δεν είναι διόλου ικανοποιημένη, αφού απέσπασε μόλις 6,2% παρά τις προσδοκίες της για διψήφιο ποσοστό. Οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι «Πειρατές»: το 2012 συγκέντρωσαν την ψήφο διαμαρτυρίας εισβάλλοντας στην τοπική βουλή με ένα εκπληκτικό 7,4%. Τώρα εξαφανίστηκαν (0,7%). Χαμένοι και οι Πράσινοι, που με 4% βρέθηκαν εκτός τοπικής Βουλής. Έτσι, ο καθένας ερμηνεύει κατά το δοκούν το αποτέλεσμα στο Σάαρλαντ. Η Μέρκελ ευελπιστεί ότι το θαύμα μπορεί να επαναληφθεί και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ο Σουλτς έκανε μια δήλωση που το υποβάθμιζε ως «εξαιρετική» περίπτωση. Όμως οι περισσότεροι αναλυτές επικέντρωσαν στη (σχετική, έστω) αποτυχία της ξενοφοβικής AfD να προσελκύσει κάτι παραπάνω από ψηφοφόρους διαμαρτυρίας, ιδίως των «Πειρατών», και οπωσδήποτε σχεδόν κανέναν από τους ψηφοφόρους του κόμματος της Μέρκελ.
* Βλ. φύλλο 346.