Από το βήμα της ΔΕΘ, τις δύο τελευταίες βδομάδες ξεκίνησε μια προεκλογική εκστρατεία απρόβλεπτης διάρκειας. Οι δύο «μονομάχοι» πήραν θέση στη σκηνή εξαπολύοντας μια μεγάλης κλίμακας, αλλά καταφανώς κάλπικη, αντιπαράθεση. Μοναδικός στόχος αυτής της πόλωσης είναι ο εγκλωβισμός των πολιτών και η κυβερνητική εναλλαγή με επίμονη στις ίδιες καταστροφικές πολιτικές. Τα όσα ακολουθούν επιχειρούν να επισημάνουν τα κοινά στοιχεία στις επιλογές των συστημικών δυνάμεων που κρύβονται μπροστά στην επιχείρηση διπολισμός.

Τα κυβερνητικά σχέδια μοιάζουν αδύναμα να αναδείξουν χαραμάδες αισιοδοξίας στους πολίτες παρά τις διακηρύξεις για θριαμβευτική είσοδο στη μεταμνημονιακή εποχή.

Τα λόγια έχουν κουράσει, η διάψευση των ελπίδων είναι νωπή.

Το σημαντικότερο, τα ίδια τα γεγονότα δεν επιβεβαιώνουν τις κυβερνητικές διακηρύξεις.

Το τέλος των δανειακών ενέσεων στήριξης μιας διαλυμένης οικονομίας και η «καθαρή έξοδος» στις αγορές προς το παρόν ξεχνιέται. Η παγκόσμια οικονομική αναταραχή και ο διαρκής έλεγχος των (ανύπαρκτων) επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας έχουν εκτοξεύσει τα επιτόκια στα μνημονιακά επίπεδα καθιστώντας κάθε σκέψη δανεισμού απαγορευτική.

Η συνεχής επισήμανση των «θεσμών» και οι προειδοποιήσεις για αναγκαστική τήρηση των κυβερνητικών δεσμεύσεων επιτείνει το κλίμα αβεβαιότητας για το άμεσο μέλλον.

Οι απειλές του ΣΕΒ και παραγόντων της Αγοράς για τις συνέπειες στις εργασιακές σχέσεις και την ανεργία από τη φημολογούμενη αύξηση των κατώτατων μισθών καθιστούν τα σχέδια Αχτσιόγλου σκέτες επικοινωνιακές εξαγγελίες. Η κυβέρνηση Τσίπρα ουδέποτε τόλμησε να τα βάλει με τους οικονομικούς παράγοντες. Το αντίθετο, νομοθέτησε όλες τις απαιτήσεις τους με το πρόσχημα άλλοτε των μνημονιακών δεσμεύσεων και άλλοτε των αναγκαίων εκσυγχρονισμών για να καταστεί δήθεν ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Η καθιέρωση του υποκατώτατου μισθού, η θεοποίηση και επέκταση της ελαστικής και μερικής απασχόλησης και η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων είναι επιτυχίες της σημερινής κυβέρνησης. Άλλωστε, πέρα από τους αριθμούς και τις προβλέψεις, το μέγεθος της ανεργίας, η συνεχιζόμενη φυγή των νέων και η εντεινόμενη φτωχοποίηση αποτελούν καθημερινή πηγή ανασφάλειας σε κάθε οικογένεια.

Οι εξαγγελίες για δραστική μείωση του ΕΝΦΙΑ και ψαλίδισμα των συντελεστών φορολογίας υποκρύπτουν νέους τρόπους φορολόγησης (δες μείωση αφορολόγητου, περιουσιολόγιο) μιας και η δέσμευση για εξωφρενικά δημοσιονομικά πλεονάσματα παραμένει. Λίγοι είναι εκείνοι που «τσιμπάνε» στις σχετικές εξαγγελίες.

Δίπλα σε αυτά η μετατροπή της χώρας σε επιθετικό ορμητήριο των ΗΠΑ, η επιθετικότητα της Τουρκίας, η αστάθεια της Βαλκανικής και η κρίση του Μακεδονικού, η συστηματική εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο της Συρίας, (η φρεγάτα Έλλη βρίσκεται «αντιμέτωπη» με τον ρωσικό στόλο στη Νότια Μεσόγειο)  και η διατεταγμένη, διπλωματική και εκκλησιαστική, ρήξη με τη Ρωσία δημιουργούν πρόσθετες ανησυχίες στο μεγάλο μέτωπο των γεωπολιτικών απειλών που ταράζουν όλη την περιοχή. Το εθνικό συναντιέται, για άλλη μια φορά, με το κοινωνικό πρόβλημα της χώρας και αποδυναμώνει, άλλοτε συνειδητά – άλλοτε ασυνείδητα, το επίσημο πολιτικό προσωπικό αποκαλύπτοντας τη συνενοχή του.

Η ταύτιση απόψεων των δύο μονομάχων αναζητά καταφυγή στην οξύτητα μιας πλαστής αντιπαράθεσης. Ο πραγματικός, θανάσιμος διαγκωνισμός για το ποιος θα καταλάβει την «καρέκλα» σε βάρος της κοινωνίας κρύβεται πίσω από μια συστηματική προσπάθεια εγκλωβισμού της κοινωνίας σε πλαστά διλήμματα

Καταφυγή στην οξύτητα και τον πλασματικό διπολισμό

Η «Ελλάδα δεν θα γυρίσει πίσω», δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ ξεκινώντας ουσιαστικά μια απρόβλεπτης διάρκειας προεκλογική εκστρατεία. Το «πίσω» βέβαια είναι η Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη, το μπροστά είναι ο νέος κεντροαριστερός ΣΥΡΙΖΑ του Φλαμπουράρη, του Τσακαλώτου, του Φίλη, της Ξενογιαννακοπούλου, του Σπίρντζη και των υπόλοιπων σπαραγμάτων του πάλαι ποτέ Σημιτισμού που αναμένουν το γενικό πρόσταγμα για να «ξανασώσουν» τη χώρα. Άλλωστε το μήνυμα των «βασικών μετόχων» του Συνασπισμού παραμένει κοινό: «Έχει φαΐ για όλους, αρκεί να περάσουμε τον κάβο».

Όλοι αυτοί που συνωστίζονται σήμερα βιαστικά στην καταρρέουσα κυβερνητική συμμαχία, και εκείνοι, οι πιο προνοητικοί, που αναμένουν τις εξελίξεις, και αυτοί που πλασματικά ανάγονται στις «δυνάμεις του σκότους» γνωρίζουν καλά ένα, παγκοίνως γνωστό, μυστικό: Λένε τα ίδια ακριβώς πράγματα. Υποστηρίζουν το ίδιο ακριβώς σχέδιο. Προσκυνούν τους ίδιους ακριβώς θεούς. Και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.

Το κοινό μυστικό πρέπει να κρατηθεί με το ζόρι «κρυφό». Ο «στρουθοκαμηλισμός» των αντιμαχομένων πτερύγων, απέναντι στην ανυπαρξία διαφορετικών σχεδίων, μετασχηματίζεται στην πεμπτουσία των πολιτικών σχεδιασμών τους.

Η ταυτότητα απόψεων των δύο μονομάχων αναζητά καταφυγή στην οξύτητα μιας πλαστής αντιπαράθεσης. Ο πραγματικός, θανάσιμος διαγκωνισμός για το ποιος θα καταλάβει την «καρέκλα» σε βάρος της κοινωνίας κρύβεται πίσω από μια συστηματική προσπάθεια εγκλωβισμού της σε πλαστά διλήμματα.

Η Ν.Δ. κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για «Μαδουρισμό», για την καταναγκαστική επιβολή ενός δήθεν σκληρά ελεγχόμενου από το κράτος οικονομικού σχεδιασμού. Ο Κ. Μητσοτάκης κρύβει την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι ζηλεύει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος και η Ν.Δ. δεν θα μπορούσε ποτέ να παραχωρήσει το σύνολο της δημόσιας περιουσίας σε ένα υπερταμείο που ελέγχεται από τους «δανειστές» και που σκοπό έχει να την «αξιοποιήσει» χαρίζοντάς την για 99 χρόνια σε ιδιώτες. Ζηλεύει γιατί δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ποτέ ότι θα μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία σε τέτοια φτώχεια, την ανεργία σε τέτοια ύψη, μισθούς και συντάξεις σε τέτοια αναξιοπρέπεια χωρίς να «κουνηθεί φύλλο». Ζηλεύει γιατί ο υποτιθέμενος Μαδούρο συγκεντρώνει τα συγχαρητήρια όλων των παραδοσιακών υποστηρικτών της συντηρητικής νεοφιλελεύθερης Ευρώπης και Αμερικής και ανάγεται σε βασικό στήριγμα των πιο αντιλαϊκών και ταυτόχρονα επιθετικών σχεδιασμών τους. Ζηλεύει γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας πετυχαίνει εκεί που το σύστημα Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ απέτυχε. Άλλωστε και οι δικές του προτάσεις, το ξέρει, κινούνται στην ίδια ακριβώς ρότα. Έχει και αυτός αποδεχθεί ότι η Ελλάδα κυβερνιέται και θα κυβερνιέται για δεκαετίες από τους θεσμούς και το ΔΝΤ. Δεν τον ενοχλεί αυτό. Τον ενοχλεί που η θέση του «εκπροσώπου» της αποικίας χρέους καταλαμβάνεται από κάποιον άλλο.

Ζηλεύει και ταυτόχρονα διαισθάνεται την κυβερνητική φθορά. Επενδύει στην οξύτητα για να «κερδίσει» ένα παιχνίδι με στόχο τους ίδιους τους πολίτες που θα τον υποστηρίξουν.

Ο Αλ. Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ ανακάλυψε στο πρόσωπο της Ν.Δ. τον Πινοσέτ. Έκτοτε στελέχη της κυβέρνησης και φιλοκυβερνητικός τύπος επαναλαμβάνουν κουραστικά την ίδια «αποκάλυψη». Την αφορμή έδωσε ο βουλευτής Καραγκούνης που θυμήθηκε την Σχολή του Σικάγο και επανέφερε προτάσεις για «ανταποδοτική ασφάλιση». Αλήθεια, σε τι ακριβώς διαφέρει ο νόμος Κατρούγκαλου από τις προτάσεις της ΝΔ;

Η κυβέρνηση αντικατέστησε το αναδιανεμητικό σύστημα συνταξιοδότησης με εκείνο των τριών πυλώνων που προβλέπει μια ελάχιστη εθνική σύνταξη, μια ανταποδοτική που στηρίζεται σε έναν υπολογισμό με βάση τις μέσες αποδοχές σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου, και προαιρετικά σε μια ιδιωτική ασφάλεια για όσους μπορούν. Με το νέο σύστημα συνταξιοδότησης θεσμοθετήθηκε η λογική του «ατομικού λογαριασμού» ή του «ατομικού κουμπαρά» που υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι και εφάρμοσε, με αποτυχία, η δικτατορία του Πινοσέτ.

Στην πραγματικότητα ο νόμος Κατρούγκαλου προχώρησε σε τέτοια συρρίκνωση της ασφαλιστικής δαπάνης που ουσιαστικά κατέστησε αναγκαία, για όσους μπορούν, την καταφυγή στην ιδιωτική ασφάλιση, αν και δεν τη νομοθέτησε ως υποχρεωτική. Ας μην βιαστεί κανείς να πει «ποτέ» σχετικά με τα μελλούμενα όσο η ανεργία και η εισφοροδιαφυγή παραμένουν στα ύψη.

Εκείνο που κρύβεται είναι ότι σε μια χώρα με μεικτή κύρια σύνταξη στα 723 ευρώ και μεικτή επικουρική στα 138, από την οποία ενισχύονται τα τέσσερα εκατομμύρια πολιτών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας δεν υπάρχει κανένα περιθώριο νέας περικοπής, με όποιο πρόσχημα, χωρίς να κινδυνεύσει με συνολική κοινωνική κατάρρευση ολόκληρη η χώρα.

Κατά τον ίδιο τρόπο συναντιούνται οι διακηρύξεις ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. για τις δήθεν μειώσεις των συντελεστών φορολογίας. Όσο και οι δύο αποδέχονται, ως αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα, την ετήσια δημιουργία εξωφρενικών πλεονασμάτων για την αποπληρωμή ενός απεχθούς χρέους και την παραγωγική αποδυνάμωση της χώρας μέσω της εκποίησης δημόσιων επιχειρήσεων και πλούτου, καμία μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο φόρο.

Το παιχνίδι μιας εικονικής, ως προς το περιεχόμενο, οξύτατης ως προς τις μορφές, διπολικής αντιπαράθεσης αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στον εγκλωβισμό των πολιτών. Αποσκοπεί, μέσα από την όποια κυβερνητική εναλλαγή, να εξασφαλιστεί η συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής.

Έχει παρουσιαστεί και άλλη φορά στην ιστορία η πλασματική αντιπαράθεση δύο μονομάχων να καταλήγει τελικά σε βάρος και των δύο. Το γεγονός ότι είναι γνωστή στους πολίτες η ταύτιση στόχων του επίσημου πολιτικού προσωπικού θα επηρεάσει και αυτήν την προσπάθεια. Ο εγκλωβισμός των πολιτών δεν θα είναι εύκολος. Η αποτελεσματικότητά του δεν είναι εξασφαλισμένη. Θα ήταν πολύ διαφορετικά αν είχαν γίνει βήματα στη διατύπωση ενός ανταγωνιστικού, τολμηρού και ταυτόχρονα ρεαλιστικού σχεδίου υπέρβασης της πολύπλευρης κρίσης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία.

Κάτι τέτοιο λείπει εκκωφαντικά από τις τρέχουσες αντιπαραθέσεις. Την ίδια στιγμή πλεονάζει η αίσθηση της συνενοχής του πολιτικού κόσμου, της πλήρους ταύτισης των σχεδίων τους. Η συνάντηση αυτών των δύο παραγόντων είναι γνωστή στα κομματικά επιτελεία. Και είναι αυτό που επιτρέπει την ακίνδυνη προσφυγή στην οξύτητα.

Επιτρέπει παράλληλα τη συνέχιση της πορείας της χώρας στα βράχια.

Συνένοχοι σε μια καταστροφή μεγάλων διαστάσεων

Η οξύτητα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυνάμεις του «φωτός και του σκότους» δεν είναι πρωτότυπη. Δοκιμάστηκε και άλλες εποχές με τις ίδιες συνέπειες… Οι δυνάμεις του «φωτός και του σκότους» του παρελθόντος οδήγησαν από κοινού τη χώρα στα βράχια των μνημονίων.

Σήμερα όμως η αντιπαράθεση γίνεται πάνω σε ερείπια. Ερείπια που δημιούργησαν οι μεν και συνέχισαν, επεξέτειναν και βάθυναν οι δε.

Οι σημερινές αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις του «φωτός και του σκότους» είναι συνένοχες και συνυπεύθυνες σε ένα παγκόσμιο πείραμα διάλυσης μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αδιάψευστος μάρτυρας τα σημεία σιωπής στα πιο κρίσιμα θέματα των εξελίξεων. Η συμπόρευσή τους στα θεμελιώδη.

Και οι δύο παρακολουθούν μια εντεινόμενη φτωχοποίηση της κοινωνίας και συνυπογράφουν αδιαμαρτύρητα τις ίδιες οικονομικές συνταγές καθ’ υπόδειξη των θεσμών. Συνταγές που οι εμπνευστές τους από μόνοι τους ομολογούν ότι απεδείχθησαν  πιο καταστροφικές από την «ασθένεια» που επιχείρησαν να θεραπεύσουν.

Παρακολουθούν την αποδόμηση μιας κοινωνίας, τη γήρανσή της, τη φυγή του πιο δυναμικού στοιχείου της και διαγκωνίζονται για το ποιος είναι πιο ικανός να εφαρμόσει όσα ακριβώς γέννησαν αυτά τα φαινόμενα.

Και οι δύο αναζητούν ομπρέλα σωτηρίας σε διεθνείς προστάτες που συστηματικά απεργάζονται σχέδια αποσταθεροποίησης και πολεμικής ανάφλεξης όλης της περιοχής. Η Τουρκία εκβιάζει σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο, τα Βαλκάνια βράζουν από υποδαυλιζόμενους εθνικισμούς, στη Μέση Ανατολή ετοιμάζονται οι όροι για μια μεγάλη σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και η Ελλάδα, κοινή συναινέσει, μετασχηματίζεται από άκρο σε άκρο σε εφαλτήριο των αμερικάνικων πολεμικών τυχοδιωκτισμών. Δίπλα στις ήδη υπάρχουσες βάσεις ετοιμάζονται νέες σε νησιά και ηπειρωτική χώρα. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα πρώτης γραμμής, βασικός συντελεστής της περικύκλωσης της Ρωσίας. Οι δύο μονομάχοι παραμένουν απαθείς μπροστά στο ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής ανάφλεξης. Απαθείς και συνένοχοι μπροστά στη διεθνή απομόνωση της χώρας και τη δραματική και αχρείαστη επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία.

Και οι δύο σχεδιάζουν και συναινούν στην πιο βαθιά διάλυση όσων συγκροτούν την ελληνική κοινωνία. Μέσα στο κλίμα του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού διαλύουν την ιστορία και την παράδοση, συντρίβουν τη γλώσσα και την παιδεία, αφήνουν και την εκκλησία να παραδίδεται ανενόχλητη στις αμερικάνικες επιδιώξεις, έρμαιο στη γεωπολιτική τους αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Καταφεύγουν στον διπολισμό και την αντιπαράθεση καταγράφοντας τα συγχαρητήρια των δυνάμεων που δοκιμάζουν και πειραματίζονται πάνω στις συνέπειες και τις αντιδράσεις ενός λαού και μιας κοινωνίας που θυσιάζεται στον βωμό των προσταγμάτων της «ελεύθερης αγοράς» και του μετανεωτερισμού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!