Με σημαδεμένα χαρτιά το πολιτικό παιχνίδι – Πώς ήρθε η κατάρρευση της Κεντροαριστεράς. Του Βασίλη Πριμικήρη
Δύσκολες μέρες για το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία. Τα κόμματα εξουσίας εγκαταλείπουν την παραδοσιακή τους επικοινωνιακή αντιπαλότητα, εγκαταλείπουν και τις φραστικές παραδοσιακές τους αντιπαραθέσεις Κεντροαριστεράς-Κεντροδεξιάς, για να ακολουθήσουν τη γνωστή πλέον πολιτική συνταγή της κεντροαριστεροδεξιάς κυβέρνησης για την προώθηση των πολιτικών της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού.
Βέβαια, σε πολλά ζητήματα, τα τελευταία κυρίως χρόνια, η Κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (Δ.Κ.) με την Κεντροδεξιά του Κόμματος Ελευθερίας του Σ. Μπερλουσκόνι είχαν παρόμοιες θέσεις και τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές προωθούσαν, κύρια στο θέμα των εργασιακών σχέσεων. Διευθυντής σ’ αυτή την παράφωνη πολιτική ορχήστρα ήταν φυσικά ο Μάριο Μόντι, ο γνωστός τραπεζίτης, ο αντίστοιχος Παπαδήμος, που κυβέρνησε τα τελευταία χρόνια την Ιταλία. Το μείγμα των πολιτικών τους στα βασικά είναι το ίδιο. Στην Ιταλία μπορεί να μην έχουμε μέχρι τώρα υπογραφές μνημονίων, αλλά οι μνημονιακές πολιτικές κτυπήματος του κοινωνικού κράτους, της δημόσιας Υγείας και Παιδείας κυριαρχούν. Η βάρβαρη επίθεση στις εργασιακές σχέσεις και κυρίως στο κόστος εργασίας είναι στην ημερήσια διάταξη, με την υπογραφή όλων των κομμάτων εξουσίας. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία τις τελευταίες δυο δεκαετίες κυριαρχείται από τα «καμώματα» προσωπικών συμφερόντων μιας άθλιας δεξιάς πολιτικής προσωπικότητας όπως ο Σ. Μπερλουσκόνι από τη μια και την πλήρως υποταγμένη στη λογική του νεοφιλελευθερισμού Κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (P.D.) του Λ. Μπερσάνι από την άλλη. Να θυμίσουμε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα προήλθε από την ένωση μεταλλαγμένων στελεχών του ΚΚΙ και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Στο όλο πολιτικό σύστημα δεν μπορούμε να αφήσουμε έξω και την Καθολική Εκκλησία που πάντα στην Ιταλία έπαιξε και παίζει έναν προεξέχοντα συντηρητικό πολιτικό ρόλο.
Περιθωριοποιημένη η ριζοσπαστική Αριστερά
Η ριζοσπαστική Αριστερά ως μόνη δύναμη αντίστασης, δυστυχώς, είναι περιθωριοποιημένη. Η ιταλική Αριστερά ακόμα πληρώνει τις συνεχείς μεταλλάξεις της, την απώλεια της ταξικής της διαφορετικότητας, τον άκρατο κυβερνητισμό της και τις συγκεχυμένες πολιτικές της θέσεις σε μια σειρά ζητημάτων που απασχόλησαν την ιταλική κοινωνία μετά τη διάλυση του μεγάλου ΚΚΙ.
Η καταστροφική συμμετοχή της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις κεντροαριστερές κυβερνήσεις Πρόντι και Ντ’ Αλέμα, δυστυχώς, πληρώνεται ακόμα ακριβά.
Σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα για τον ιταλικό λαό, τις τελευταίες ημέρες με την εκλογή του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, έπεσαν τελείως οι μάσκες της πολιτικής και κανένας πλέον δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στην Ιταλία το πολιτικό παιχνίδι παίζεται σχεδόν με σημαδεμένα χαρτιά.
Η προσπάθεια του Δ.Κ. και η πλήρης αποτυχία να περάσει τις προτάσεις του για την προεδρία της Δημοκρατίας κατέγραψε και τα πολιτικά όρια του κόμματος αυτού. Οι αντιπαραθέσεις και η κατάσταση ασυνεννοησίας φάνηκε πεντακάθαρα στο χώρο της Κεντροαριστεράς από την απόρριψη τόσο της υποψηφιότητας Μαρίνι, ιδρυτικού μέλους του Δ.Κ., ιστορικού συνδικαλιστικού στελέχους από τη Χριστιανοδημοκρατία, που τον αποδέχθηκε και ο Σ. Μπερλουσκόνι, αλλά δεν τον ψήφισε η μισή Κοινοβουλευτική Ομάδα του Δ.Κ., όσο και από την απόρριψη της υποψηφιότητας του γνωστού μας Ρομάνο Πρόντι, πατριάρχη της Κεντροαριστεράς και της «Ελιάς» που δεν τον αποδέχθηκε όμως ο Μπερλουσκόνι και η δεξιά πτέρυγα του Δ.Κ.
Βασική ευθύνη γι’ αυτή την αλλοπρόσαλλη πολιτική συνδιαλλαγής του Δ.Κ. με τον απαράδεκτο Σ. Μπερλουσκόνι είχε και ο Μασ. Ντ’ Αλέμα.
Ο Μπέπε Γκρίλο πολύ έξυπνα πρότεινε έναν συνταγματολόγο δημοκράτη και ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, τον Στέφανο Ροντοτά, βάζοντας σε κρίση εκλογής το ίδιο το Δ.Κ. το οποίο λαθεμένα αρνήθηκε μια πρόταση που θα το έβγαζε από τον θανάσιμο πολιτικό εναγκαλισμό της Δεξιάς.
Η επιλογή, πάντως, του συστήματος εξουσίας στην Ιταλία και με τις παρεμβάσεις κύκλων της ίδιας της Γερμανίας, ήταν διαφορετική. Πίσω από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας «κρυβόταν» ο πολιτικός σχεδιασμός μιας κυβέρνησης που θα συνέχιζε τη λιτότητα και το κτύπημα των κατακτήσεων που κερδήθηκαν με αίμα και θυσίες από τον ιταλικό λαό και την εργατική τάξη αυτής της χώρας. Τα συμφέροντα της Ευρωζώνης και οι πολιτικές που εκπορεύονται από κέντρα έξω από την Ιταλία υπερίσχυσαν. Αυτά τα συμφέροντα επέβαλαν, τελικά, τη θέλησή τους.
Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα
Η λύση έπρεπε να είναι μια λύση «Εθνικής Ενότητας» για την αντιμετώπιση υποτίθεται της κρίσης, που για να εξηγούμεθα την κρίση και στην Ιταλία τη δημιούργησαν οι ίδιες πολιτικές που κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Οι ίδιες πολιτικές που προωθήθηκαν και στην Ελλάδα. Η Ιταλία βέβαια δεν είναι Ελλάδα, τα μεγέθη είναι τελείως διαφορετικά. Η αστική τάξη της Ιταλίας δεν μπορεί και δεν θέλει να αποδεχθεί εύκολα επιλογές υποτέλειας και μορφές προτεκτοράτου που θέλει να επιβάλει η Γερμανία, αντιδρά αλλά προς το παρόν ακολουθεί και υποτάσσεται στις μερκελικές επιλογές.
Επομένως ο Ροντοτά και οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος, που δεν θα οδηγούσε την επόμενη μέρα σ’ αυτή τη συγκεκριμένη πολιτική λύση δεν μπορούσε να γίνει δεκτός από ένα κόμμα, όπως το Δημοκρατικό, που στην πραγματικότητα τίποτα σχεδόν δεν κρατάει από το παλιό ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο του ΚΚΙ, αλλά και του παλιού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος του Άλντο Μόρο και της αριστερής του πτέρυγας. Η ηγεσία του Δ.Κ. μαζί με το Κόμμα του Μ. Μόντι στην Ιταλία είναι οι πιο φιλο-μερκελικές δυνάμεις στην Ιταλική πραγματικότητα.
Μέσα σ’ αυτή την πολιτική ρευστότητας και αντιφάσεων, μετά την αποτυχία των υποψηφιοτήτων Μαρίνι και Πρόντι, ήλθε η πρόταση του Τζ. Ναπολιτάνο, ηλικίας 88 ετών για μια θητεία επτά ετών! Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ιταλική Δημοκρατία έχει τον ίδιο πρόεδρο σε δύο διαδοχικές θητείες.
Με την υποψηφιότητα Ναπολιτάνο φάνηκε ότι εξασφαλίστηκε ο πολιτικός σχεδιασμός της κεντροαριστεροδεξιάς κυβέρνησης αυτού του αλλόκοτου πολιτικού κυβερνητικού μορφώματος. Πράγματι, την επομένη της εκλογής του ο Τζ. Ναπολιτάνο όρισε ως εντολοδόχο πρωθυπουργό τον Ενρίκο Λέτα, έναν νέο σχετικά άνθρωπο και ανώτατο στέλεχος του Δ.Κ., Χριστιανοδημοκρατικής προέλευσης, αρεστό στον Μπερλουσκόνι, ο οποίος μάλιστα έχει δεξί του χέρι το θείο του Τζ. Λέτα – κι αυτός πρώην χριστιανοδημοκράτης. Βλέπουμε ότι το παλιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα εξακολουθεί με τους ανθρώπους του να κυριαρχεί στα πολιτικά δρώμενα της Ιταλίας.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες, η νέα κυβέρνηση «Εθνικής Σωτηρίας» υπό τον Ενρίκο Λέτα παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης στηριγμένη από το κόμμα του Σ. Μπερλουσκόνι (PdL), από το Δ.Κ. και το κόμμα του τραπεζίτη Μόντι. Στη νέα κυβέρνηση επτά από τους υπουργούς προέρχονται από την Κεντροαριστερά, έξι από την Κεντροδεξιά, τρεις από την κεντρώα συμμαχία του Μόντι και οι υπόλοιποι είναι τεχνοκράτες.
Τίποτα καλό δεν προδιαγράφεται για τον ιταλικό λαό και την εργατική του τάξη από αυτή την κυβέρνηση.
Πολιτικά κερδισμένη η Δεξιά
Από αυτές τις κρίσιμες πολιτικές μέρες που πέρασε η Ιταλική Δημοκρατία σίγουρα πολιτικά κερδισμένοι βγαίνουν ο Σ. Μπερλουσκόνι και η Δεξιά στην Ιταλία, όπως και το «Κόμμα μη Κόμμα» του Μπ. Γκρίλο που θα είναι η μόνη αντιπολίτευση – στα λόγια, γιατί στην ουσία ένα κίνημα όπως του Γκρίλο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι μια αξιόπιστη ταξική δύναμη αντιπολίτευσης. Αντίθετα ο μεγάλος ηττημένος σήμερα είναι το Δ.Κ. Είναι πολύ πιθανόν ένα ακόμη κεντροαριστερό κόμμα στην Ευρώπη να διαλυθεί λόγω της εθελοδουλίας της ηγεσίας του προς τη Γερμανία και της υποταγής του στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού.
Η ριζοσπαστική Αριστερά παλεύει να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, πράγμα αρκετά δύσκολο. Το πιο πιθανό είναι σύντομα νέες αριστερές πολιτικές δυνάμεις να ξεπηδήσουν μέσα από την κοινωνία και το ιταλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτή είναι και η μόνη ελπίδα για τον ιταλικό λαό μετά και την πλήρη πολιτική κατάρρευση της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας του Δ.Κ.
* Ο Βασίλης Πριμικήρης είναι μέλος
της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ