του Θανάση Μουσόπουλου*
Στα χρόνια των σπουδών μου (1967-1972) δύο Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας επίμονα με συντρόφευσαν: του Λίνου Πολίτη, τον οποίο μάλιστα είχα και δάσκαλο της λογοτεχνίας, και του Κ. Θ. Δημαρά. Σε πολλά κείμενά μου της σειράς αυτής στον Δρόμο της Αριστεράς αξιοποίησα απόψεις και θέσεις του Πολίτη. Μιλώντας στο παρόν κείμενο για δύο αγαπημένους μου ποιητές, τον Μαβίλη και τον Γρυπάρη, θα χρησιμοποιήσω χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά, τέταρτη έκδοση, Ίκαρος, 1968. Διαβάζουμε ανάμεσα στα άλλα: «Στον Μαβίλη έχουμε της τελευταία αναλαμπή της λυρικής δημιουργίας των Επτά νησιών. Οι φιλοσοφικές σπουδές που έκανε στην Γερμανία δυνάμωσαν τον ιδανισμό που είναι από τα χαρακτηριστικά της επτανησιακής σχολής […] Η έμπνευσή του που ξεκινάει σταθερά από άμεσες προσωπικές εμπειρίες, υψώνεται κατακόρυφα και αγγίζει άνετα τις κορυφές της εσωτερικής ζωής (σελ. 423). Ο Γρυπάρης έχει την αίσθηση την γλωσσοπλαστική της λαϊκής ψυχής, αλλά παράλληλα φροντίζει να πλουτισθεί το λεξιλόγιό του από τα μεσαιωνικά και δημοτικά κείμενα […] Η φαντασία είναι που έλειψε από τον ποιητή. Για τούτο γλήγορα τον βλέπουμε να εγκαταλείπει την πρωτότυπη δημιουργία και να στρέφεται προς τα κλασικά αριστουργήματα που τα μεταφράζει στη γλώσσα μας· έτσι οι τεχνικές αρετές του μπόρεσαν να εκδηλωθούν άμεσα και ανεμπόδιστα απάνω σε ξένες εμπνεύσεις, και μας έδωσε μερικές από τις πιο λαμπρές μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, ιδίως τραγικών (σελ. 418-9)».
***
Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912) γεννήθηκε στην Ιθάκη από πατέρα ισπανό ενώ μητέρα του ήταν η Ιωάννα Σούφη, ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Γερμανία, έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης και Σανσκριτικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική, εκλέχθηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου.
Ως ποιητής έμεινε γνωστός για τα θαυμάσια σονέτα του, αποσπάσματα των οποίων θα παραθέσουμε. Έμεινε, όμως, γνωστός και από κάτι που είπε στη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 1911, για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του Συντάγματος, όπως δημοσιεύεται στα «Άπαντά» του κατέληξε λέγοντας: «…Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν».
Στίχους από τρία αγαπημένα μου ποιήματα παραθέτω:
Ο Άνθρωπος
Σαν ἡ ψυχὴ δόξας φορῇ στεφάνια
καὶ γιὰ πλοῦτο ἢ γιὰ δύναμη φουσκώνῃ,
ἐνάντιο λόγο ἢ νόημα δὲ σηκόνει·
Συχώριο δὲ γνωρίζει ἡ περηφάνεια.
[…] Μόνη ἡ Ἀγάπη, ἅγια λάμπα, ἀπὸ τὴ στάχτη
ξεσπᾷ ἀγνάντια στὴν ὄχτρητα καὶ στ᾿ ἄχτι.
Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε / την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει / ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι. Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε / στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· / μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε. Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται, / διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι·
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι, / τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν: / θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Καλλιπάτειρα
Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες; / Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία / εδώθε. – Έχω εν’ ανίψι, τον Ευκλέα, / τρί’ αδέρφια, γιο πατέρα ολυμπιονίκες·
[…] Με τις άλλες γυναίκες δεν είμ’ όμοια· / στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει / με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια […]
***
Ο Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) γεννήθηκε στη Σίφνο, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1888 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει φιλολογία, διέκοψε και πήρε το πτυχίο αργότερα. Η μόνη συλλογή που εξέδωσε είναι «Σκαραβαίοι και Τερρακότες» (1919), στην οποία συγκέντρωσε ποιήματα που είχε δημοσιεύσει νωρίτερα (1893 – 1909), με επιδράσεις από τον συμβολισμό και παρνασσισμό. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Εκτός από ποίηση, έγραψε χρονογραφήματα και άρθρα, ενώ περίφημες είναι οι μεταφράσεις του από την αρχαία γραμματεία –κυρίως θεατρικά– και ξένη λογοτεχνία.
Λίγα αποσπάσματα από χαρακτηριστικά ποιήματα του Γρυπάρη:
Ἑστιάδες
Βαθι᾿ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ / πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιμισμένη / κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μία φωνή, / -τρόμου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισμένοι. / -«Ἒσβησ᾿ ἡ ἄσβηστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ / τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ᾿ ἐλπίδα πὼς μπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα ἡ συφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
[…] Κι εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία, ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλει
κάμει τὸ θάμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ᾿ ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του στείλει […]
Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια, / μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της, / πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια, / παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.
[…] μὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί μοῦ λείπει; / νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια / ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριὰ καὶ ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς, / μπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ μάθῃς.
Ο πραματευτής
Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς / μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ / καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια. / Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ / στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια, / κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά του φρύδια.
[…] Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς / κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο: / – «Ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω, / τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ -ὢ ἕνα φιλί, / ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου- / μὲ πλάνεσε μιὰ ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ / καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά μου!»
Κλείνοντας, μια μικρή γεύση από την εξαίσια μετάφραση του Γρυπάρη στην αρχή της «Πολιτείας» του Πλάτωνα: «ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κατέβηκα χθες στον Πειραιά μαζί με τον Γλαύκωνα του Αρίστωνος, για να προσευχηθώ στη θεά και συγχρόνως γιατί θέλησα να δω πώς θα διεξαχθεί η γιορτή, που για πρώτη φορά επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Και πραγματικώς πολύ ωραία μου φάνηκε και η πομπή των εντοπίων, καθόλου όμως πίσω δεν έμεινε, κατά τη γνώμη μου, σε μεγαλοπρέπεια και η πομπή των Θρακών».
Στις επόμενες ενότητες θα ασχοληθούμε με το έργο των εκλεκτών δημιουργών του λόγου: Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Ψυχάρη, Ξενόπουλου.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής