Σε μια ρευστή περίοδο με δυο μεγάλα πολεμικά μέτωπα ανοικτά στην περιοχή, οι εξελίξεις στο πεδίο του Κυπριακού, των ελληνοτουρκικών επηρεάζονται εκ των πραγμάτων από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Η κατοχική Τουρκία ενισχύεται γεωπολιτικά, έχει κάνει μικρές και μεγάλες «αποβάσεις» σε αφρικανικές χώρες ενώ παράλληλα επιλέγει να κρατά όλα τα σχοινιά. Και με τους δυτικούς, διατηρώντας κανάλια επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ εσχάτως υπέβαλε επίσημο αίτημα ένταξης στην ομάδα BRICS, η οποία πήρε το όνοµά της από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική. Πρόκειται για μια ομάδα κρατών με μεγάλες προοπτικές στην οικονομία.
Η κατοχική Τουρκία προβαίνει σε ανοίγματα προς παλιούς εχθρούς, όπως η Αίγυπτος, θέλοντας να κλείσει μέτωπα. Μόνο με την Κύπρο δεν θέλει να τα βρει.
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η Αθήνα παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και επιμένει σε μια αδιέξοδη πορεία σε ό,τι αφορά τις γεωπολιτικές εξελίξεις αλλά και έναντι της κατοχικής Τουρκίας. Την ίδια ώρα, η Λευκωσία βρίσκεται κάτω από πίεση στα διάφορα πεδία των εξελίξεων αισθανόμενη προδήλως την ελληνική κυβέρνηση να κρατά αποστάσεις. Και τούτο προκύπτει και από τα συνεχιζόμενα μουρμουρητά των γνωστών κύκλων της αθηναϊκής ελίτ, πολιτικής και οικονομικής. Οι γνωστοί κύκλοι, που θεωρούν ότι η Κύπρος «κείται μακρά» και αποτελεί για το αθηναϊκό κράτος «μπελάς».
Τα ευρωτουρκικά
Η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν προβεί εσχάτως σε μια κίνηση «καλής θέλησης» προς την Άγκυρα συναινώντας να προσκληθεί στο γεύμα της Άτυπης Συνόδου των ΥΠΕΞ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 29 Αυγούστου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν. Από τη συζήτηση προέκυψε πως η πλειοψηφία των κρατών-μελών, βλέπει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας να συνδέεται με το Κυπριακό και την εν γένει συμπεριφορά της Άγκυρας έναντι της Κύπρου. Από την άλλη, ωστόσο, ο Χακάν Φιντάν, ενώπιον των Ευρωπαίων ομολόγων του παρουσιάσθηκε το ίδιο σκληρός και άτεγκτος σε σχέση με το Κυπριακό. Ο κ. Φιντάν τόνισε ότι το ζήτηµα της κυρίαρχης ισότητας και το διεθνές ισότιµο καθεστώς είναι σηµαντικό για την Τουρκία και σηµείωσε ότι «χωρίς αυτά δεν γίνεται να πάµε πουθενά». Κοντολογίς, ο Τούρκος αξιωματούχος, χωρίς να επιστρατεύσει διπλωματικό τρόπο, είπε ευθέως ότι για την κατοχική δύναμη μόνη λύση είναι η αναγνώριση της αποσχιστικής οντότητας των κατεχομένων. Η αναγνώριση, δηλαδή, των αποτελεσμάτων της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής.
Αυτή είναι η τουρκική θέση για να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις. Τίθεται ως προϋπόθεση για να δηλώσει συμμετοχή σε μια νέα διαδικασία η αποδοχή των όρων της. Πρώτα αναγνώριση και μετά τα υπόλοιπα. Εάν, όμως, η κατοχική δύναμη εξασφαλίσει την αναγνώριση δεν θα μείνει οτιδήποτε άλλο για συζήτηση, πλην το πλαίσιο των σχέσεων «καλή γειτονίας».
Η Λευκωσία αναζητεί τρόπους να ξεπερασθούν τα εμπόδια, να μην κατηγορηθεί για έλλειψη διάθεσης για λύση καθώς αυτό καλλιεργείται και εκ των έσω ενώ η Αθήνα θέλει να απαλλαγεί από τον… πονοκέφαλο. Το Κυπριακό, δηλαδή.
Προβάλλεται –παρασκηνιακά από κυβερνητικούς κύκλους στην Αθήνα– και διά των συστημικών ΜΜΕ δημόσια, ότι το Κυπριακό αποτελεί εμπόδιο στις προσπάθειες για εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μια προσέγγιση, η οποία είναι και αφελής και επικίνδυνη καθώς δείχνει πως δεν έχουν αντίληψη των επεκτατικών σχεδιασμών της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου.
Είναι μια επιδερμική αντίληψη το πώς λειτουργεί η Άγκυρα και ποιοι είναι οι σχεδιασμοί. Η Τουρκία έχει ένα σχεδιασμό έναντι της Κύπρου και της Ελλάδος, τις αντιμετωπίζει ενιαία.
Στο μεταξύ, στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, τα δυο μεγάλα κόμματα, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, παρουσιάζονται από την μια να πιέζουν τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη να συρθεί σε συνομιλίες και από την άλλη αναπτύσσουν και μέσα από τα ΜΜΕ ένα αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο αμφισβητείται η ειλικρίνεια της ελληνικής κυπριακής πλευράς ότι είναι έτοιμη για λύση. Αυτό το κλίμα μεταφέρεται και εκτός Κύπρου και στους διάφορους εν δυνάμει μεσολαβητές. Τούτο, φαίνεται, να επηρεάζει και τους χειρισμούς της Λευκωσίας, η οποία πιεζόμενη βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο.
Η συνέχεια στη Ν. Υόρκη
Αργότερα αυτό το μήνα, το πολιτικό-διπλωματικό σκηνικό θα μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη, στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, στο περιθώριο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης του Διεθνούς Οργανισμού. Μητσοτάκης και Ερντογάν θα τα πούνε ξανά, στο πλαίσιο της προσπάθειας «βελτίωσης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό θεωρείται δεδομένο και θα αναδειχθεί ως μια θετική εξέλιξη προκαλώντας εντυπώσεις. Εντυπώσεις που ευνοούν την κατοχική Τουρκία, η οποία επιμένει στην επεκτατική της πολιτική, στο «όραμα» της «Γαλάζιας Πατρίδας» και δεν την ενοχλεί εάν από την άλλη πλευρά, η Αθήνα αναπαύεται στις ψευδαισθήσεις της «εξομάλυνσης». Παράλληλα, δεν είναι δεδομένο ότι θα πραγματοποιηθεί κοινή συνάντηση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, του Προέδρου Χριστοδουλίδη και του κατοχικού ηγέτη, Ερσίν Τατάρ. Και τούτο επειδή ο εγκάθετος της Άγκυρας στα κατεχόμενα δεν έχει απαντήσει θετικά. Αλλά και να γίνει συνάντηση δεν πρέπει να αναμένεται αποτέλεσμα. Και επειδή προφανώς ορατό είναι το ενδεχόμενο αποτυχίας το ερώτημα είναι ξεκάθαρο: Και μετά τι; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί. Κυρίως επειδή εκτιμάται πως με την επιβεβαίωση του αδιεξόδου η Τουρκία θα επιχειρήσει να επιβάλλει νέα τετελεσμένα.
Πόλεμος στο Netflix για τη «Famagusta»
Η κατοχική Τουρκία δεν δέχεται οτιδήποτε αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία και σπεύδει να προβάλλει ενστάσεις και να προκαλεί θόρυβο και ένταση. Λίγα 24ωρα μετά την «υποδοχή» του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, στην Άτυπη Σύνοδο των ΥΠΕΞ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (29 Αυγούστου) η κατοχική πλευρά ξεσηκώθηκε για την απόφαση του Netflix να προβάλει από τις 20 Σεπτεμβρίου τη σειρά «Famagusta», που αναφέρεται στην εισβολή της Τουρκίας το 1974 στην Κύπρο.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας ισχυρίζεται πως η σειρά «εξυπηρετεί τη μαύρη προπαγάνδα της “ελληνοκυπριακής διοίκησης της Νότιας Kύπρου” (σ.σ. εννοούν την Κυπριακή ∆ηµοκρατία), διαστρεβλώνοντας τα ιστορικά γεγονότα. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι αντιδράσεις από κόμματα στην Τουρκία και αξιωματούχους του κατοχικού καθεστώτος, με πρώτο τον Ερσίν Τατάρ. Βέβαια, το «Famagusta», δεν έχει σχέση με το κυπριακό κράτος. Είναι ιδιωτική προσπάθεια και δεν μπορεί να διασυνδεθεί σε καμία περίπτωση με κρατική προπαγάνδα, ούτε και τούτο εξυπηρετεί.
Στην αντίπερα όχθη, είναι γνωστό ότι ο Τούρκος πρόεδρος εφαρμόζει εδώ και χρόνια μια αναθεωρητική πολιτική, επιδιώκει αλλαγή συνόρων, αύξηση της επιρροής της Τουρκίας και της ανάδειξης του ως πατερούλης των μουσουλμάνων. Η αναθεώρηση της ιστορίας προωθείται μέσα από τις τουρκικές ταινίες, μερικές από τις οποίες προβάλλονται σε ιδιωτικά κανάλια σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η κατοχική πλευρά αντιδρά με το «Famagusta», γιατί έτσι πράττει πάντα. Δεν ανέχεται οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική της μαύρη προπαγάνδα και την εδραίωση του ψέματος, θεωρώντας πως έτσι εξωραΐζει την εικόνα του κατακτητή.